Μένω με μια συγκάτοικο. Στην πραγματικότητα εκείνη με έχει κατοικήσει..
Δεν ξέρω πως ήρθε κι από που, όμως σε κάθε στάδιο της ζωής έχει την ίδια ηλικία με μένα, και μοιάζουμε σα δυο σταγόνες νερό.
Δεν τρώει, δεν πίνει, δεν κουράζεται, δεν κοιμάται…
Με μάτια ορθάνοιχτα με κοιτά και μου μιλά με μια φωνή που έχει τη βουή των κυμάτων. Ανεβαίνει από το διάφραγμά μου και σκάει στο κεφάλι μου, σαν σε υδατοφράκτη.

Τη θυμάμαι να παίζουμε μαζί με τα πρώτα κουζινικά, να κάνουμε μπάνιο μια φαλακρή κούκλα κι αργότερα με ένα μολύβι να μου μαθαίνει να κάνω στρογγυλό το όμικρον και να μετρώ τα δάχτυλα των χεριών μου.
Να με μαλώνει που ζηλεύω τα ακριβά παιχνίδια, την ομορφιά και τη δύναμη των άλλων και να μου λέει να σταθώ στα λιγνά μου πόδια, να τα γυμνάσω, να γίνουν γερά γιατί θα έχω να περπατήσω πολύ δρόμο.
Με παρακολουθεί να κάνω ζαβολιές σαν παιδί.
Μεγαλώνω και μαζί μου ψηλώνει κι αυτή. Κουνάει το κεφάλι της μπροστά στο ναρκισσισμό μου, αποδοκιμάζει την επιπολαιότητά μου, είδε μαζί μου το πρώτο ερωτευμένο φεγγάρι, μου κράτησε το χέρι στην πρώτη πληγή.
Με σπρώχνει στις αγκαλιές των αγαπημένων μου να μαζέψω συναισθήματα για να έχω τις μέρες που θα είναι σκληρές και άνυδρες.
Μου είπε : πήγαινε κόντρα στη γραμματική και μη γράφεις ποτέ με κεφαλαίο το «εγώ», ακόμα κι αν είναι στην αρχή της πρότασης. Το έψιλον θα γίνει τεράστιο και το γάμα θα γίνει τριχιά και θα σε δέσει για πάντα στη σκιά του. Το ωμέγα θα γίνει η χειροπέδη σου και δεν θα περάσεις ποτέ στο «εμείς». Προσπαθώ να την καταλάβω…
Με είδε να γεννώ παιδιά και να αποχαιρετώ αυτούς που φεύγαν δίνοντας ένα νόμισμα στον βαρκάρη της Αχερουσίας.
Να στρώνω μεγάλα γιορτινά τραπέζια και να βάζω μπέικιν πάουντερ και μαγιά για να φουσκώσει το επιδόρπιο της αγάπης.
Μια μέρα με έπιασε απ΄ τα μαλλιά και με έσυρε μπροστά στον καθρέφτη .
-Κοίτα, μου είπε, κοίτα ποια είσαι… Όχι ποια νομίζεις, ούτε ποια πλασάρεις στους άλλους…
Ποια στ΄ αλήθεια είσαι!!!

Όσο πιο πολύ κοίταζα τόσο τρόμαζα… Έβλεπα ρυτίδες και ουλές, σπίθες μελαγχολίας και τρέλας, ζήλια , θυμό κι εμπάθεια, φόβο, πόνο κι ανασφάλεια. Μικρές κοιμισμένες ελπίδες κάτω από τα βλέφαρα και παγωμένα χαμόγελα στις άκρες των χειλιών.
Όμως όσο πιο πολύ καθόμουνα μπροστά στον καθρέφτη τόσο συνήθιζα την εικόνα κι ο τρόμος λιγόστευε… Έμαθα να αντέχω την εικόνα μου, να προσπαθώ να την σουλουπώσω… Πηγαίνω πλέον μόνη μου μπροστά στον καθρέφτη. Αρχίζω να ομορφαίνω…
Η συγκάτοικος μου έδωσε ένα κουτί με ραφτικά που είχε μέσα βελόνες και καρφίτσες, κουμπιά και φερμουάρ, μεζούρα και ψαλίδι, μιας και από τα «πρέπει» που μου φορέσανε άλλα μου ήτανε φαρδιά κι άλλα δε με χωρούσαν… Στρώθηκα κι εγώ να τα διορθώσω για να μπω μέσα τους.
Πήγα μαζί της σε διαδηλώσεις, πίστεψα σε μεγάλα λόγια κι όταν είδα πως η εξουσία πάντα έκανε κολεγιά με την κατάχρηση κι ο πλούτος ήτανε πάνω από το δίκιο έσκισα τις σημαίες μου κι έκλαψα πικρά.

Τώρα αφουγκράζομαι τα μουγκρητά των θηρίων και η γρήγορη ανάσα μου ενώνεται με τις ανάσες των άλλων θηραμάτων.
Εκείνη, τώρα πια που με έμαθε να λέω «ευχαριστώ» και «συγνώμη», μου χαμογελά συγκαταβατικά και με παρακολουθεί να ψάχνω τους θεούς και τους δαίμονές μου, τις φωτεινές και τις σκοτεινές μέρες μου .

‘Όταν θα έρθει η μέρα που θα αποφασίσει να με αφήσει, δεν θα μπορώ ούτε θα θέλω να την εμποδίσω. Θα χαμογελάσουμε και θα χωρίσουμε όπως δυο φίλοι πιωμένοι μετά από ένα γλέντι.
Θα ανοίξει την πόρτα και θα φύγει γυμνή έχοντας για προπομπό μια νυχτερίδα.
Κάτω από το μαξιλάρι μου θα έχει αφήσει ένα όνειρο. Με το που θα χαθεί πίσω από την πόρτα θα έχει πάρει μαζί της τον ήχο και το φως. Σ΄ αντάλλαγμα θα μου έχει χαρίσει την ελαφράδα ενός φτερού και θα βρεθώ να αιωρούμαι αέναα σε έναν τόπο χωρίς συντεταγμένες, όπου ο χρόνος δεν θα έχει κανένα νόημα.