Η κόρη σκούπιζε το τρίτο πάτωμα του αρχοντικού, τον τελευταίο όροφο, που ’χε παράθυρα ανοιχτά, χωρίς κάγκελα και βιτρό, παρά μόνο φύλα ξύλινα που τα σφράγιζαν το χειμώνα για να μην μπαίνουν οι αέρηδες από τον Αϊ -Λια και μουσκέψει η βροχή τα σανιδένια πατώματα. Τον ιδρώτα της στέγνωνε το αεράκι που ερχόταν φρέσκο από τις κορυφές των Κασταναριών, κατά κει που προσηλωμένο έστεκε θαρρείς το σπίτι του ανδρός της, ενώ μιμίτσια, ανεμώνες και τ’ αυτί του λαγού, άνθη ταπεινά, μύρωναν τις κατηφοριές της πλαγιάς. Ήταν Άνοιξη και τα χελιδόνια ισοκρατούσαν τη μελωδική της φωνή, που η ηχώ της σιγοντάριζε τα ευτυχισμένα τους τιτιβίσματα με τραγούδια του αφορεσμένου Επισκόπου Μελετίου, καθώς μουρμούραγαν στα καφενεία οι γεροντότεροι, τότε που στα χρόνια τα παλιά έπεσε σ’ έρωτα βαθύ ο Δεσπότης τους, κι όντας ποιητής, έγραφε τα «ερωτικά του» για να ξορκίσει το δαίμονα που τον κατέτρωγε τις νύχτες. Μα το ξύρισμα δεν τ’ απέφυγε και τον αφορεσμό.

Δεκάδες χελιδονοφωλιές, καρφωμένες σαν τις απλίκες στα δοκάρια και στις γωνιές γέμιζαν από νεοσσούς και φτεροκοπήματα φέρνοντας κάθε Απρίλη την άνοιξη στο αρχοντικό, στήνοντας ένα τρελό χορό με πρίμα μπαλαρίνα εκείνη τη χρονιά την αλαφροπάτητη κυρά του. Με τις στάμνες έφερνε νερό από τη βρύση του Χαλκιά και με σαπούνι χειροποίητο έπλενε τα πατώματα από τις κουτσουλιές. Όταν αρραβωνιάστηκε τον Γεργάνα, όρος απαράβατος ήταν να δεχτεί και τούτη την παραξενιά του «σαλεμένου» του χωριού, μα να που τον ποθούσαν οι καλύτερες κυράδες, ίσως για το «μυστήριο» που ασκούσε πάντα τη γοητεία του στο θηλυκό μυαλό. Μα ο Γεργάνας, κοντά στην παραξενιά του, ήταν και ψηλός, ομορφάντρας, μερακλής, ο καλύτερος κουρέας στην Κοινότητα. Άριστος μπαρμπέρης ξεπροβόδιζε γαμπρούς σε γάμους, μα ξαπόστελνε και περιποιημένους τους νεκρούς τους στον άλλο κόσμο. Με την κασέλα του κρεμασμένη στους ώμους, τα σαπούνια, τα ψαλίδια, τις πετσέτες και τα λεπίδια, γέμιζε παράδες τις τσέπες του και συντηρούσε το σαράι με τα δεκατρία δωμάτια και τα πουλιά, κληροδότημα από τη μάνα του. Έτσι είχε όλα τα φόντα για να παντρευτεί την καλύτερη κόρη του χωριού. Και το πέτυχε, καθώς το κορίτσι τον αγάπησε τρελά, μια μέρα που ο ερωτικός χορός της συνάντησε τα δικά του χνάρια πάνω στο χορτάρι να μαζεύει τα κοχύλια από αλάβαστρο, εκεί που τα ορμητικά νερά τις άνοιξες και τα καλοκαίρια αποτραβούσαν την ορμή τους από τα λιωμένα χιόνια κι έκανε την έξοδο της άμμος χρυσή, νησίδα για τα πουλιά και περαταριά για τους τολμηρούς.

