Λίγο μετά το μεσημέρι, αρχές Οκτώβρη, πήγα στην Εφημία, την παιδική μου φίλη, για έναν καφέ. Συνεχίζαμε να μιλάμε, να γελάμε, να θυμόμαστε μέχρι που νύχτωσε. Την ώρα που σηκώθηκα να βάλω το πανωφόρι μου, σηκώνεται και η Εφημία. Γυρίζει με βιάση το μπρούτζινο μικρό κλειδάκι, από τον μπουφέ που δεσπόζει στο σαλόνι της, ιδιόχειρο δώρο από τον επιπλοποιό θείος της για τον γάμο της. Ανοίγει τις πόρτες του, από μασίφ ξύλο καρυδιάς και βγάζει έξω μια μικρή βαλίτσα. «Φιλενάδα, το περιεχόμενο αυτής της βαλίτσας το φύλαγα κλεισμένο χρόνια. Σήμερα το πρωί που ετοίμαζα τις πίτες και τα γλυκά μας, έβγαλα από τον μπουφέ και το καλό σερβίτσιο πορσελάνης Βοημίας με την επίχρυση διακόσμηση που σε αρέσει, για τον καφέ μας. Μη γελάσεις αλλά, άκουσα τα επάργυρα μαχαιροπήρουνα μέσα από την βαλίτσα να λένε ότι σε περίμεναν να τα ελευθερώσεις», με λέει και μένω να την κοιτάζω με βουρκωμένα μάτια.

Θυμάμαι νιόπαντρη δεκαεπτά χρονών, όταν πήγαινα στο χωριό του άντρα μου, τριγυρνούσα στα κοτέτσια, στους στάβλους, στις αποθήκες, διψασμένη για την ζωή στο χωριό που έβλεπα μόνο στην μεγάλη οθόνη. Κάποιες χωριανές τότε, ψιθυρίζανε : «κρύψτε καλέ, τα παλιά εμαγιέ λαϊνούδια από τις βρύσες, τα παλιά συρμάτινα στρόγγυλα καλάθια για τα αυγά, τα παλιά σίδερα! Όλα της αρέσουν της πρωτευουσιάνας», και ας τα είχαν πεταμένα σε στάβλους και κοτέτσια να πίνουν νερό ή να τα κλωτσούν τα ζώα.

Στα μέσα Νοέμβρη, μια ξαδέλφη μου με στέλνει με την αδελφή μου, καμιά δεκαριά λευκές, άθικτες, μαξιλαροθήκες από τον γάμο της, με χειροποίητη δαντέλα από βαμβακόνημα «Χρυσή Πεταλούδα», πλεγμένη με τσιγκελάκι. Ακόμα φυλάω, σαν πολύτιμους ράβδους χρυσού, κάποια τσιλεδάκια της μητέρας μου με αυτή την επωνυμία, από αυτά που δεν προλάβαμε, κρατώντας εγώ ανοιχτά τα χέρια μου, να τυλίξει αυτή σε κουβάρια. Από αρχές Δεκέμβρη, μέχρι και σήμερα, τρώω καθημερινά με επάργυρα μαχαιροπίρουνα, σκεπάζομαι με πάπλωμα καπλαντισμένο με χονδρή καμπύλη βελόνα και βαμβακόνημα, κοιμάμαι σε μαξιλαροθήκες με χειροποίητες δαντέλες – έβγαλα και αυτές της μητέρας μου -. Δεν χορταίνω δε, να παίρνω βιβλία για διάβασμα από την παλαιά, μικρή χειροποίητη βιβλιοθήκη από μασίφ ξύλο πεύκου που με χάρισε μία φίλη από την Φλώρινα, όταν τελείωσα τις σπουδές και επέστρεψα στην Θεσσαλονίκη.

Ευεργετημένη σχεδόν από την καραντίνα, βρήκα χρόνο να γυαλίζω τα επάργυρα, να κολλαρίζω ασπρόρουχα, να κερνάω τον εαυτό μου κοκκινέλι σε λεπτεπίλεπτα, έγχρωμα κρυστάλλινα ποτήρια σκαλισμένα στο χέρι. Συχνά κερνάω στα κρυστάλλινα ποτήρια και τις φανταστικές φίλες μου, σε ένα φανταστικό ελεύθερο πολυπληθή δείπνο, όπως συνηθίζαμε παιδιά να παίζουμε το παιγνίδι «Μικρές κυρίες». Απολαμβάνω τις μέρες μου με ζωγραφική, κηπουρική, διάβασμα. Το βράδυ, καθισμένη μπροστά στο τζάκι σε χειροποίητα κιλίμια, σκέφτομαι τι θα γίνουν όλα αυτά που διέσωσα από την λήθη. Τι θα γίνουν όλα όσα διέσωσα από μπουλντόζες την ώρα κατεδάφισης. Τι θα γίνουν όλα όσα χρηστικά αντικείμενα μεταποίησα και συχνά άλλαξα την χρήση τους, για να αντέξουν στον χρόνο και στην βιομηχανική εποχή μας. Θα αντέξουν να ζήσουν χωρίς εμένα, όταν ακούσια φύγω;