Η κυρία Μαρία ήταν καλοπαντρεμένη. Θυμάμαι τον άντρα της, βέρος αστός, με μπαστουνάκι, πλατύγυρο καπέλο και κοστούμι να βγαίνει από την εξώθυρα του τριώροφου για τον απογευματινό του περίπατο. Είχαν μια κόρη, που τα ίχνη της έχασε η γειτονιά, την κ. Μαρία όμως δεν ξέχασε ποτέ.
Για τα παιδικά μου μάτια η γυναίκα αυτή ήταν απόκοσμη, ίσως και αλλοπαρμένη, τώρα που το σκέφτομαι… Ντυμένη στα μαύρα, είχε χτίσει μια παραγκούλα με νοβοπάν στην παρακείμενη αυλή και ζούσε ως κατά κόσμον μοναχή. Οι τοίχοι ήταν ολόγυρα πνιγμένοι στις εικόνες, ενώ σε μικρή απόσταση υπήρχε ένα “σημείο” , ένα πηγάδι, που με όραμα της σκάφτηκε, για να αποκαλυφθεί η εικόνα της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος.

Με την αφέλεια και την καθαρότητα των παιδικών μου χρόνων, χτύπησα την πορτούλα της παράγκας της και με θράσος της πρότεινα ένα απόγευμα να της ψάλλω τον Εσπερινό! Μαζί μου είχα και “χορό” ιεροψαλτών, τα αλάνια της γειτονιάς. Σταθήκαμε όλοι με προσοχή και ό,τι ξέραμε, από το “Πάτερ ημών”, το “άγιος ο Θεός” και ό,τι έκλεψε το παιδικό αυτί μας από τις Κυριακές και σχόλες, της το κατέβασα, ποιος ξέρει σε τι ήχο και με τι παραφωνία!!
Όμως εκείνη ήταν ατάραχη και εμείς νιώθαμε την ιεροπρέπεια του χώρου. Δεν τολμήσαμε ποτέ να αμφισβητήσουμε και να περιγελάσουμε την ασκητικότητα της παραγκούλας, η οποία μας έμπαζε σε κόσμους μυστικούς και που η παιδική μας θρησκευτικότητα ορμέμφυτα μας οδηγούσε.

Δεν θυμάμαι ούτε τη λαλιά της, ούτε την κορμοστασιά της. Για μένα παρέμεινε η γυναίκα με τα μαύρα, με το ιλαρό πρόσωπο και το γερμένο σώμα πάντα σε στάση προσευχής. Δεν θυμάμαι ούτε το θάνατό της… Έμαθα μεγάλη πια, πως στον πόλεμο… ειδοποίησε τους γειτόνους να απομακρυνθούν από τα σπίτια τους. Μάλιστα “διείδε” τα σημεία που θα έπεφταν οι βόμβες των Γερμανών. Από τότε η γειτονιά της χρωστούσε πολλά…
Και της το ‘κανε το χατίρι. Της έστησε το ναΐσκο, που ονειρευόταν πάντα και ήταν η επιθυμία της ως τα στερνά της ζωής της. Σήμερα άνοιξε τις πύλες του και η γειτονιά ξαναμάζωξε ευχαριστιακά τα παιδιά της, χάρη στο πέρασμα αυτής της άγιας γυναίκας από τα μέρη μας.