Πρωινό Σαββάτου, η Μένια, καθισμένη στην κουζίνα, έπινε τις τελευταίες γουλιές του καφέ της. Στο σπίτι επικρατούσε ησυχία. Ο μικρός κοιμόταν του καλού καιρού. Ο Κώστας ξυριζόταν στο μπάνιο. Η Κρέμα, η σιαμέζα γάτα, σουλατσάριζε στη βεράντα, αποφεύγοντας επιδέξια τα υγρά της μέρη. Δεν ήθελε, επ’ ουδενί, να μουσκέψει τις βελούδινες πατούσες της. Η βροχή έπεφτε σιωπηλά κι ακατάπαυστα.
Τράβηξε κάτω από το πιάτο την διπλωμένη χαρτοπετσέτα. Την άνοιξε. Ήταν απαλή στο άγγιγμα και κατάλευκη. Αποδεχόμενη την πρόκληση της στιγμής, έγραψε πάνω της μερικούς στίχους για τη βροχή και το χρώμα της. Γι’ αυτό κυρίως. Γαλάζιες λέξεις απλώθηκαν πάνω στο άσπρο με θέμα το γκρίζο…

Τα μικρά πεζά και τα ποιήματα που, σε στιγμές έμπνευσης έγραφε η Μένια, ζούσαν ελάχιστα. Τα κατέστρεφε σχεδόν αμέσως, πετώντας τα στα σκουπίδια ή καίγοντας τα στο τζάκι. Είχε αποφασίσει πως δεν έπρεπε να ασχοληθεί με την συγγραφή. Εκείνη ήταν φιλόλογος. Το επάγγελμά της της επέτρεπε να προσεγγίζει διαφορετικά την τέχνη του λόγου και τα έργα που γεννιόταν από αυτή. Είχε το προνόμιο αλλά και την υποχρέωση να «βλέπει» το κάθε κείμενο από μέσα. Το μελετούσε, το ανέλυε σχολαστικά, το αξιολογούσε. Ένιωθε πως, ενώ ήταν στο πλευρό των συγγραφέων και ποιητών, συνάμα, βρισκόταν και απέναντί τους. Ο καθένας στο μετερίζι του, λοιπόν.

Το δροσερό άφτερ σέιβ του Κώστα απλώθηκε στο χώρο σαν θαλασσινή αύρα.
«Τη λίστα για το σούπερ γράφεις;» τη ρώτησε ανέμελα.
Τον κοίταξε ξαφνιασμένη. Κι όμως. Η ερώτηση ήταν αυτή που θα έκανε ένας, απόλυτα, φυσιολογικός άνθρωπος. Γιατί τί άλλο θα μπορούσε να γράψει κανείς, πρωινό Σαββάτου, εκτός από τη λίστα του σούπερ;
«Ναι», του απάντησε, κρύβοντας το ημιτελές ποίημα κάτω από το κεραμιδί ράνερ. «Αυτή ακριβώς».
«Ωραία. Πάω να ντυθώ».

Η Μένια, μετά από μια γρήγορη επιθεώρηση σε ντουλάπια και ψυγείο, έγραψε τη λίστα. Σ’ ένα ριγωτό, ανθεκτικό χαρτί, κατάλληλο για λίστες. Χωρίς δεύτερη σκέψη, τσαλάκωσε την χαρτοπετσέτα και την πέταξε στον κάδο των απορριμμάτων. Δεν ήθελε να μπερδευτεί και να την πάρει, κατά λάθος, μαζί της. Θα κινδύνευε έτσι να βρεθεί περιπλανώμενη στους διαδρόμους του σούπερ μάρκετ, αναζητώντας στα ράφια του λέξεις. Λέξεις σπάνιες, μοναδικές και ασυνήθιστες, ικανές να περιγράψουν τα πιο λεπτά ανθρώπινα συναισθήματα. Λέξεις που θα τη βοηθούσαν να ολοκληρώσει το πρωινό ποίημά της. Το θνησιγενές.

Μάζεψε τα ξανθά μαλλιά της σε σφιχτό κότσο και φόρεσε τα αθλητικά της. Έριξε στην τσάντα της τη λίστα.
«Κατεβαίνω», φώναξε στον Κώστα.
«Έρχομαι», απάντησε εκείνος, καθυστερώντας επίτηδες.

Άκουσε τα βήματά της στη σκάλα κι έπειτα την πόρτα του αυτοκινήτου να κλείνει. Άνοιξε τον κάδο. Βρήκε το χαϊκού ποίημα της βροχής ανάμεσα σε κάψουλες εσπρέσο και φλούδες πορτοκαλιού. Πήρε το κουβαριασμένο χαρτί στο γραφείο του. Το ίσιωσε προσεκτικά αλλά δεν το διάβασε. Θα το έκανε κάποια άλλη στιγμή, όταν θα μπορούσε να του αφιερώσει το χρόνο που, σίγουρα, άξιζε. Σημείωσε στην κάτω δεξιά άκρη του την ημερομηνία και το έβαλε μέσα στον μαύρο φάκελο με το λάστιχο. Εκεί φύλαγε τα γραπτά της Μένιας, όσα δηλαδή είχε καταφέρει να διασώσει. Αυτός, ο απόλυτα φυσιολογικός άνθρωπος, είχε την ελπίδα πως εκείνη, κάποτε, θα άλλαζε γνώμη…