“Σήμερα απ’ το πρωί στη λειτουργία μνημόνευσα ονόματα πεθαμένων, που πέρασαν το όριο αυτής της πρόσκαιρης ζωής. Μνημόνευσα πρόσωπα προσφιλή και άγνωστα σε χαρτάκια ευπρεπώς κομμένα και ονόματα γραμμένα σε μορφή στίχων σαν ποιηματάκια. Μετά το τέλος της λειτουργίας, άρχισα να συνομιλώ με πεθαμένους ποιητές για τη μορφή και το περιεχόμενο των στίχων τους.

Η Έλσα – μετονομασθείσα Μαρία μοναχή – μου μίλησε για το γνωστό ιερέα που την είδε να ξεδιψά με μπύρα στην οδό rue de Montparnasse στο Παρίσι και θύμωσε. Μου εξήγησε ότι η πράξη της αυτή, δεν ήταν παρά μια ποιητική ανταλλαγή του θανάτου κι όχι καταφρόνια του σχήματος. Λίγο καιρό αντάλλαξε τη θέση της στο στρατόπεδο συγκέντρωσης μ’ ένα κοριτσάκι και κοιμήθηκε ήσυχα. Ο ιερέας, που θύμωσε τότε, όταν έμαθε το γεγονός άρχισε να τη μνημονεύει σε κάθε λειτουργία δακρυσμένος.

Αυτό το κοριτσάκι το συνάντησα- λίγο αργότερα -στα ώριμα ποιήματά του, που μου απήγγειλε η ίδια από στήθους. Καθόμασταν αντικριστά στο τραπέζι της κουζίνας μου, μ’ ένα τασάκι ανάμεσά μας, όπου ακουμπούσε όλη τη στάχτη του πόνου της. Συνέβαινε το εξής θαυμαστό : κάθε φορά που μου ιστορούσε ένα ποίημά της, έβγαινε απ’ το στόμα της ένα μικροσκοπικό χαρτάκι και μου το έδινε.

Έτσι σήμερα έχω απτές αποδείξεις – για να μη με περάσετε για παράφρονα – όλα τα σαλιωμένα χαρτάκια με τα ποιήματα…”