Η Κλειώ, στα δέκα της, δεν θύμιζε ούτε στο ελάχιστο τα παιδιά-αγγελούδια των καρτ ποστάλ με τα χρυσά μαλλιά, τα ρόδινα μάγουλα και τα γαλάζια μάτια. Εκείνη ήταν ένα χαριτωμένο σκαθάρι. Μελαχρινό και μικροκαμωμένο, με γλυκό μουτράκι και πανέξυπνα μάτια. Ήταν το μικρότερο από τα πέντε παιδιά της οικογένειας Οικονόμου γι’ αυτό και το πιο χαϊδεμένο. Ιδιαίτερη αδυναμία της είχε ο Πέτρος, ο πρωτότοκος αδερφός, δεκαεννιά χρόνια μεγαλύτερός της. Εκείνη, απλώς, τον λάτρευε. Ο Πέτρος, ένας κούκλος με πράσινα μάτια, είχε πρόσφατα παντρευτεί και έμενε δίπλα ακριβώς από το πατρικό. Η γυναίκα του, η Μένη, ήταν όμορφη σαν φρεγάτα. Ψηλή και ξανθιά. Ήταν επίσης εξαιρετική νοικοκυρά και μαγείρισσα. Η Κλειώ, δεν πολυσυμπαθούσε τη νύφη της, παρά τις τόσες χάρες της. Την έβρισκε ξινή και ψηλομύτα. Τη ζήλευε και λίγο γιατί αναγκαζόταν να μοιράζεται μαζί της την αγάπη του αδερφού της. Ανάλογα ήταν και τα αισθήματα της Μένης. Η μικροσκοπική της κουνιάδα ήταν ένα ζιζάνιο, ένας κακός μπελάς που δεν άφηνε σε ησυχία άνθρωπο και που είχε το νου της διαρκώς στις σκανταλιές. Σ’ αυτές μάλιστα, συνήθιζε να εμπλέκει και την μεγαλύτερη αδερφή της, τη δωδεκάχρονη Αθηνά, πιστή και αχώριστη συντρόφισσά της. Εκείνη ήταν ήσυχη και υπάκουη, όμως, η Κλειώ εύκολα κατάφερνε να την κάνει συνεργό στις παρανομίες της.
Νωρίς απόγευμα Σαββάτου, οι δυο τους καθόταν μόνες στην αυλή. Η Αθηνά ξεφύλλιζε ένα περιοδικό και η μικρή, ταλέντο και στη ζωγραφική, σκιτσάριζε στο μπλοκ το γάτο τους. Η Μένη βγήκε από το σπίτι της, τις χαιρέτισε βιαστικά και συνάμενη κουνάμενη, έφυγε για το κομμωτήριο. Θα έβγαινε το βράδυ με τον άντρα της και ήθελε να κάνει τα μαλλιά της κότσο μπανάνα, χτένισμα που τότε, στα τέλη του πενήντα, ήταν πολύ της μόδας. Η Κλειώ σκέφτηκε πως οι συνθήκες ήταν ιδανικές για περιπέτεια. Ο Πέτρος κάπου έλειπε, η Μένη ξουτ, οι γονείς επίσκεψη σε φιλικό σπίτι μαζί με την Έλσα και τον Τίμο, άρα… το πεδίο ελεύθερο.
«Σήκω», είπε σκουντώντας την Αθηνά. «Θα κάνουμε διάρρηξη».
«Τι θα κάνουμε;» ρώτησε σαστισμένη εκείνη.
«Διάρρηξη, παιδάκι μου! Θα μπούμε στο σπίτι της Μένης να πάρουμε το γλυκό κεράσι, να το ρημάξουμε».
«Έχουμε κι εμείς γλυκό κεράσι, ξέρεις».
«Ξέρω. Αλλά της Μένης είναι καλύτερο. Σήκω!»
«Εγώ δεν μπαίνω στο σπίτι».
«Καλά, θα μπω εγώ. Εσύ θα φυλάς τσίλιες».
«Κι από πού θα μπεις;»
«Από πίσω, από το παραθυράκι του μπάνιου. Πάμε στην αποθήκη να φέρουμε τη σκάλα».
