Η δεσποινίς Λίτσα έμενε σε ένα διώροφο σπίτι σε μια οδό που δεν θυμάμαι αν λεγότανε Αυγής ή Χρυσανθέμων, όπως δεν θυμάμαι και το αριθμό, που σίγουρα θα έχει ξεθωριάσει από τις βροχές και τα λιοπύρια που μεσολάβησαν μέσα στα χρόνια που πέρασαν και που έσβησαν αυτές κι άλλες παρόμοιες πληροφορίες από τον σκληρό μου δίσκο.
Την γνώρισα όταν με πήγε ο πατέρας μου και με έγραψε στο φροντιστήριό της. Ήμουν δέκα χρονών και μου φάνηκε πολύ μεγάλη μέσα στο εμπριμέ της φόρεμα που έκλεινε με περισσή φροντίδα τα παραπανήσια κιλά της και φιλοδοξούσε κάτω από τις φυλλωσιές του να κρύψει κάποια από τα τουλάχιστον σαράντα χρόνια της.

Η φωνή της ζωηρή, το χαμόγελό της αβίαστο και η πράσινη ματιά της σβέλτη πέρασε από τον πατέρα μου σε μένα δημιουργώντας μου προσδοκίες αλλά και επιφυλάξεις.
Η δεσποινίς Λίτσα δίδασκε αγγλικά, στο σπίτι της.
Με το που έμπαινες από την μασίφ σιδερένια πόρτα με το αδιάφανο κρύσταλλο αντίκριζες ένα τεράστιο ξύλινο τραπέζι καλυμμένο με μουσαμά. Γύρω του βρίσκονταν ακροβολισμένες δέκα καρέκλες, αφού μέχρι τόσα παιδιά μπορούσε να περιλαμβάνει κάθε γκρουπ της.
Στον τοίχο που ήταν η πόρτα, ήταν κρεμασμένος ένας μαυροπίνακας, αντιστρόφως ανάλογος στις διαστάσεις με το τραπέζι. Σ΄ αυτόν στρίμωχνε η Δεσποινίς Λίτσα τα καλλιγραφικά της γράμματα.
Το δωμάτιο χωριζόταν από τον υπόλοιπο χώρο με μια διπλή συρόμενη πόρτα που έμενε πάντα κλειστή.
Σ΄ αυτόν το χώρο λοιπόν πέρασα αρκετές ώρες από ένα διάστημα πέντε χρόνων, ξεγελώντας στον ευσεβή πόθο του πατέρα μου να μάθω μια ξένη γλώσσα, πράγμα που δεν επιτεύχθηκε κι έχω γι’ αυτό αποκλειστικά την ευθύνη.

Η διδακτική ικανότητα της Δεσποινίδας Λίτσας ήταν ικανοποιητική και κάποτε γινόταν ενδιαφέρουσα κι ευχάριστη, άσχετα αν εγώ δεν την εκτίμησα στο σωστό timing( αυτή και κάνα δυο άλλες λέξεις ήταν πέντε χρόνια τα χαΐρια μου).
Όλα θα ήταν πιο ευχάριστα και πιο εύκολα για όλους αν δεν υπήρχε μες στο σπίτι η μάνα της Δεσποινίδας Λίτσας που πολλές φορές ερχότανε και θρονιαζότανε σε μια πολυθρόνα και παρακολουθούσε κάθε άλλο παρά διακριτικά το μάθημα.
Ήταν μια γριά συσκευασμένη σε μια ακαθόριστου χρώματος μουντή ρόμπα, με χοντρές ανοιχτόχρωμες καφέ κάλτσες κι ένα γκρι σάλι στους ώμους χειμώνα- καλοκαίρι.
Οι σακούλες των ματιών αντάμωναν τα πεσμένα μάγουλα με τις πτυχές των ρυτίδων κι όλα μαζί κατηφόριζαν προς τα προγούλια δίνοντάς της την όψη γέρικου μπουλντόγκ που χωρίς δόντια πιά δεν ξέρει που να βγάλει τα άγρια ένστικτά του.
Μας κοίταζε γεμάτη μοχθηρία κάνοντας μας παρατηρήσεις αν δεν μιλούσαμε δυνατά ή αν φωνάζαμε, αν είμασταν αδιάβαστοι ή αν είχαμε ξεχάσει ένα τετράδιο, γράφοντας στις παλιές της παντόφλες τις εκκλήσεις της δεσποινίδας Λίτσας να μην παρεμβαίνει. Πάντα είχε την πρώτη και την τελευταία λέξη με το κλασσικό «Πάψε εσύ Ευαγγελία» όπως την αποκαλούσε, ενώ της ίδιας το όνομα δεν το έμαθα ποτέ γιατί η δεσποινίς Λίτσα την αποκαλούσε πάντα μητέρα.

