Παραμονή 25ης Μαρτίου! Ντύνεται να βγει. Οι γονείς του σαρακοφαγωμένα μάλλινα στην ντουλάπα. Χάθηκε και η μυρωδιά της ναφθαλίνης πια. Χώνει το χέρι στην μπλούζα της μάνας του. Θέλει ακόμα να βυζάξει από τα στήθη της. Τι και αν πήγαινε τότες σχολείο. Το έσκαγε στο διάλλειμα και Ντρίιιν!

«Μαμά, με κτύπησε η Άννα, με έφτυσε η Μαίρη, με κατούρησε ο Γιάννης».
«Έλα βρε μούλικο να σε κρύψω στα στήθη μου».
Κάθισε στο Corfu, στην Λεωφόρο Νίκης, να πιεί καφέ. Παρέλαση είναι αυτή που κοιτά; Στην παραλιακή κουρασμένα κουτσούβελα παρελαύνουν χωρίς ψυχή, χωρίς να ξέρουν το γιατί! «Ένα στο αριστερό! Δύο στο δεξί! Κτυπάτε ωρε τη γη!».
Τον καιρό εκείνο Αβραάμ εγέννησε Ισαάκ, Ισαάκ εγέννησε Ιακώβ και η Σάρα ήταν συμμαθήτρια του. Μπλε ποδίτσα με άσπρο γιακά και λευκές κορδέλες φιόγκο, στις σφικτές πλεξούδες της. Κάθε πρωί της ζητούσε κλωστές και αυτή να δίνει, τραβώντας το υφάδι από τον ποδόγυρο της ποδιάς και εκείνος να κοιτάει τα μπούτια της. Μα τι θυμάται ο άνθρωπος σαν γεράσει!

Νάτος δίπλα από τις σάρισες του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Η αγάπη πίστεψε ότι ήρθε όταν γνώρισε την πληθωρική Σούλα. Δίπλα από το άγαλμα του Στρατηλάτη, πάνω στο γκαζόν να χύνει στα βυζιά της. Καμία μάχη όμως δεν κερδίζεται στην σκιά της ασπίδας. Εάν δεν την φοράς δεν νικάς ούτε Πέρσες, ούτε Λυστριγώνες, ούτε Κύκλωπες. Επιδρομή από κουνούπια να τσιμπάνε τα εκτεθειμένα οπίσθια του και ο σφυρικτράκιας, υπάλληλος του Δήμου, να πηγαινοέρχεται, να σηκώνει τα ζευγαράκια από το πράσινο. Το πάθος τους και τα κιλά της, το ισοπέδωσαν. Δεν ξανασηκώνονταν με τίποτα. Κίτρινες κεφαλές από άνθη από το ανθοφόρο ποώδες πολυετές φυτό Ταραξάκος ο φαρμακευτικός, που φύονταν στον χλοοτάπητα, διασκορπίζονταν στον αέρα.

«Σήμερα διασκορπίζονται οι σκέψεις μου».
Πλατεία Αριστοτέλους, Ντισκοτέκ Λάβαμπομ, Μπάρυ Γουάιτ, Μπόνυ Τέιλορ, η σφαίρα στο ταβάνι να γυρίζει πολυεδρικό κατακερματισμένο καθρέπτισμα του Μπράκ, σκιές στις ζωές μας. Κατακερματισμένη και η μνήμη του σαλπίζει Αλτσχάϊιμερ. Αναθυμάται μα έχασε τον τόπο. Εδώ, στο Λαϊκό ή στο Ιπποκράτειο; Μια αδελφή του ελέους πασχίζει να τον γυρίσει στο πλάι να του αλλάξει πάνα. Δύο μεγάλα βουνά σαν στήθη, τόποι χωρίς τις δέκα εντολές και αυτός σαν ρόγα σε ερωτική διέγερση πάνω στην κορυφή να πηδά, πότε στο ένα βουνό και πότε στο άλλο. Το χέρι του υπάκουσε και χούφτωσε κάτω από την μπλούζα της. Μια κλωτσιά και από εκεί που ήρθε.

«Μάνα μου!», με παραγγέλνει να ντυθώ γρήγορα.
«Τα κόκκινα παπούτσια να φορέσεις!».
«Τέρμα τα ροζ εισιτήρια», θύμισε ο βαρκάρης.
«Κύριε Γιώργο, είστε μέσα;»
«Το νόμισμα στο στόμα!»