Κάθε πρωί καθόταν στο παράθυρο και κεντούσε. Με το βλέμμα αγκάλιαζε τα παιδιά στην αλάνα και τα δάχτυλά της μπερδεύονταν επιδέξια με νήματα και κλωστές. Δαντέλες και σεμεδάκια φύτρωναν στις παλάμες της. Απ’ τις κατσαρόλες της μια γλύκα σκορπιζόταν στην γειτονιά. Σιρόπια και μαρμελάδες και βύσσινο γλυκό – πότισαν τα πλακάκια. Περνάς απ’ έξω κι ακόμη μυρίζει. Κι ας μην υπάρχει πια κουζίνα. (Δεν έτρωγε ποτέ της γλυκά. Μόνο τα μοίραζε στα παιδιά που ιδρωμένα μετά το παιχνίδι τρέχανε στην πόρτα της για νερό.)
Στα μαλλιά της τώρα κάθονται πουλιά.
Το σπίτι δεν έχει παράθυρα κι η καρέκλα της βουλιάζει σιγά σιγά στο μωσαϊκό. Κινούμενη άμμος ο χρόνος, καταπίνει μνήμες και βήματα. Απ’ το ταβάνι πέφτουν σοβάδες και στις γωνίες φυτρώνουν αυτά τα μικρά κίτρινα ανθάκια που κανείς δεν ξέρει πώς τα λένε, γιατί κανείς ποτέ δεν στάθηκε να τα βαφτίσει. Θα τα πω Αθηνές. Έτσι έλεγαν κι εκείνη. Νομίζω.