Ανάσα της ο Ποταμός. Κόρη του κάμπου, περνούσε ατέλειωτες ώρες στην αριστερή του όχθη. Αργυροδίνης κατά τον Όμηρο, Σαλαβριάς κατά την Άννα Κομνηνή, ασκούσε έλξη στα πράσινα μάτια της Νησώς, που έχωνε βαθιά στην άμμο τις λευκές της πατούσες κοιτώντας τους πελαργούς, που κροτάλιζαν ερωτικά καλώντας το ταίρι τους. Έπλενε τις δαντέλες και τα μεσοφόρια της, τα αυριανά προικιά της που ύφανε κοπελούδα στον αργαλειό κι ονειρευόταν τον καλό της που στεκόταν στην απέναντι όχθη, ιδεατή μορφή των οραμάτων της. Γύρω της τα χαχανητά των κοριτσιών χάνονταν στις λεύκες, καθώς αθώες έφηβες έπαιζαν και χόρευαν ασταμάτητα, συνεπαρμένες από την ελευθερία που τους χάριζε η ανεμελιά, μακριά από τα βλέμματα των πατεράδων τους. Όμως εκείνη προχωρούσε ένα βήμα παραπέρα, καθώς έστεκε Νύμφη ασάλευτη και αθώα και κοίταζε την απέναντι όχθη κρατώντας την πνοή της, νιώθοντας τον πόθο να κατακλύζει τα λαγόνια της. Κι ήταν ο Γεργάνας που άπλωσε γεφύρι και τρύπωσε σαν τις καλαμιές στις δικές της όχθες και πλημμύρισε ποτάμι ο έρωτας το κάτασπρο κορμί της. Με νερό του ποταμού τη ράντισαν νυφούλα, για να ’χει καλοτυχιά στη νέα της ζωή. Τώρα κυοφορούσε το σπόρο του στα σπλάχνα της και κοιτούσε τα μικρά αυγά που ’σπαζαν μ’ ένα απαλό «κράτς» το τσόφλι τους καθώς κεφαλάκια νεοσσών την χαιρετούσαν με το ξημέρωμα της μέρας. Τότε εκείνη χάιδευε την κοιλιά της και έπιανε το τραγούδι σαν άλλη χελιδομάνα απλώνοντας τα χέρια της, φτερά ανοιγμένα, κλώθοντας γύρους με τα ψαλιδωτά πουλιά που μοιράζονταν την ευτυχία τσιρίζοντας γύρω της.

Οι χωριανοί σταυροκοπιούνταν κι έλεγαν να τους βγει σε καλό τόση μαγεία που στέριωσε στο βουνό τους και σα μαγνήτης τους τραβούσε και τους εξαΰλωνε σε παραδείσους με νεράιδες και ξωτικά και ποτάμια ευφρόσυνα.
Ήταν 10 τ’ Απρίλη του 1935, όταν φωνή στριγκή έσεισε τους τοίχους του σπιτιού και ξύπνησε τον Γεργάνα, που έπιασε τη γυναίκα του κουβάρι στα σεντόνια να χτυπιέται από τον εφιάλτη.
-Είδα πουλιά, πολλά πουλιά να ’ρχονται στην κάμαρα και ρύζι που ’πεφτε απ’ τον ουρανό. Ήταν μικρά χελιδονάκια μα και κόρακες, όμως εγώ με απλωμένη την παλάμη τα τάιζα όλα. Ώσπου βγήκα από την κάμαρα στον εξώστη που δεν είχε πάτωμα και σχοινοβατούσα στο κενό με τα ακροδάχτυλα να ισορροπούν στα δοκάρια. Κάτω έχασκε βαθύς γκρεμός έτοιμος να με ρουφήξει, σαν τις δίνες που ’βλεπα μικρή στον ποταμό. Σε φώναζα Γεργάνα μου, μα το χέρι σου δε το ’φτανα για να σωθώ. Και με ρούφηξε η λασπουριά του νερού που ανέβαινε ως τα παραθύρια μας.
Ο Γεργάνας αγκάλιασε τους πάλλευκους ώμους, που τους τράνταζε κλάμα και λαχάνιασμα μαζί, και πήρε το «θησαυρό» του αγκαλιά. Την φιλούσε και την χάιδευε και της έδινε λόγο παρηγορητικό μέχρι που τα τρομαγμένα βλέφαρα, αποκαμωμένα πια, τα σκέπασε ο ύπνος μέσα στην αγκάλη του. Η ανησυχία σαν φίδι τρύπωσε από κείνη τη στιγμή στην ψυχή του κι έγινε κρυφός θυμός. Αν κάποιος άπλωνε το χέρι στη γυναίκα του θα τον έσφαζε σαν αρνί με το λεπίδι του.