Το γέρικο μπουλντόγκ όταν δεν έκανε πικρόχολες παρατηρήσεις, έκανε περίεργους θορύβους. Κάτι ανάμεσα στον λόξιγκα και στο ρέψιμο την συνόδευε μαζί με μια μυρωδιά από κουνουπίδι μετά από κάθε της ξεφύσημα.
Με την εμπειρία που έχω αποκτήσει τώρα φτάνω στην άχρηστη πλέον διάγνωση πως μάλλον θα είχε οισοφαγική παλινδρόμηση και έκανε σαν χαλασμένη εξάτμιση.
Αν η Μέριλιν Μονρόε φορούσε Σανέλ νούμερο πέντε, η γριά φορούσε κουνουπιδέλ νούμερο εβδομήντα πέντε, όσο θα ήταν και τα χρόνια της.
Η δεσποινίς Λίτσα ήταν θρησκευόμενη. Κάθε Κυριακή πήγαινε στην εκκλησία και ίσως αυτή η έξοδος να την ευχαριστούσε ακόμα περισσότερο γιατί δεν ερχότανε μαζί της το μπουλντόγκ.
Κάθε φορά στην αρχή της βδομάδας μας χάριζε εικονίτσες χάρτινες με αγίους, Χριστούς και Παναγίες και μας ρωτούσε αν πήγαμε κατηχητικό. Αν έκανες το λάθος να της πεις ψέματα την είχες πατήσει, γιατί είχε τις πληροφορίες της από τα μέσα.
Εγώ όμως με εκδικητική χαρά και περίσσιο θάρρος της έλεγα ότι δεν πήγαινα κατηχητικό αρκετές Κυριακές γιατί ο πατέρας μου μας έπαιρνε από το μεσημέρι του Σαββάτου για να πάμε στη Λούτσα όπου είχε φτιάξει ένα μικρό σπιτάκι που αποκαλούσε εξοχικό. Εκείνος τρελαινόταν να πηγαίνει εκεί ενώ εμένα με έσερναν με το ζόρι γιατί δεν ήθελα να πάω. Δεν είχε ρεύμα , δεν είχα παρέα και με έτρωγαν τα κουνούπια… Έτσι τον έδινα κανονικά στην δεσποινίδα Λίτσα που συχνά του έκανε παράπονα που γινόταν εμπόδιο στη θρησκευτική μου εξέλιξη.

