Όταν μιλάμε για την υγεία και το δημόσιο σύστημα, το ΕΣΥ, θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας δύο πράγματα.
Το πρώτο λέγεται πάντα, αλλά αξίζει : Το δημόσιο σύστημα υγείας (και τους ανθρώπους του) και τα μάτια μας. Για λόγους ουσιαστικούς και συμβολικούς.
Γιατί από εκεί ξεκινάει και τελειώνει η ζωή όλων μας, κυριολεκτικά.
Γιατί – ακόμα και με τις ελλείψεις και τα στραβά του – σε αυτό βρίσκουμε μια θέση όλοι. Πλούσιοι και φτωχοί, ντόπιοι και ξένοι, μόνοι και με οικογένεια.
Γιατί η Ε., παιδί από την επαρχία, με εργατική και μεταναστευτική καταγωγή, δεν θα έβρισκε πουθενά αλλού θεραπεία επί επτά μήνες. Ούτε και η κυρία Μ., ηλικιωμένη, με άνοια, μόνη στον κόσμο, φιλοξενούμενη σε γηροκομείο.
Γιατί αν δεν είναι καθολική και ισότιμη η πρόσβαση στην υγεία, με άλλα λόγια η ισότητα απέναντι στη ζωή και στο θάνατο, δεν έχει νόημα να συζητάμε για τίποτε άλλο.
Γιατί το ΕΣΥ έχει ανθρώπους που κάνουν κάθε μέρα μικρά θαύματα σε πολύ αντίξοες συνθήκες.

Το δεύτερο που σκέφτομαι είναι ότι -λόγω της καθολικότητας που προανέφερα- ο θάλαμος του νοσοκομείου είναι μια σπουδή στην πολλαπλότητα της ανθρώπινης φύσης.
Γιατί όταν κάποιος ή κάποια μοιράζεται (αναγκαστικά από πολύ κοντά) τις μέρες νοσηλείας το θάλαμο του νοσοκομείου, τους συγγενείς τους που πέρασαν από εκεί και τις άπειρες αντιφάσεις καθεμίας και καθενός. Θεούσες, χούλιγκαν των γηπέδων, καμαριέρες φανατικές με την ελεύθερη αγορά και τον Μητσοτάκη, απόλυτα ορθολογιστές και υπέρμαχοι των εμβολίων που μεταλαμβάνουν (!) μετά από επέμβαση, «λαϊκά» κορίτσια που φέρονται ως μαλακισμένες «μεγαλοκυρίες» όταν τύχει να έχουν ένα μέσον, πραγματικά πονεμένοι μετανάστες που παρηγορούν τους καλομαθημένους προνομιούχους, γιατρούς που δηλώνουν απολίτικοι, αλλά θα ήμασταν τυχεροί αν οι μισοί πολιτικοί (πρωτίστως της Αριστεράς) τους έμοιαζαν λίγο.
Απ’ όλα έχει ο μπαξές. Τα καλύτερα και τα χειρότερα, τα πιο αναμενόμενα και τα πιο απρόσμενα. Όλα στο ίδιο πρόσωπο…

Κι μετά απ’ όλα αυτά, σκέφτομαι τη συζήτηση για τις εκλογές και τις δημοσκοπήσεις. Γιατί αστοχούν. Γιατί ενώ ο ένας «πέφτει», ο άλλος δεν «ανεβαίνει». Γιατί ψήφισαν ως «μεσαία τάξη» οι επισφαλείς των 700 ευρώ. Γιατί βρίσκουν θέση στο ελληνικό και σε άλλα κοινοβούλια απίθανοι τύποι που θεωρούμε ότι ανήκουν στο περιθώριο.
Και νομίζω ότι αν πρόκειται να ανανεώσουμε τα εργαλεία μας, πολιτικά και επιστημονικά, πρέπει να ξανασκύψουμε πάνω στους ανθρώπους. Να καταλάβουμε την περίπλοκη ζωή και τις αντιφατικές τους απόψεις και ταυτότητες. Να ζήσουμε μαζί τους και ανάμεσά τους. Όχι με τους φίλους μας, με την κλειστή κοινότητά μας, φυσική η ψηφιακή. Με τους άλλους. Ακόμα και με αυτούς που μας ξαφνιάζουν ή και που κάνουν το στομάχι μας να γυρνάει. Κυρίως με αυτούς.

Σκέφτομαι πως και η πιο εκλεπτυσμένη στις μεθόδους της ποιοτική έρευνα (τα γνωστά focus groups) είναι χρήσιμη, αλλά δεν μπορεί να υποκαταστήσει για ένα κόμμα της Αριστεράς την καθημερινή αλληλεπίδρασή του με τους ανθρώπους. Κι ότι αυτός ακριβώς είναι ο ρόλος των μελών του. Να είναι παντού, ως ο δίαυλος για να φτάνει όχι μόνο η “γραμμή” του κόμματος στην κοινωνία, αλλά πολύ περισσότερο για να φτάνει η εικόνα της κοινωνίας στο κόμμα. (Προφανώς δεν είναι καμία σοφία αυτό. Είναι η πατροπαράδοτη πρακτική όλων των οργανώσεων από καταβολής – αριστερού τουλάχιστον – κόσμου. Αλλά καλό είναι να τη θυμόμαστε).

Δανάη Κολτσίδα