Όταν πέθανε η Στέλλα δεν έμενα πιά στην ίδια πόλη. Πάνω από είκοσι χρόνια είχαν περάσει από το φευγιό μου στα ξένα αλλά τα παλιά είναι σαν τα σύννεφα … σ΄ ακολουθούν παντού και πάντα.
Έτσι κι αυτή, σα σύννεφο πέρναγε που και που μπροστά από τα μάτια μου, μα εκείνο το πρωί της Τετάρτης που ήρθε η είδηση του θανάτου της, η εικόνα της ζωντανή μεσ΄ στη μνήμη μου, με έκανε να δακρύσω.
Μ΄ αρέσουν οι άνθρωποι όπως μ΄ αρέσουν τα βιβλία. Και τα δυο πρέπει να μπεις στον κόπο να τα διαβάσεις αλλιώς δεν δικαιούσαι να πεις γνώμη. Κι εγώ τη Στέλλα την ήξερα μόνο από το εξώφυλλο… Δεν την γνώρισα νέα. Τριάντα Πέντε χρονών έμεινε χήρα με τρία παιδιά. Θυμάμαι το σπίτι της ήταν τρία σκαλιά κάτω από το ύψος του δρόμου, στην ανηφόρα πάνω από το ρέμα, πνιγμένο στο πράσινο. Οι πορτοκαλανθοί συναγωνίζονταν το γιασεμί και τα γκρενά γαρύφαλλα τις φρέζιες και το στόμα της Στέλλας την δυσωδία του βόθρου όταν την έπιαναν τα διαόλια της κι άρχιζε τα «πουστηρλίκια» όπως τα έλεγε, σ΄ όποιον προκαλούσε το θυμό της.

Δεν ήταν έτσι από την αρχή η Στέλλα… Έτσι έγινε για να προστατευτεί, για να επιβιώσει κι αυτή και τα παιδιά της. Νοικοκυρά ήτανε, καλοστεκούμενη, με τα λούσα και τα μπερεκέτια της όσο ζούσε ο συγχωρεμένος. Δούλευε στη ΔΕΗ βλέπεις κι ήταν καλά τα λεφτά που έπαιρνε. Τότε κι αυτή ήταν η κυρία Στέλλα! Από την επόμενη της κηδείας του μακαρίτη έγινε η «Χήρα». Μια λέξη που όταν την έλεγε γυναίκα, πίσω από τον οίκτο της η χαμηλή φωνή έκρυβε μια υπόνοια, μια ανασφάλεια για τον άντρα της, γι’ αυτόν που εκείνη είχε κι η άλλη πρόωρα στερήθηκε κι ίσως ποθούσε κάθε βράδυ κάποιον (ίσως και τον δικό της) να ζεστάνει τα κρύα σεντόνια της. Ένας κρυφός συναγερμός με τη σειρήνα του επέβαλε διαρκή αφύπνιση και επιφυλακή για την διατήρηση των κεκτημένων κάθε παντρεμένης.
Όταν κάποιοι άντρες προφέραν το «Χήρα» η ματιά τους γυάλιζε και η φωνή τους γινόταν χνουδωτή σαν μωρουδίστικη κουβέρτα… Πίσω από τα μάτια τους, μέσα στο μυαλό τους η γυμνή της εικόνα πλασμένη όπως την ήθελαν, έτοιμη να προσφερθεί, στερημένη, ζουμερή και ξαναμμένη τους προκαλούσε να κάνουν το βήμα, να απλώσουν το χέρι και να κόψουν τον ζουμερό καρπό προτού παραγίνει και σαπίσει.