Ο Κλεάνθης κατέβαζε το ένα ποτήρι μετά τ’ άλλο στου Δανιήλ το μαγαζί. Χήρος από χρόνια, ότι έβγαζε από τις πραμάτειες στα γύρω χωριά, πουλώντας κρεμμύδια και πατάτες, τα μπεκρόπινε στα καπηλειά του χωριού. Ύστερα, γυρνώντας στη φαμελιά του, ξυλοφόρτωνε κατά το συνήθειο τα παιδιά κι αφού έκανε σαματά, έπεφτε ξερός στο κατώι μέχρι το ξημέρωμα. Τα ορφανά του συντηρούσε η καλοσύνη της γειτονιάς και δυο θειες από το σόι, που ανέλαβαν να ταΐζουν το μοναδικό θηλυκό της οικογένειας, τη Λένη, από τότε που ο μονάκριβος γιος πήρε των ομματιών του και ξενιτεύτηκε. Όταν η Λένη παντρεύτηκε, ο Γεργάνας ξύρισε το γαμπρό κι ύστερα με τον Κλεάνθη, αλαλιασμένοι κι οργιαστικοί οι δυο τους, λούστηκαν απ’ την κορφή ως τα νύχια στο κρασί και κυλίστηκαν ξεφαντωμένοι στις αυλές. Ο μπαρμπέρης ήταν ο μοναδικός φίλος που τον συντρόφευε, -αλλοπαρμένοι κι οι δυο απ’ τα μικράτα τους γύριζαν τον κόσμο ανάποδα-, μα από τότε που παντρεύτηκε την κόρη του Γιαλά, τη Νησώ, έκοψε το κρασί. Έτσι έμεινε μονάχος ο Κλεάνθης κι ούτε που ξαναπάτησε στους συμπέθερους μετά το γάμο της θυγατέρας του. Μόνον όταν έμαθε ότι η κόρη του γέννησε το πρώτο αρσενικό, ξέθαψε ένα τούρκικο φλουράκι που το ’χε η συγχωρημένη κεντημένο στο κεφαλομάντηλο και κίνησε κατά τον πάνω μαχαλά να κεράσει τον εγγονό. Μπροστά του ορθώθηκε η θεια-Ευδοξία, η προξενήτρα του χωριού, και τον απόπεμψε από την αποκοτιά. Ήταν ντροπής, του ’λεγε, να πατήσει στο ζευγάρι και να μαγαρίσει λεχώνα γυναίκα με τις λέρες του. Μανιασμένος εκείνος πήγε και το ’παιξε στο χαρτί κι όσοι παράδες ξέμειναν έγιναν ναρκωτικό και μέθη στο λαβωμένο του μυαλό.