Και τα μαθήματα συνεχίζονταν στην αίθουσα με την σιδερένια πόρτα μπροστά μας και τη συρόμενη σφαλισμένη πίσω μας…
Από τις λίγες φορές που άνοιξε η συρόμενη πόρτα ήταν κάποια Χριστούγεννα, ίσως την τελευταία χρονιά που πήγα αγγλικά.
Θα κάναμε γιορτή και η δεσποινίς Λίτσα είχε αποφασίσει να παίξουμε στα αγγλικά την Σταχτοπούτα. Όταν έφτασε η ώρα του casting (…γλωσσομάθεια, όχι αστεία) μου έδωσε το ρόλο της μιας από τις δυο κακές αδελφές! Δεν το χώραγε ο νους μου… Να είμαι ξανθιά, λυγερόκορμη κι εκείνη να δίνει το ρόλο της Σταχτοπούτας στη συμμαθήτριά μου την Μαρουλίτσα που ήτανε κοντή, στρουμπουλή, μελαχρινή με αποχρώσεις μαυροτσούκαλου και σμιχτοφρύδα… Το γεγονός ότι ο ρόλος της ήτανε ένα κατεβατό που δεν επρόκειτο να μάθω στον αιώνα τον άπαντα ενώ ο δικός μου μόλις λίγες σειρές καθώς και το γεγονός ότι ήταν η καλύτερη στο τμήμα το άφηνα να περάσει απαρατήρητο.
Τέλος πάντων ήρθε η ώρα για τις πρόβες και τότε… άνοιξε η δίφυλλη συρόμενη πόρτα και έμεινα με ανοιχτό το στόμα…
Ένας άλλος κόσμος απλωνόταν στο σκοτεινό εκείνο δωμάτιο…

Η δεσποινίς Λίτσα άναψε τα φώτα και φάνηκε η ταπετσαρία με τα λουλούδια που κάλυπτε τους τοίχους. Νόμιζα πως μπήκα σε κήπο…
Κομψές πολυθρόνες κι ένας βαρύς καναπές πλαισίωναν το κεντρικό τραπέζι του σαλονιού, ενώ μικρότερα τραπέζια με λάμπες πορσελάνινες που σκόρπιζαν ένα γλυκό φως βρίσκονταν σε κάθε γωνιά. Ένα ασημένιο σερβίτσιο τσαγιού γυάλιζε σε ένα τραπέζι, τριγυρισμένο με ζωγραφισμένα πιάτα τοποθετημένα σε βάσεις. Παντού παράξενα μαγικά μπιμπελό και μικροπράγματα που ούτε σε πανηγύρι ούτε σε βιτρίνα μαγαζιού είχα ποτέ δει… Ακουμπισμένο στον ένα τοίχο κοιμόταν ήσυχα ένα μεγάλο πιάνο που είχε πάνω του ένα σωρό φωτογραφίες…
Έβλεπα την δεσποινίδα Λίτσα νέα και δροσερή, να μοιάζει σαν να είχε βγει από καρτ ποστάλ εποχής να ποζάρει δίπλα σε έναν άντρα με κοντά παντελόνια και λευκά ρούχα που φόραγε ένα καπέλο σαν κάσκα απ’ αυτά που είδα αργότερα στις ταινίες να φορούν οι Άγγλοι αποικιοκράτες στην Ινδία. Έμοιαζε σαν σπουδαίος αριστοκράτης, σαν πρόξενος ή πρέσβης και δίπλα του πρέπει να ήταν το μπουλντόγκ με λευκά ρούχα και άκαμπτη κορμοστασιά, ίδια η βασίλισσα Ελισάβετ στην ωριμότητά της. Τώρα που τα θυμάμαι είναι σαν να βλέπω σκηνές από το «στέμμα» ή από τον « Πύργο του Ντάουντον». Σίγουρα δεν ήταν στην Ελλάδα…

