…Αν δεν ήταν κορίτσι θα ήταν σύννεφο. Όχι από αυτά τα ήρεμα, τα άσπρα που μοιάζουνε σαν ξέφτια από το μπλε σεντόνι του ουρανού, αλλά από τα άλλα που μοιάζουν σαν παλιά γκρι μπαλώματα φθαρμένα από τον καιρό που κάνουνε ένα ξαφνικό χράαατς και σκίζονται. Και τότε αφήνουν να ξεχυθεί από μέσα τους όλο το νερό που δεν άντεξαν να συγκρατήσουν..
Κι αυτή είχε μέσα της πολύ βροχή… Μεγάλωνε μετρώντας φθινόπωρα γεμάτα ξαφνικές μπόρες. Κάτι μέσα της γεννούσε μια λύπη, μια στενοχώρια που δεν ήξερε από που ερχότανε… Απλωνότανε σιγά σιγά στο στήθος της σαν χλιαρό νερό κι αυτή ήταν ένα δοχείο που γέμιζε αργά κι όσο η στάθμη ανέβαινε τόσο ένοιωθε τη λύπη να μεγαλώνει κι αυτή να πνίγεται … Ώσπου το νερό έβρισκε διέξοδο στα μάτια, έκανε ρυάκια στα μάγουλα, μαζεύονταν στις παλάμες και σε τσαλακωμένα μαντήλια και τέλος στέγνωνε με έναν αναστεναγμό και την ανακούφιση μιας γέννας. Μετά ήταν πάλι όλα καλά… Ήταν απολύτως φυσιολογική… Μόνο που «αυτό» το ξαφνικό γιουρούσι της λύπης και την κατάληξή του δεν μπορούσε να το προβλέψει, να το σταματήσει, να το κρύψει… Την είχε του χεριού του…
Ώσπου συνάντησε … τους άλλους !

Συμμαθητές στο ίδιο δημοτικό. Εκείνη ήταν πολύ ψηλή για την ηλικία της και η δασκάλα την είχε βάλει στο τελευταίο θρανίο. Ήτανε όμορφη με κατάξανθες μακριές κοτσίδες και γκρίζα μάτια, ίδια με τα σύννεφα που έκλεινε μέσα της. Η κυρία Ελβίρα, η δασκάλα τους, ήταν μια χοντρή μεσόκοπη γυναίκα με κλαρωτά ταγέρ, ραμμένα όλα στο ίδιο πατρόν, που τους είχε πει ότι θα τους πήγαινε μέχρι την Τετάρτη τάξη και μετά θα τους παρέδιδε σε άλλον δάσκαλο γιατί θα έπαιρνε σύνταξη.
Όταν ένα πρωί μετά το πρώτο διάλειμμα την έπιασε «αυτό» τρομοκρατήθηκε. Έριξε την κασετίνα κάτω και έσκυψε κάτω από το θρανίο τάχα για να την βρει ενώ τα δάκρυα της θάμπωναν τα μάτια. Καθώς αργούσε η διπλανή της τη βαριά ασυγχρόνιστη ανάσα της και το λυγμό κι έσκυψε να δει.
-Κυρία, η Όλγα κάτι έχει… Είναι κάτω και κλαίει…
Η κυρία Ελβίρα μάταια προσπάθησε να μάθει τι είχε. Η φωνή είχε στεγνώσει στο λαιμό της και σε λίγο στέγνωσαν και τα μάτια της.
«Αυτό» ερχόταν πάνω στο μήνα, μια φορά στο δίμηνο…Κρατούσε τόσο λίγο όσο χρειαζότανε για να γελάσουν τα παιδιά με την «κλάψα», το βλαμμένο που τα έμπηγε στα καλά καθούμενα. Η κυρία Ελβίρα είχε αρχίσει να εκνευρίζεται με την περίπτωσή της κι όταν συνέβαινε δεν ασχολούτανε πλέον, απλά το άφηνε να τελειώσει όμως ενημέρωσε την μητέρα της που είπε ότι η Όλγα είναι περίεργο παιδί και αυτή είναι μια ακόμα παράξενη αντίδρασή της για να τραβάει την προσοχή.
Έτσι η κυρία Ελβίρα έδειχνε ανοχή στα πειράγματα των συμμαθητών πιστεύοντας πως αυτή η αντιμετώπιση θα την βοηθούσε να ξεπεράσει το πρόβλημα.