Η Αθηνά ήξερε πως όταν μια ιδέα έμπαινε στο κεφάλι της αδερφής της δεν έβγαινε αν προηγουμένως δεν γινόταν πράξη. Την ακολούθησε ξεφυσώντας. Κουβάλησαν τη σκάλα, την έστησαν στον τοίχο και η Κλειώ σκαρφάλωσε και γλίστρησε από το μικροσκοπικό παράθυρο στο μπάνιο. Έτρεξε στην κουζίνα, πήρε το βάζο από το ντουλάπι, βούτηξε και ένα κουτάλι της σούπας και ξαναβγήκε. Κάθισαν με την Αθηνά κατάχαμα στο ζεστό τσιμέντο κι έφαγαν με απόλαυση μερικές κουταλιές από το γλυκό.
«Φτάνει τόσο», είπε η Αθηνά. «Αν φάμε περισσότερο η Μένη θα το καταλάβει».
Η Κλειώ συμφώνησε. Μπήκε ξανά στο σπίτι, έβαλε βάζο και κουτάλι στις θέσεις τους και πήρε το δρόμο της επιστροφής. Φτάνοντας όμως στο μπάνιο και βλέποντας τη μπανιέρα με όλα τα χαριτωμένα μπουκαλάκια απλωμένα τριγύρω, της ήρθε μια άλλη φαεινή ιδέα. Έβγαλε το κεφάλι της απ’ το παραθυράκι και ανακοίνωσε στην αδερφή της πως θα έκανε ένα μπανάκι.
«Εσύ, αν δεις τίποτα, σφύρα», είπε στην Αθηνά που έφευγε κουνώντας το κεφάλι της με απογοήτευση.
Όσο η μπανιέρα γέμιζε με νερό εκείνη επιθεώρησε τα καλλυντικά της Μένης. Δοκίμασε κρέμες και αρώματα. Έβαψε και τα χείλη της με το κόκκινο κραγιόν με γεύση φράουλα. Έπειτα βούλιαξε στους μυρωδάτους αφρούς και απόλαυσε το μπάνιο της με μάτια μισόκλειστα. Πριν φύγει δεν παρέλειψε να σκουπίσει τα νερά και να τακτοποιήσει το χώρο.
Η Μένη επέστρεψε από το κομμωτήριο με έναν κότσο μπανάνα σκέτο αριστούργημα. Δυστυχώς για την Κλειώ, πήρε αμέσως μυρωδιά τη «διάρρηξη». Ο αέρας μοσχοβολούσε από το άρωμά της, η μπανιέρα ήταν υγρή, όπως και οι πετσέτες και τα πράγματά της δεν ήταν ακριβώς εκεί όπου τα είχε αφήσει. Εξοργισμένη, βγήκε στην αυλή και φώναξε τη συνήθη ύποπτο για ανάκριση.
«Μπήκες στο σπίτι μου όσο έλειπα;» τη ρώτησε αυστηρά.
«Όχι βέβαια!» αρνήθηκε την κατηγορία η Κλειώ, παίρνοντας και το ανάλογο, έκπληκτο, ύφος.
«Μπήκες!»
«Δεν μπήκα!»
«Μπήκες και λες και ψέματα, παλιοθήλυκο!»
Η Κλειώ έμεινε άναυδη με τον χαρακτηρισμό. Κανείς δεν της είχε ξαναμιλήσει με τέτοιο τρόπο. Κατακόκκινη από θυμό, όρμησε πάνω στη Μένη σαν αγριεμένη γάτα. Στόχος τα καλοχτενισμένα της μαλλιά. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα ο υπέροχος κότσος μπανάνα είχε καταντήσει κότσος σαλάτα.
«Άμα θες, τόλμα να με ξαναπείς παλιοθήλυκο!» της φώναξε ιδρωμένη, σπρώχνοντας την Αθηνά που την τραβούσε. «Τρίχα δεν θα σου αφήσω!»
Πάνω στην ώρα έφτασε κι ο Πέτρος. Η Μένη, μόλις τον είδε, έβαλε τα κλάματα. Η Κλειώ το έβαλε στα πόδια. Έτρεξε στην κρεβατοκάμαρα των γονιών της και σφηνώθηκε κάτω από το φαρδύ κρεβάτι. Σε λίγο τα καλογυαλισμένα παπούτσια του αδερφού της μπήκαν στο δωμάτιο.