Υπήρχαν και κάποιες φωτογραφίες που η δεσποινίς Λίτσα ήταν με έναν νεαρό κι όμορφο άντρα. Σέ μερικές αυτή ήταν καθισμένη σε μια πολυθρόνα κι αυτός όρθιος από πίσω της, είχε το χέρι του στον ώμο της. Σε κάποιες άλλες την κρατούσε αγκαλιά από τους ώμους και χαμογελούσαν.
Η δεσποινίς Λίτσα τράβηξε και κάθισε στο μεγάλο σκαμπό μπροστά στο πιάνο κι άνοιξε το βαρύ καπάκι του.
Σταμάτησε για λίγο σιωπηλή και με τα πράσινα μάτια της χάιδεψε μια – μια τις φωτογραφίες πάνω στο πιάνο…
Μετά σαν να ξέχασε ότι είμαστε κι εμείς εκεί άρχισε να παίζει μια μελωδία με το νου φευγάτο σε άλλες εποχές κι άλλα μέρη.
Ξαφνικά σταμάτησε κι είπε αμήχανα :
-Συγνώμη, έκανα λάθος.
Ύστερα άρχισε να μας παίζει χριστουγεννιάτικα τραγούδια που θα πλαισίωναν την γιορτή.
Τόσο πολύ είχα εντυπωσιαστεί από αυτό το παραμυθένιο περιβάλλον και από τη μουσική που αμέσως την συγχώρησα που δεν μου έδωσε τον ρόλο, φτάνει που η παράσταση είχε γίνει αφορμή γι’ αυτή τη μικρή αποκάλυψη. Από κείνη τη μέρα η δεσποινίς Λίτσα είχε πάρει άλλη μορφή στα μάτια μου και το μυστήριό της ήταν μια πρόκληση για την παιδική μου φαντασία.
Πέρασαν πολλά χρόνια, εγώ μεγάλωνα, εκείνη γερνούσε…
Από σπόντα άκουγα πράγματα για την παράξενη αυτή γυναίκα. Άλλοι έλεγαν ότι ερωτεύτηκε παράφορα έναν άντρα (μάλλον αυτόν στις φωτογραφίες) αλλά αρρώστησε αυτός και πέθανε πριν παντρευτούν κι άλλοι πως δεν άφησε η μάνα της τον έρωτά τους να ανθήσει γιατί μετά το θάνατο του άντρα της και την εγκατάστασή τους στην Ελλάδα κρεμόταν αποκλειστικά από την Δεσποινίδα Λίτσα, μιας κι είχαν χάσει το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας τους. Άλλοι έλεγαν ότι τους είχαν δει και στη γειτονιά να κυκλοφορούν αγκαλιασμένοι και να φιλιούνται ερωτευμένοι στο δρόμο και μετά αυτός να χάνεται κι εκείνη να αφήνεται στη θλίψη της.

Σχεδόν την είχα σβήσει από την μνήμη μου την Δεσποινίδα Λίτσα όταν τελείως ξαφνικά κι αναπάντεχα, παντρεμένη πιά κι εγκατεστημένη στην επαρχία πήρα μια κάρτα της.
Μου έλεγε ότι είχε μάθει από τον πατέρα μου για τον γάμο μου και για τον ερχομό του πρώτου παιδιού μου και πως θα ήθελε να το βαφτίσει. Επίσης ότι θα ήθελε πολύ με την πρώτη ευκαιρία που θα ερχόμουν στην Αθήνα να την επισκεφθώ και να τα πούμε από κοντά.
Εγώ ευγενικά της εξήγησα ότι το παιδί ήταν ήδη προγραμματισμένο να το βαφτίσει η κολλητή μου, όσο για την πρόσκληση την αποδέχτηκα και με ελαφριά καρδιά υποσχέθηκα ότι θα πήγαινα να την δω.

Πολλές φορές πήγα στην Αθήνα. Χάρισα ώρες στους γονείς, στον αδελφό μου, στους φίλους μου, σπατάλησα ώρες σε διασκέδαση και σε βόλτες και δεν περίσσεψε ούτε μια ώρα να χαλαλίσω για να χτυπήσω την πόρτα της, να πω ένα γειά. Μονάχα όταν έμαθα ότι η δεσποινίς Λίτσα πέθανε θυμήθηκα την υπόσχεση και ντράπηκα. Και τώρα που γράφω αυτές τις σειρές είναι σαν να βλέπω τα πράσινα μάτια της να με κοιτούν με το παράπονο όλων εκείνων που έτειναν το χέρι προς τους άλλους και το χέρι τους έμεινε μετέωρο, εκείνους που βούλιαξαν μέσα στη σιωπή της μοναξιάς τους και μοιάζανε τόσο πολύ με την Δεσποινίδα Λίτσα που μπορεί να ήξερε φαρσί τα αγγλικά και να έπαιζε υπέροχα πιάνο αλλά για τον εαυτό της δεν κράτησε το happy end ούτε έπαιξε τη μελωδία της ευτυχίας.