Την ίδια τύχη είχαν όμως και κάνα δυο άλλοι διαφορετικοί της τάξης. Η Ειρήνη είχε έρθει από τον Πόρο. Πρώτη χρονιά στην πόλη, δεν είχε φίλους, ήταν ξένη. Πάντα φορούσε ρούχα με τσέπες. Χειμώνα – καλοκαίρι το αριστερό της χέρι το είχε κουλουριασμένο σφιχτά μέσα στην τσέπη. Η Ειρήνη είχε γεννηθεί με το αριστερό χέρι ατροφικό. Τα δάχτυλα, εκτός από τον αντίχειρα ήταν όλα μικρά όσο ενός μωρού και παραμορφωμένα. Όσο κι αν προσπάθησε να το κρύψει κάποια στιγμή κάποιος το είδε, το σφύριξε στους άλλους, έγινε σούσουρο και από κει και πέρα η Όλγα έπαψε να έχει όνομα και την φώναζαν «η τσέπη».
Όπως φώναζαν και τον Μάρκο «εικοσιτρία» γιατί δεν μπορούσε να προφέρει όλα τα γράμματα του αλφαβήτου. Το ρο γι’ αυτόν ήτανε βήτα, το καράβι καβάβι , η βροχή ββοχή κλπ.
Η πρώτη τάξη κύλησε γι’ αυτούς μέσα στην περιφρόνηση, κρυμμένοι μέσα σε τσέπες και νοτισμένα μαντήλια, εξευτελισμένοι μέσα στη απώλεια των χαμένων «ρ» της παιδικής κι όχι μόνο βαρβαρότητας. Με την κυρία Ελβίρα να κανακεύει και να επαινεί τούς άριστους, να σηκώνεται όρθια και να χαιρετά με χειραψία τον πατέρα του άριστου Διαμαντόπουλου που ήταν τραπεζικός υπάλληλος και πρόεδρος στο σύλλογο γονέων και κηδεμόνων και να συνεχίζει να διορθώνει τα γραπτά της όταν την επισκεπτόταν καμιά αγράμματη μάνα, πετώντας της μόνο ξερά παράπονα, διώχνοντάς την στο πεντάλεπτο λόγω έλλειψης χρόνου.

Το φθινόπωρο της επόμενης χρονιάς προβλεπότανε να κυλήσει στο ίδιο μοτίβο.
Ο Μάρκος όμως είχε άλλα σχέδια. Στο διάλειμμα πλησίασε την «Κλάψα» και την «τσέπη» και τους είπε ότι το απόγευμα θα τις περίμενε «στα τρία πεύκα», ένα τεράστιο οικόπεδο-αλάνα για να τους πει κάτι σπουδαίο.
Πήγε και περίμενε με λιγοστές ελπίδες αλλά ήρθαν κι οι δυο τους στο ραντεβού.
Κάθισαν σε κάτι πέτρες κάτω από τα πεύκα και τον κοίταζαν καθώς βημάτιζε προετοιμάζοντας την «εισήγηση» του.
Κάποια στιγμή που σταμάτησε, τις κοίταξε κατά πρόσωπο και κοκκινίζοντας είπε γεμάτος πάθος:
-Εγώ δεν μποβώ να είμαι έτσι. Δε μ΄ αβέσει… Θέλω να έχω φίλους, θέλω να έχω παβέα..
Εσάς σας αβέσει που μας κοβοϊδεύουν και καθόμαστε καθένας μας μόνος του στο πβοαύλιο στα διαλείμματα;
Τα κορίτσια συμφώνησαν ότι ήταν άδικο όλοι να παίζουν και να γελάνε και μόνο αυτοί οι τρείς να μένουν μόνοι και βουβοί.
-Εγώ λέω , συνέχισε ο Μάρκος, να φτιάξουμε τη δική μας παβέα. Με ξέβετε…δε λέω το βο…και λοιπόν; Ξέβω να γβάφω όλα τα γβάμματα, μ’ αβέσει να παίζω και να γελάω..
Εσάς δε σας αβέσει; Εσύ Όλγα δεν με πειβάζει να κλαις όποτε θες, δε θα σε κοβοϊδεύω, κι εσύ Ειβήνη αμα θες να γίνουμε αληθινοί φίλοι δεν πβέπει να κβύβεις το χέρι σου. Βγάλτο και δείξτο μας και μη το ξανακβύψεις.
Το κορίτσι με δισταγμό έβγαλε το ατροφικό χέρι από την τσέπη και τους το πρότεινε. Η Όλγα το πήρε μέσα στην παλάμη της και το περιεργάστηκαν με παιδική περιέργεια που δεν είχε μέσα της κακία. Μετά τη βάλανε στη μέση και κρατώντας ο ένας το χέρι του άλλου τρέξανε γύρω από τα πεύκα γράφοντας με τα ίχνη των παπουτσιών τους πάνω στο χώμα τον πρώτο κύκλο μιας φιλίας που θα τους έδενε για μια ζωή.

…..