«Κλειώ βγες έξω να μιλήσουμε», της είπε σε ήρεμο αλλά αυστηρό τόνο.
«Μια χαρά τα λέμε κι από δω», του απάντησε εκείνη και βολεύτηκε καλύτερα στη θέση της.
«Βγες! Μην με αναγκάσεις να λύσω το κρεβάτι!»
«Άμα βγω θα με δείρεις;»
«Σε έχω δείρει πολλές φορές για να σε δείρω τώρα;»
Η αλήθεια ήταν πως δεν την είχε δείρει ποτέ. Αποφάσισε, λοιπόν, να βγει για να ξεμπερδεύει. Ας έτρωγε και καμία. Έπρεπε να πάει και στην τουαλέτα. Από το άγχος της κατουριόταν απίστευτα. Στάθηκε μπροστά του με μάτια χαμηλωμένα σαν θλιμμένη Παναγία.
«Λέγε τώρα τι έγινε», είπε ο Πέτρος σηκώνοντας το πηγούνι της με το δάχτυλο και υποχρεώνοντάς τη να τον κοιτάζει στα μάτια. «Και χωρίς τις γνωστές σου σάλτσες, παρακαλώ».
«Εντάξει, χωρίς…», συμφώνησε εκείνη και με συντομία του είπε τα καθέκαστα.
«Τόσο κακό ήταν, βρε Πέτρο, που έκανα ένα μπάνιο στο σπίτι σας; Αφού ζήλεψα! Γιατί εμείς, στο δικό μας, μπανιέρα δεν έχουμε!» πρόσθεσε στο τέλος με παράπονο.
Ο Πέτρος, κρυφογελώντας, έβγαλε από την τσέπη του τα κλειδιά. Πήρε ένα και της το έδωσε.
«Στο σπίτι δεν θα ξαναμπείς σαν κλέφτρα», της είπε κοιτάζοντας τη με βλέμμα που της έκοψε τα πόδια. «Στο εξής θα μπαίνεις από την πόρτα, σαν κυρία».
Τον αγκάλιασε σφιχτά και τον φίλησε.
«Κυρία», του υποσχέθηκε.
Βγήκε στην αυλή χοροπηδώντας. Κρατώντας στο χέρι της το κλειδί σαν τρόπαιο σπουδαίας νίκης, αναζήτησε τη Μένη. Ήθελε να το κουνήσει επιδεικτικά μπροστά από τη γαλλική της μύτη. Να την κάνει να σκάσει από το κακό της. Εκείνη, δεν της έδωσε τη χαρά γιατί έλειπε. Είχε πάει στο κομμωτήριο να αναστυλώσει τον πολύπαθο κότσο της. Κάθισε στο σκαλί να την περιμένει. Όσο περίμενε, σκέφτηκε ξανά τα λόγια του αδερφού της και την υπόσχεσή της.
«Δύσκολο πράγμα να είσαι κυρία», κατέληξε, έχοντας πάρει τις αποφάσεις της.
Η Μένη, γυρίζοντας, είδε την Κλειώ να ’ρχεται φουριόζα προς το μέρος της και φοβούμενη μια νέα επίθεση οπισθοχώρησε τρομαγμένη, φέρνοντας τα χέρια στα μαλλιά της. Αλλά η Κλειώ δεν είχε τέτοια πρόθεση.
«Μένη, σε παρακαλώ, συγχώρεσέ με που μπήκα στο σπίτι σου κρυφά», είπε πραγματικά μεταμελημένη και με μια ανάσα. «Δεν θα ξαναγίνει. Να, πάρε και το κλειδί που μου έδωσε ο Πέτρος».
«Εντάξει», είπε η Μένη χαμογελώντας. «Συγχωρεμένη. Όσο για το κλειδί… αφού σου το έδωσε εκείνος, να το κρατήσεις».
«Δεν το χρειάζομαι», τη βεβαίωσε η μικρή. Όταν θα έρχομαι για επίσκεψη, θα σου χτυπώ το κουδούνι».