Ήταν τότε που ‘σκασε σα βόμβα το νέο στο χωριό και οι καμπάνες του Αι-Θανάση χτυπούσαν πένθιμα ανατριχιάζοντας το βουνό. Η γυναίκα του Γεργάνα έπεσε με καλπάζουσα και μέσα σε μέρες πέθανε. Ο Γεργάνας έχασε τη γης κάτω απ’ τα πόδια του. Νησώ φώναζε και Νησώ δεν έβλεπε. Τα πατώματα γέμισαν κουτσουλιές στον πάνω όροφο και κείνος άδραχνε τη σκούπα της κι έδιωχνε αφηνιασμένος τα πουλιά. Έχασε γυναίκα και παιδί μέσα από τα χέρια του. Πήγαινε και κοιμόταν πάνω στον τάφο μερόνυχτα ολόκληρα, ώσπου του σάλεψε ο νους κι αποτρελάθηκε. Ανακάλυψε νεκροφάνεια που του ’γινε εμμονή. Την άκουγε που βογκούσε μέσα απ’ τα χώματα και τον καλούσε να την σώσει, παράδερνε ο δύστυχος μέσα στις παραισθήσεις του. Πότε στο ποτάμι και πότε στα μνήματα την έβλεπε ολόρθη, να τον καλεί ο υγρός εαυτός της στο φως του φεγγαριού απλώνοντας τα χέρια, μα σαν κινούσε να την πιάσει, κείνη του γλιστρούσε στα βουνά. Τότε άρχισε τις μηνύσεις του γιατρού, του παπά, του νεκροθάφτη, των επιτρόπων. Οι μήνες περνούσαν, το σπίτι του αράχνιαζε κι άρχισαν να τον αποφεύγουν ακόμη κι οι συγχωριανοί του. Η λύπη τους μετατράπηκε σε φόβο, σαν να προαισθάνονταν ότι το κακό δε θα τέλειωνε στον τάφο της γυναίκας του.

Ήταν παραμονές του αγίου Κωνσταντίνου και Ελένης, όταν ο Κλεάνθης σκνίπα στο μεθύσι συνάντησε κάτω από τον πλάτανο, στη βρύση του Δεσπότη, τον αλλόφρονα Γεργάνα.
– Εσύ είσαι ρε που ξεθάβεις τους τάφους και ψάχνεις για αρχαία; Εσύ μου πήρες τη γυναίκα στο βουνό; Ο Κλεάνθης ζαλισμένος μπήκε στο παιχνίδι του.
– Εγώ ρε, την έχω στο καρβουναριό και να δεις χαρές που κάνει σαν με βλέπει!
– Κόπιασε να σε ξουρίσω, να σε χαρεί περσότερο απόψε.. ξεστόμισε αφρισμένος ο Γεργάνας.
Μαζί ετοίμασαν το σαπούνι και το νερό και ο Κλεάνθης φόρεσε μόνος του την πετσέτα γύρω απ’ το λαιμό. Ο σαλεμένος τον σαπούνισε και τον ξύρισε προσεχτικά. Και κει που του ’κανε τα καμώματά του με στριγκή φωνή και του τραγούδαγε.
Μπαρμπέρη τα μπαρμπέρια σου
γι’ ακόνα τα , για τρόχα τα
γι’ ακόνα τα, γι’ ασήμωστα
σε μαρμαρένια πλάκα…….
– Κάθαρμααα… ούρλιαξε! Και του κοντράρισε το λεπίδι στο λαιμό.
Η αστυνομία έψαξε για το φονιά μα δεν τον βρήκε πουθενά. Άλλοι είπαν πως χάθηκε στα Κασταναριά και τον έφαγαν στον πόλεμο οι Γερμανοί, άλλοι πως κάποιοι τον έπνιξαν κρυφά μες στο πηγάδι, άλλοι πως τον είδαν αντάμα με την γυναίκα του ξαπλωμένους στην όχθη του ποταμού. Εκείνος, λέει, της χάιδευε τα μαλλιά και κείνη λευκοφορούσα, με το στόμα μωβ από το φως της πανσέληνος, του τραγούδαγε για μιαν αγάπη που δεν πρόλαβε ν’ ανθίσει
Ίσως ο Έρωτας αυτός, κάπου αλλού, σε κόσμους μακρινούς, να αναπαυότανε καλύτερα.

Σημείωση : Πηγές της Ιστορίας που έχει ψήγματα αλήθειας το βιβλίο της Βάσιας Σολωμού Ξανθάκη: ο γάμος, οι διηγήσεις της μητέρας μου εξ Αμπελακίων και κάποια γεγονότα – συμπτώσεις.  Έχει δημοσιευθεί στην Ελλάδα και το εξωτερικό.