Ομολογουμένως δεν μου συμβαίνει συχνά, τριάντα χρόνια στις εφημερίδες με έχουν κάνει δύσκολο. Όμως είναι μερικές φορές που ζηλεύεις πραγματικά τη δουλειά των ξένων συναδέλφων.
Σε κάθε περίπτωση, το αφιέρωμα των New York Times στα τελευταία σχεδόν εννιάμισι λεπτά της ζωής του αδικοχαμένου Τζορτζ Φλόιντ είναι ένα αληθινό μάθημα δημοσιογραφίας – μια συλλογική δουλειά περίπου είκοσι δημοσιογράφων και fact-checkers, που «ξεψάχνισαν», διασταύρωσαν και έλεγξαν εξαντλητικά έναν «ποταμό» υλικού από κάμερες ασφαλείας, από βίντεο και μαρτυρίες αυτοπτών, αλλά και από επίσημα έγγραφα της αστυνομίας και των νοσοκομειακών αρχών.

Κι έτσι μάθαμε τι ακριβώς συνέβη το βραδάκι της 25ης Μαΐου στη Μινεάπολη και οδήγησε αρχικά στην εν ψυχρώ αστυνομική δολοφονία του γιγαντόσωμου 46χρονου Αφροαμερικανού και κατόπιν στις μεγαλύτερες κοινωνικές ταραχές στις ΗΠΑ εδώ και 28 χρόνια.
Ο Φλόιντ, λοιπόν, δολοφονήθηκε γιατί ένας «πρωτάρης» υπάλληλος, ακολουθώντας το πρωτόκολλο, τον κάρφωσε στην αστυνομία ότι αγόρασε ένα πακέτο τσιγάρα δίνοντάς του ένα πλαστό εικοσαδόλαρο. Ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού γνώριζε καλά τον Φλόιντ, που ήταν τακτικός πελάτης: αν ήταν εκείνος στο ταμείο, δεν θα είχε συμβεί απολύτως τίποτε. Όμως η καταγγελία έγινε, και οι δύο πρώτοι αστυνομικοί έφτασαν στο κατάστημα μόλις τέσσερα λεπτά μετά την καταγγελία.

Περιέργως για έναν «κακοποιό», ο μακαρίτης ήταν ακόμη έξω από το ψιλικατζίδικο, χωρίς να απομακρυνθεί – μια ένδειξη ότι το θύμα δεν γνώριζε καν πως το χαρτονόμισμα ήταν πλαστό… Αλλά ήταν μαύρος και μπρατσωμένος και «αντιστάθηκε στη σύλληψη», λέγοντας ότι πάσχει από κλειστοφοβία – ό,τι χρειάζεται για να καταδικαστεί αυθαίρετα σε θάνατο από τους τέσσερις ένστολους εκτελεστές του. Τα βίντεο τον δείχνουν να λέει «I can’t breathe» 16 φορές, προτού λιποθυμήσει, με το γόνατο του ρατσιστή μπάτσου ακόμη στον λαιμό του. Το ασθενοφόρο καθυστέρησε είκοσι λεπτά. Ο Φλόιντ ήταν ήδη νεκρός όταν μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο. Και μετά όλη η Αμερική πήρε φωτιά…

Πηγή : ΕΦ.ΣΥΝ. – Γιώργος Τσιάρας