Όταν χτύπησε το τηλέφωνο κόντευε μεσημέρι. Η θάλασσα είχε πάρει ένα μπλε σκούρο χρώμα και ρυτιδώνονταν από κύματα.
-Ενοικιαζόμενα δωμάτια «Μαϊστράλι» παρακαλώ…
-Έλα Ειβήνη, δεν σ΄ ακούω καθαβά…μ΄ ακούς;
-Ναι Μάρκο σ΄ ακούω, τι κάνεις ;
-Όλα καλά. Ο Μάνος και τα παιδιά καλά;
-Όλα μια χαρά… Εσύ;
-Καλά είμαι. Με πήβε χτες το ββάδυ ο Κοσμίδης…Τον θυμάσαι στο σχολείο που καθότανε στο δεύτεβο θρανίο κι έγβαφε από ββαδύς την οβθογβαφία στο τετβάδιο κι όλο έπαιβνε δέκα , μέχρι που τον ανακάλυψε η Ελβίβα και τον σάπισε στο ξύλο; Λοιπόν έχουν κανονίσει συνάντηση συμμαθητών. Δεν ξέβω τι θα κάνεις, κανόνισε με τον Μάνο, με την αδελφή σου, με όποιον θέλεις τέλος πάντων και πάρε το καβάβι κι έλα . Πήβα και την Όλγα κι είναι μέσα.
-Νομίζω θα τα καταφέρω, αυτή είναι νεκρή περίοδος …θα τακτοποιήσω κάποια θέματα και πιστεύω να τα καταφέρω.
-Ενημέβωσέ με, με ποιο δβομολόγιο θα έβθεις για να σε πεβιμένω στο λιμάνι. Φιλιά.
Όταν έφτασαν στην κοσμική ταβέρνα τα περισσότερα τραπέζια ήταν γεμάτα. Τακτοποιήθηκαν σ’ ένα τραπέζι κάπως απόκεντρο κι άρχισαν να χαζεύουν. Κυρίες με βαμμένα μαλλιά οι περισσότερες, κάποιες με έντονο μακιγιάζ και μελετημένα κοσμήματα και ρούχα με κλεφτές ματιές επιζητούσαν την επιβεβαίωση. Τα πάλαι ποτέ αγόρια πιο χαλαρά με γεμάτο ποτήρι στο χέρι συζητούσαν ζωηρά και ξεσπούσαν σε γέλια χτυπώντας ο ένας τον ώμο του άλλου. Έφαγαν κι αυτοί τις μπριζόλες τους και με το κρασί τους στο χέρι πήραν με τη σειρά τα τραπέζια να χαιρετίσουν, να αλλάξουν δυο κουβέντες με τους παλιούς συμμαθητές. Κανά δυο μονάχα έδειξαν να χαίρονται που τους ξαναβλέπανε. Κάτι άλλοι άρχισαν να μιλούν μόνο για τους εαυτούς τους, για την πετυχημένη καριέρα τους, τον επίσης επιτυχημένο γάμο τους, τα πανέξυπνα παιδιά τους, τα μεταπτυχιακά τους , τα εξοχικά τους στα νησιά και τα ρετιρέ τους στην πόλη, για τις υψηλές γνωριμίες τους και τις πολιτικές τους διασυνδέσεις…
Κάποια στιγμή ο Βασιλειάδης πήρε το μικρόφωνο κι άρχισε να μιλάει για κείνη την εποχή και για την «υπέροχη κυρία Ελβίρα» που τους έμαθε τα πρώτα γράμματα. Μάλιστα κάλεσε τους παρευρισκόμενους να διηγηθούν περιστατικά που θυμόντουσαν από κείνα τα χρόνια.
Κοιτάχτηκαν μεταξύ τους… Αυτά που είχαν να διηγηθούν αυτοί θα τους χάλαγαν τη βραδιά. Εξάλλου ούτε που θα τους καταλάβαιναν. Γι’ αυτούς παρέμεναν η «κλάψα», ο «εικοσιτρία» κι η «τσέπη».
-Κοβίτσια τέλειωσε το μνημόσυνο. Είχα μια ελπίδα ότι μποβούσαν να αλλάξουν…αλλά … Εγώ ξενέβωσα.
-Κι εγώ, είπε η Όλγα …άντε να φύγουμε…
-Δεν κατάλαβες, την έκοψε ο Μάρκος. Τώβα αβχίζουν τα καλά. Πάμε αλλού… Στο «πεβιβόλι του ουβανού» τβαγουδάνε βεμπέτικα κάτι φίλοι… Θα αφήσω εγώ τα κοβίτσια μου να φύγουν ξενεβωμένα;
Πιάστηκαν από τα χέρια όπως παλιά και χάθηκαν μέσα στη νύχτα…
Αυτοί που δεν χωρίζουν γιατί ξέρουν να ξεχωρίζουν τα αληθινά..!