Το βρήκα στη σελίδα της Γιώτας Μιχαλοπούλου (κόρη της Μαρίας Κοκκινοπούλου). Αφορά όχι το ηλιέλαιο αλλά το λαδάκι μας, το λιόλαδο. Μπορεί να γράφεται από έναν Κρητικό με χιούμορ αλλά είναι η σκληρή πραγματικότητα. Σας το μεταφέρω αυτούσιο :

«Με την ευκαιρία αυτή θέλω να επισημάνω ότι αν κάποιος παρακολουθήσει αυτές τις ημέρες τα όσα λέγονται και γράφονται ίσως αναρωτηθεί αν εθνικό μας προϊόν έγινε ξαφνικά το (εισαγόμενο / ραφινέ) ηλιέλαιο γιατί ποτέ δεν θυμάμαι στο παρελθόν να έχουν γίνει τόσες συσκέψεις, ανακοινώσεις και να έχει προκληθεί τόσο ενδιαφέρον για το λάδι της ελιάς.»

Σήμερα, από έναν Κρητικό με το όνομα Μιχάλης Στρατάκης, ο οποίος δηλώνει ότι είναι «Γραφιάς-Καλαμαράς-Μουτζουρωτής χαρτιών» δίνεται η πιό αποστομωτική απάντηση στη μόδα των σπορέλαιων :

Εμάθαμε δα και το ηλιέλαιο, που όπου να ‘ναι θα γενεί πλιά ακριβό από το λιόλαδο, και συρομαδιούμαστε από την απελπισιά μας.
Κοντεύομε να ξεχάσομε τις θαυματουργές ιδιότητες του λιόλαδου, απού τση κατέχανε μια χαρά οι γονέοι και οι παππούδες μας.
-Λάδι εβάνανε στα πάντα απού ετρώγανε.
Από τα φαγιά ίσαμε τση σαλάτες κι από τση φέτες του ψωμιού ίσαμε τα καλιτσούνια και τση μαραθόπιτες.
-Ετρίζανε οι μεντεσέδες στση πόρτες; Λιόλαδο και τέρμα τα τριξίματα.
-Έπεφτες και σβολωνόσουνα; Λιόλαδο στση πληγές και δεν εκακοσινεύανε.
-Έκρουβε σε ο βήχας; Έπινες ένα φλυτζανάκι λάδι και ντελόγο εμαλάκωνε ο λαιμός και κοβότανε μαχαίρι ο βήχας.
-Επόνιε η κοιλιά σου; Λιόλαδο και εσταμάτα ο πόνος.
-Εσκούσανε τα χέργια σου από την κρυγιότη; Λιόλαδο κι αυτό ήτανε.
-Επόνιε τα’ αφτί σου; Δυό στάξεις λιόλαδο και τέρμα οι πόνοι.
-Επόμενε καθούρα στη ντίνα του λαδιού; Την ανακάτευες με ποτάσα κι είχες έτοιμο το σαπούνι τση χρονιάς.
-Δεν ανάβανε τα ξύλα στην παραστιά; Μια ολιά λάδι απάνω τους και γινότανε λαμπάδες.
-Εθώριες αδυνατισμένα και κακοποδομένα τα ζούμπερα σου; Έβανες λάδι στση τροφές τους και ξαναπέρνανε τα πάνω τους.
-Ήθελες να ‘φχαριστήσεις το Θεό και τσ’ Αγίους; Ένα μπουκάλι λάδι επήγαινες στη εκκλησά.
-Έβγανες κανα μαλάθρακα στο σώμα σου; Λιόλαδο απάνω και εμαλάκωνε κι έσπα ο μαλάθρακας.
-Ήθελες να φέξει η νύχτα; Λιόλαδο στο λύχνο.
-Εχτύπα σου την πόρτα διακονιάρης; Λάδι του ‘βανες στο λαδικό.
-Ελέγανε σου κοπέλια τα κάλαντα; Με λάδι τα ποχέριζες.
-Ήθελες να καλοπιάσεις το βουλευτή και το δάσκαλο; Μια ντενέκα λάδι τους έδινες.

Όλα ετούτανα τα ξεχάσαμε, γιατί εσήμανε η ώρα του ηλιέλαιου, του σπορέλαιου, του σογιέλαιου, του καλαμποκέλαιου και γενικά του διαολόλαδου, που εγίνηκε τση μοδός.
Και δως του τα συρομαδήματα, επειδή ακριβαίνουνε.
Μα και γι’ αυτά τα συρομαδήματα, μια χαρά γιατρικό είναι το λαδάκι».

Συγγραφέας :
Βασίλης Ζαμπούνης
2 Απριλίου 2022, 15:11