Είναι πρωί Τρίτης. Ανοίγω το παράθυρο της κουζίνας κι η μοβ πετούνια στη ζαρντινιέρα γράφει στα βελούδινα πέταλά της πως είναι άνοιξη, ο κόσμος έξω είναι φωτεινός και καταπράσινος. Ένα ζευγάρι φίλων τσαλαπετεινών κάνει την προγραμματισμένη χαμηλή πτήση του και προσγειώνεται στο γκαζόν του κήπου τσιμπολογώντας δεξιά κι αριστερά την ίδια ώρα που οι δεκαοχτούρες ρίχνουν βόμβες κουτσουλιών προς κάθε κατεύθυνση. Ο σκύλος μας ο Βίκτωρας περιφέρεται μάλλον νωχελικός κι αδιάφορος.

Το σπίτι είναι άδειο αφού μόλις την προηγούμενη έφυγαν οι επισκέπτες του Πάσχα. Τα παράθυρα ανοίγουν διάπλατα και το πλυντήριο δέχεται σε πλύσεις back to back πετσέτες και σεντόνια, ριχτάρια και ρούχα. Νοιώθω σαν να πέρασε η παλίρροια … Με την πρώτη πλύση στη λεκάνη βγαίνω να απλώσω στο μπαλκόνι. Το άρωμα του μαλακτικού διαχέεται στην ατμόσφαιρα όταν ένας μαύρος μπάμπουρας προσγειώνεται πάνω στην πρώτη απλωμένη πετσέτα και προσπαθεί να βρει νέκταρ παρασυρμένος από τη μυρωδιά της. Απογοητευμένος και ξεγελασμένος φεύγει. Μου θυμίζει τους ανθρώπους και τα όνειρά τους, που τα φουσκώνουν και τα τροφοδοτούν με τόσα σχέδια και τα αφήνουν ελεύθερα στους ουρανούς της αφέλειάς τους μέχρι να ξεφουσκώσουν όσο ο καιρός περνάει κι ο αέρας τους χάνεται από την λασκαρισμένη βαλβίδα του απραγματοποίητου… Κι αυτοί παύουν πια να κοιτούν προς τον ουρανό και περπατούν σκυφτοί στους δρόμους.

Σε απόσταση μερικών δεκάδων μέτρων, στο παραδίπλα σπίτι βλέπω τη γειτόνισσα μου, την κυρά – Ξανθή να κουβαλάει κι αυτή στο μπαλκόνι την λεκάνη με τα ρούχα για άπλωμα.
-Καλημέρα! Τη χαιρετάω φωναχτά με τον συνηθισμένο τρόπο που επικοινωνούμε από μπαλκόνι σε μπαλκόνι. Τι έγινε έφυγαν οι «τουρίστες» και πήρε μπρος το πλυντήριο;
Μου χαμογελά και με αντικαλημερίζει. Το άσπρο της κεφάλι φαίνεται πιο λευκό λουσμένο στο φως.
-Να έρχονται … να γεμίζει το σπίτι! μου λέει κι η φωνή της γελά. Δεν θα πούμε περισσότερα, ποτέ δεν λέμε πολλά.
Θα γεμίσουν τα σχοινιά της και τα δικά μου… Ασπρόρουχα και χρωματιστά ρούχα θα χορέψουν στο φύσημα του αέρα … Εκείνη, τελευταία θα απλώσει τα δικά της τα ρούχα που είναι όλα μαύρα… Μοιάζουν σαν κοράκια στη σειρά, σαν καλιακούδια πιασμένα στο σύρμα που χτυπάνε τα φτερά τους για να ελευθερωθούν κρώζοντας απελπισμένα, κι όμως ήχος δεν βγαίνει…

Είναι κάποιοι άνθρωποι ξένοι που νοιώθεις να έχεις μαζί τους μια σχέση ψυχής. Δεν είναι ξεχωριστοί, ούτε πιο όμορφοι ούτε πιο έξυπνοι ούτε πιο προικισμένοι από τους άλλους. Είναι απλοί σαν ένα ποτήρι νερό, σαν μια φέτα ψωμί, σαν το χαμομήλι… Είναι διαφορετικοί σαν ένα ζευγάρι χειροποίητα παπούτσια μέσα σε μια βιτρίνα με ετοιματζίδικα. Μυρίζεις το φυσικό δέρμα που διαφέρει από το πλαστικό και τη δερματίνη, βλέπεις τη μονοκόμματη σόλα, το δέρμα με τις εξωτερικές ραφές και τη φόδρα στο εσωτερικό τους, τα δερμάτινα βάρδουλα και την κηροκλωστή ή το πετσί στα κορδόνια και ξέρεις πως αν τα αποκτήσεις θα τα έχεις για μια ζωή.

Τέτοια περίπτωση είναι η γειτόνισσά μου. Σαράντα χρόνια σχεδόν σε διπλανά σπίτια και δεν έχουμε πιεί έναν καφέ μαζί… Μονάχος λύκος κι αυτή σαν και μένα δεν σπαταλιέται στα πολλά λόγια και στις ρεβεράντζες. Καλημεριζόμαστε καθημερινά με μια κουβέντα ή ένα νεύμα κι έχουμε ανταλλάξει μετρημένες κουβέντες καθισμένες στη σκάλα της ή στην αυλόπορτά μου. Μέσα στα μάτια της βλέπω την ηρεμία του σίγουρου και την αφοβιά αυτού που έφαγε τη ζωή με το κουτάλι και κουκούλωσε τον πόνο με την κουβέρτα της μοιρασιάς και της προσφοράς που σε κάνει να νοιώθεις λιγότερο μόνος. Έμαθα να διαβάζω τη γλώσσα του σώματός της όταν μένει μόνη και κάθεται στην πορτοκαλί πλαστική καρέκλα, με την πλάτη προς εμάς, όταν είμαστε στο μπαλκόνι, από διακριτικότητα. Ξέρω πως όταν απλώνει τα πόδια μπρος είναι κουρασμένη, όταν κάθεται με τους αγκώνες ακουμπισμένους στα κάγκελα είναι σκεφτική, όταν περνάει τις παλάμες πάνω από το πρόσωπο κάτι θυμάται που την πάει πίσω στο χρόνο… Μπορεί και να μην συμβαίνει τίποτα από όλα αυτά και να είναι μόνο στη φαντασία μου αλλά έτσι την έχω καταλάβει κι έτσι την κρατώ.

