Ξαφνικά δεν θες να μείνεις στο σπίτι. Θες να περπατήσεις στην εξοχή. Όλα τα βλέπεις αλλαγμένα, το φως, τον αέρα που αναπνέεις…(Οι φωτογραφίες είναι της Φλώρας Γουγουλιά).


Κι όταν τελικά φτάνεις σπίτι, ανοίγεις τα παράθυρα με μια διάθεση να τ’ αλλάξεις όλα… Απ’ την εικόνα στον υπολογιστή και στο facebook, μέχρι το φαγητό – τα ραδίκια και οι ζοχοί που σήμερα μαζέψαμε ήταν φρεσκότατοι μετά τη χτεσινή βροχή και τα ψάρια του ψαρά μας, του Χρήστου, ολοζώντανα – ακόμα και τα ρούχα που φοράς θες να τ’ αλλάξεις…

Θες να μιλήσεις για την ομορφιά που συνάντησες σήμερα εκεί έξω με τη φύση να ζωντανεύει, τους αγρότες να κλαδεύουν τα λιόδεντρα και μπαίνοντας στο χωριό τους ηλικιωμένους που λιάζονταν στα παγκάκια.
Και όλα αυτά τα συμπτώματα, είναι που σε ξελόγιασε η άνοιξη. Συμβαίνει σε όλους. Μπαίνει στην καθημερινότητά μας ορμητικά με τα πιο γοητευτικά «όπλα». Με το ινδικό μπλε στον ουρανό όταν βραδιάζει, κάνοντας κάθε άστρο να μοιάζει πιο λαμπρό από κάθε άλλη εποχή του χρόνου. Αλλά και με τ’ άλλο άστρο της αυγής, τον ήλιο, που «ένα λοφίο πορφυρό φορώντας πλησιάζει…».

Πώς να αντισταθείς στην άνοιξη που σου ζητά να διαβάσεις ξανά τους ποιητές που έγραψαν γι’ αυτήν; Ως κι ο μελαγχολικός Καρυωτάκης σε προτρέπει: «Επρόβαλε η Άνοιξη! Ξέχνα τα περασμένα!».
Μα εμένα μ’ αρέσει πολύ εκείνο του Σαχτούρη: «Να κριθεί κάθε Άνοιξη από τη χαρά της, από το χρώμα του, το κάθε λουλούδι, από το χάδι του το κάθε χέρι, απ’ τ’ ανατρίχιασμά του το κάθε φιλί…».
Ας αφεθούμε λοιπόν στη σαγήνη της ομορφότερης εποχής του χρόνου.

• Η ιδέα να γραφεί το παραπάνω κείμενο είναι βασισμένη σε άρθρο της Κυριακής Μπεϊόγλου.