Κάποτε η Στέλλα για να ζήσει τα παιδιά της έκανε μαγαζί το ένα δωμάτιο από το σπίτι, για ένα κουτί σπίρτα ήταν εύκολο να την πλησιάσει ο κάθε λιγούρης. Στο πρώτο στρίμωγμα, στο πρώτο χούφτωμα, η Στέλλα ξέχασε τα κυριλίκια και έθαψε την αδύναμη χήρα που ήταν μέχρι τότε μαζί με τον μακαρίτη. Τα νύχια της γίναν λέαινας και το στόμα της στόμα αλήτη. Όταν πέταξε κάνα δυο με μπινελίκια και νυχιές στα μάγουλα, από το μαγαζί και μαθεύτηκαν τα νέα, κέρδισε την εμπιστοσύνη των γυναικών και το φόβο των αντρών.
Στα τρία χρόνια πέταξε τα μαύρα γιατί δεν ήθελε να μεγαλώσουν τα παιδιά της μέσα στη πίκρα και να ξεχωρίζει η μάνα τους από τις άλλες μανάδες. Φόρεσε στην αρχή τα μπλε και τα καφετιά και μετά τα κλαρωτά με το ντεκολτέ κι όπως ήταν ψηλή και γεμάτη έμοιαζε με εύφορο λόφο γεμάτο οπωροφόρα που ήταν πάνω στην ανθοφορία τους. Το μαγαζί, μια τρύπα όλο κι όλο, γέμιζε σαν σαρδελοκούτι τα βράδια. Ντουμάνι από τα τσιγάρα, το ράδιο να παίζει Καζαντζίδη, η Στέλλα να βγάζει το ούζο, άσπρα στραγάλια και καμιά ελιά και πότε να ανοίγουν οι καρδιές και να στάζουν τα μάτια και πότε τα γέλια να ακούγονται μακριά μέσα στη νύχτα και να θαρρείς πως βγήκαν ξωτικές και κρυμμένες στα σοκάκια γελάνε με των φτωχών τα πάθια. Κι όταν ο Μανωλάκης έστριβε «το τσιγάρο» κι ερχότανε στο τσακίρ κέφι έπιανε τον μπαγλαμά κι οι νεράιδες και τα ουρί του παραδείσου κάνανε τουμπεκί κι η φωνή της Στέλλας γινότανε κοντραμπάσο και βιολί κι ιστορούσε με καημό της αγάπης το βάσανο και του χαμού το ντέρτι.

Μεγάλωσαν τα παιδιά, μεγάλωσε κι η Στέλλα και τα οπωροφόρα στα φουστάνια άρχισαν να βγάζουν λιγότερα άνθη κι οι συντροφιές στο μαγαζί να γίνονται μικρότερες και να χάνονται οι άνθρωποι στις πολυκατοικίες που κατάπιναν τις ανθισμένες αυλές και φυλάκιζαν τους ανθρώπους, λες και τους τιμωρούσαν για την απερισκεψία τους, μέσα στα τσιμεντένια κουτιά. Το ραδιόφωνο βουβάθηκε κι η τηλεόραση έπαιζε σήριαλ για φόνους και ιστορίες αγάπης. Το μαγαζί έκλεισε, αλλά η συνήθεια της ανοιχτής πόρτας έμεινε στο δωμάτιο, παρόλο που τώρα ήταν το μοναδικό που είχε μείνει στη Στέλλα αφού το υπόλοιπο το είχε μοιράσει στα παιδιά. Από τις τελευταίες εικόνες της που φωτογράφισε η μνήμη την βρίσκει καθισμένη στο τσιμεντένιο σκαλί, μπροστά στην ανοιχτή πόρτα, με τη νυχτικιά να διαβάζει την «Απογευματινή», σχεδόν κρυμμένη ολόκληρη πίσω από τις μεγάλες σελίδες να λέει φωναχτά διάφορες εικασίες για το φόνο που διάβαζε και σαν άλλη Άγκαθα Κρίστι να προσπαθεί να εξιχνιάσει το έγκλημα.

Μια φορά, μέσα στα τόσα χρόνια της απουσίας μου, καθώς πέρασε το σύννεφό της μια μέρα από πάνω μου, τί μου ήρθε και της έστειλα μια κάρτα. Όχι τίποτα σπουδαίο, ένα γειά χαρά και σε θυμάμαι…
Ε, από τότε κάθε Χριστούγεννα και Πάσχα ανταλλάσσαμε κάρτες κι ήταν τόση η χαρά της που είχα μάθει ότι το είχε πει σε όλους τους γνωστούς.
Μια Στέλλα θυμήθηκα σήμερα … που το όνομά της σημαίνει αστέρι…