Τα Σαββατοκύριακα και τις γιορτές γεμίζει το σπίτι παιδιά, νύφες, εγγόνια κι ανίψια. Ποδοβολητά και φωνές στη σκάλα και στο μπαξέ. Άλλοι να μπαίνουν στο κοτέτσι και άλλοι να παίζουν ξιφομαχία με καλάμια στα αυλάκια με τις μελιτζάνες. Η ψησταριά ανάβει για το μεσημεριανό και αργότερα το μπαλκόνι γεμίζει με ζωηρές φωνές και τους ήχους των φλυτζανιών και των ποτηριών του απογευματινού καφέ. Η πόρτα της κουζίνας ανοιγοκλείνει συχνά κι εκείνη μπαινοβγαίνει και δείχνει τριάντα χρόνια νεότερη. Την καμαρώνω… Όπως την καμαρώνω κι όταν ανεβοκατεβαίνει τη σκάλα της σαν κοριτσάκι, ακόμα και το χειμώνα όταν κρατά μια αγκαλιά ξύλα για το τζάκι. Είναι η ελαφίνα της θεάς Άρτεμης που καθώς η θεά γέρασε κι απόμεινε κλεισμένη στον Όλυμπο χάρισε στην αγαπημένη της δορκάδα, αιώνια σβελτάδα και χάρη.

Παραμονές Χριστουγέννων πάντα χτυπά το κουδούνι και τη βλέπω μπροστά μου με μια κότα, σφαγμένη, ξεπουπουλιασμένη, καψαλισμένη….
-Καλά Χριστούγεννα, μου λέει. Ήρθα τώρα γιατί μετά θα έχουμε κόσμο και δουλειές κι εσύ κι εγώ.
Μου βάζει στα χέρια την κότα λέγοντας πως μόνο οι χωριάτικες κότες κάνουν σούπα της προκοπής και πριν καλά – καλά προλάβω να την ευχαριστήσω, με ντροπαλοσύνη παιδούλας έχει κάνει μεταβολή και βρίσκομαι να την ξεπροβοδίζω στην εξώπορτά. Το Πάσχα το ίδιο σενάριο με τα αυγά …Τακτοποιημένα πάντα σε κουτί για πάστες… Τα καλοκαίρια έξω από την πόρτα η καλή νεράιδα αφήνει σακούλες με ντομάτες, αγγούρια, μελιτζάνες κι ότι άλλο βγάζει ο μπαξές της όπου περνάει τις περισσότερες ώρες. Όσο για ανταπόδοση με το στανιό δέχεται ένα ταπεινό αντίδωρο…
Τις Κυριακές τη βλέπω σενιαρισμένη με τη μαύρη φούστα και τη μακριά ζακέτα, το πορτοφόλι στο χέρι, φεύγει σφαίρα για την εκκλησία. Εγώ δεν πάω ποτέ, εκτός από κάνα μυστήριο, αλλά όταν μου λέει «ο Θεός τα κανονίζει όλα και να μας έχει καλά» και κάτι τέτοια τετριμμένα που ακούγοντάς τα από άλλους θα με άφηναν αδιάφορη, όταν τα ακούω από κείνη, έχει τέτοια θέρμη η φωνή της κι είναι τόσο εύγλωττη η πίστη της που τη σέβομαι και σχεδόν με συγκινεί.

Όταν είναι στο φόρτε οι ελιές η κυρά – Ξανθή είναι στην πρώτη γραμμή. Με γαλότσες, φούστα και φόρμα από κάτω είναι έτοιμη για δράση… Εγώ πάω δυο μέρες κι είμαι ξάπλα και με τα βολταρέν για μια βδομάδα κι εκείνη πάει σερί τρεις – τέσσερεις βδομάδες και δεν καταλαβαίνει τίποτα παρά τις οχτώ δεκαετίες της. Στο κλάδεμα η στολή συμπληρώνεται με άσπρο κεφαλομάντηλο δεμένο πίσω και τότε μοιάζει σαν να βγήκε από κανένα μουσείο κάνοντας σκασιαρχείο από τον πίνακα κάποιου διάσημου ζωγράφου.
Χαρακτηριστικά κι εκφράσεις, μιας ζωής με κόπο, πόνο και χαρά φτιάχνουν το πορτραίτο της όχι σε καμβά, αλλά πάνω σε φύλλα καπνού ή το σκαλίζει ο χαράκτης χρόνος σε κορμό ελιάς.

Έτσι την μελετάω, έτσι παίρνω τα μαθήματα ζωής που μου παραδίδει εν αγνοία της σε ένα πρόγραμμα δια βίου μάθησης όπου το κοντά μερικές φορές μπορεί να σημαίνει αγεφύρωτη απόσταση και το εξ’ αποστάσεως πολύ κοντά.