Η εικόνα του Αγίου Στέφανου πάνω από το κρεβάτι της. Μια χειροποίητη αγιογραφία με χρυσό στίλβωμα και ένθετα μπρούτζινα καρφιά στις τέσσερες άκρες. «Τον έφερα τον Άγιο από το σπίτι μας σαν με κλείσανε εδώ μέσα τα παιδιά μου», είπε στην επισκέπτρια της ενορίας. «την εικόνα και αυτό το πάπλωμα που σκεπαζόμουν με τον Στέφανο, τον άνδρα μου, όταν ζούσε». Πριν φύγει από το γηροκομείο στην άνω Τούμπα, είχε απλώσει βρακιά σε μία απλώστρα μέσα στο δωμάτιο της. Έξω, έμαθε να μην απλώνει ποτέ, αφού όλο και κάποια τρόφιμος περίμενε να νοικοκυρευτεί. Βγήκε από το δωμάτιο σιγά και άφησε την επισκέπτρια να κοιτάει τα απλωμένα βρακιά.

Μία ώρα μετά, καθόταν σ’ ένα παγκάκι. Στα χέρια της κρατούσε ένα κόκκινο θερμός που άχνιζε. Έπινε αργά. Δίπλα της ένα κλειστό δέμα με διακριτικά αυτοκόλλητα του ΚΤΕΛ Θεσσαλονίκης και το όνομα του μικρού της γιού. Μικροκαμωμένη γύρω στα 70 με ασυνήθιστα πλούσια μαλλιά στους ώμους. Τα μάτια της δύο φουρτουνιασμένες θάλασσες, έτοιμες να αδειάσουν
.«Δεν θα με αναγκάσει κανείς να περιμένω κάτι», μουρμούρισε. Σηκώθηκε με βιάση και απομακρύνθηκε χωρίς το δέμα.
Στην άσφαλτο ένα χτυπημένο περιστέρι ξεψυχούσε. Μια άσπρη γάτα με κίτρινα μάτια περίμενε. Μπήκε στο ψιλικατζίδικο. Η γυναίκα πίσω από τον πάγκο πετάχτηκε όρθια. «Έχετε μέρες να φανείτε, φέραμε τα περιοδικά που ζητήσατε». Έβγαλε το πορτοφόλι και πλήρωσε.
«Το απόγευμα που είναι κλειστά το μαγαζί θα μαζευτούμε πίσω στην αυλή να πλέξουμε. Εάν θέλετε μπορείτε να έρθετε».

Ευχαρίστησε και επέστρεψε στο λευκό δωμάτιο του γηροκομείου. Το δωμάτιο, στεγνό από παιδικές μνήμες και μυρωδιές της νιότης και εκείνη ακόμα μετεωρίζεται ανάμεσα στον άνθρωπο που βλάπτεται και στο αιτιατό του παθήματος του. Λάθος τρόπος να επιβιώσεις και να προχωρήσεις εάν αυτό που θυμάσαι το θεωρείς σημαντικό ακόμα. Το απόγευμα πέρασε να θυμάται. Ήτανε λίγοι μήνες μετά τον θάνατο του Στέφανου, όταν την πείσανε τα παιδιά της να δώσουν το σπίτι αντιπαροχή, να πάρει ο καθένας το μερίδιο της κληρονομιάς του. Εκείνη παραχώρησε τα μέτρα που αναλογούσαν στην κληρονομιά της, για να μεγαλώσουν τα παιδιά της τα δικά τους σπίτια. Με τα ολίγα χρήματα που κράτησε στην άκρη στα χρόνια του γάμου της, φρόντισε να αγοράσει από τον εργολάβο ένα δωμάτιο, να έχει δικό της, στο σπίτι του μεγάλου της γιού. Έμεινε τρία χρόνια μαζί με την οικογένεια του. Φρόντιζε καθημερινά την εγγονούλα της, μαγείρευε, καθάριζε, ώσπου πήγε η μικρή σχολείο. Γκρέμισε η νύφη της το δωμάτιο της, να μεγαλώσει είπε το σαλόνι και βρέθηκε αυτή εδώ.

«Έλα μαζί μου για έναν μήνα στην θάλασσα», της είπε η αδελφή της το επόμενο πρωί, όταν ήρθε να την δει. Έβαλε το ταγιέρ που φύλαγε στην χωνευτή ντουλάπα. Φόρεσε τα λουστρίνια που τρίζανε και βγήκανε αγκαζέ. Στο δρόμο νεραντζιές με ώριμους καρπούς να δίνουν χρώμα στο γκρίζο. Στο φανάρι ένα πρόσφυγας πουλούσε χαρτομάντιλα. «Πρόσφυγας είμαι και εγώ» είπε στην αδελφή της. Δεν της απάντησε, μονάχα την κοίταξε. Ανάψανε κερί στην Αγία Μαρίνα. Καθίσανε στον εσπερινό. Στον γυρισμό σταμάτησαν στο ψιλικατζίδικο να καλησπερίσουν και να κατουρήσουνε.

Δεν πήγε στη θάλασσα. «Δεν ξέρω εάν θα μπορώ να ζήσω ξανά εδώ» μονολόγησε και σκεπάστηκε με το πάπλωμα κατακαλόκαιρο.