Αν αλλάξετε τα ονόματα και μερικές λεπτομέρειες, ίσως κάτι σας θυμίσει.
Για πάμε…
Ο Τζέφρι Έπστιν. Πανέξυπνος, πάμπλουτος, αυτοδημιούργητος, χαρισματικός και γοητευτικός.
Ακριβώς ο άνθρωπος που θέλεις στη ζωή σου. Για να στην καταστρέψει…
Ο Έπστιν «αυτοκτόνησε» στο κελί του πέρυσι, λίγες μέρες πριν δικαστεί για τράφικινγκ ανηλίκων.
Οι διωκτικές αρχές προσπαθούσαν να τον τσακώσουν επί δεκαπέντε χρόνια. Τα θύματα επί 25.
Αλλά, το σύστημα τον προστάτευε πάντα. Μέχρι που δεν ήθελε ή δεν μπορούσε να τον προστατεύει άλλο και τον άδειασε με τον πιο τελεσίδικο τρόπο.
Ο -φτωχής καταγωγής- Έπστιν πήγε στο Πανεπιστήμιο, από το οποίο δεν πήρε ποτέ πτυχίο, παρόλα αυτά, όμως, βρέθηκε να διδάσκει Φυσική σε γυμνάσιο.
Όταν αποκαλύφθηκε η πρώτη του αυτή απάτη, όχι μόνο δεν τιμωρήθηκε, αλλά το επόμενο αφεντικό του, μεγιστάνας της Γουόλ Στρίτ, τον προστάτευσε και θεώρησε την καπατσοσύνη του στην απάτη ως προτέρημα.
Και το μεθεπόμενο αφεντικό και ούτω καθ’ εξής.
«Μας ξεγέλασε» – Οι αρωγοί
Πανίσχυροι και ευφυέστατοι άνθρωποι όλοι τους, χρησιμοποίησαν εκ των υστέρων ως κοινή υπερασπιστική γραμμή τη γοητεία του Έπστιν και την «ικανότητά του να χειρίζεται και να ξεγελάει» τους άλλους.
Κλαίγοντας σχεδόν, ομολογούν ότι ήταν λάθος τους να τον βοηθήσουν και περίπου σαν πεντάχρονα που τα ξεγέλασε η μαμά τους κοιτούν το φακό με βουρκωμένα μάτια και ζητάνε εξιλέωση, αποποιούμενοι ουσιαστικά κάθε δική τους ευθύνη.
«Μας κατέστρεψε» – Τα θύματα
Τα θύματα σπάνια κλαίνε. Ξεσπούν συνήθως κάποια στιγμή στο τέλος της διήγησης, η οποία κατά κανόνα γίνεται κλινικά, αποκομμένα.
Ο Έπστιν επέλεγε προσεκτικά.
Κοπέλες -από 13 ετών- με προβληματικά οικογενειακά περιβάλλοντα, ή από φτωχές οικογένειες.
Τις πλήρωνε, τις χειριζόταν, τους έταζε σπουδές και μεγάλη ζωή, τους δημιουργούσε την ψευδαίσθηση ότι νοιάζεται, τις βασάνιζε, τις βίαζε, τις εκβίαζε, τις έκανε πάσα στους φίλους του, τις έβαζε να φέρνουν κι άλλες κοπέλες…
Κάποιες είχαν πειστεί τόσο πολύ που πίστευαν ότι θα τις παντρευόταν.
Οι μαρτυρίες είναι ανατριχιαστικές.
«Ο ταλαντούχος κύριος Έπστιν» – Ο Τύπος
Το 2003 ο διευθυντής του Vanity Fair, Γκρέιντον Κάρτερ, αναθέτει στη ρεπόρτερ Βίκυ Γουόρντ να γράψει ένα κείμενο για τον Έπστιν. Εκείνη σκαλίζει και ανακαλύπτει ότι κάτι δεν πάει καλά. Ανακαλύπτει και τις πρώτες γυναίκες που έχουν -ήδη από το 1995- προσπαθήσει να μιλήσουν για όσα έκανε ο Έπστιν.
Γράφει το κείμενο.
Λίγες μέρες αργότερα βλέπει το δημοσιευμένο κομμάτι.
Κάθε αναφορά σε πιθανά σκάνδαλα έχει παραλειφθεί.
Το δημοσίευμα, που έχει τίτλο «Ο ταλαντούχος κύριος Έπστιν», είναι ένας διθύραμβος και ο Κάρτερ ψελίζει κάτι περί ελλιπών στοιχείων…
«Δεν έχω ξαναδεί τέτοια συγκάλυψη» – Οι διωκτικές αρχές
Το 2005, το αστυνομικό τμήμα του Παλμ Μπιτς ξεκινά τις έρευνες και τη συλλογή μαρτυριών.
Ένας από τους αστυνομικούς λέει ότι καθ’ όλη τη διάρκεια των ερευνών, ιδιωτικοί ντετέκτιβ παρακολουθούσαν τον ίδιο και την οικογένειά του, όπως και τους συναδέλφους του.
Ο αρχηγός του ΑΤ κατηγορεί ευθέως τον εισαγγελέα της Φλόριντα για κωλυσιεργία και συγκάλυψη και καλεί το FBI.
«Δεν πρέπει να έχει ξανασυμβεί κάτι τέτοιο», λέει.
Ο Έπστιν έχει πάρει αυτό που χρειαζόταν:
Χρόνο.
Όταν το FBI μπαίνει στη βίλα του, βρίσκει καλώδια να κρέμονται εκεί όπου κάποτε υπήρχαν υπολογιστές.
Το μόνο στοιχείο που μένει είναι οι μαρτυρίες.
«Ήταν επαγγελματίες πόρνες» – Οι δικηγόροι
Ο Έπστιν προσλαμβάνει το απόλυτο ντριμ τιμ δικηγόρων: Από τον Κένεθ Σταρ, μέχρι τον Άλαν Ντέρσοβιτς, καθηγητή του Χάρβαρντ, τον οποίο κάποια από τα θύματα κατονομάζουν ως έναν από τους βιαστές τους.
«Μοναδικό μας μέλημα είναι το συμφέρον και η φήμη του πελάτη μας», λέει ευθέως στην κάμερα ο Ντέρσοβιτς, «δεν μας ενδιαφέρει το συμφέρον ή η φήμη των αντιδίκων».
Τα θύματα αναφέρονται από την υπεράσπιση ως «επαγγελματίες πόρνες», άσχετο που τέτοιες τις έκανε ο πελάτης τους…
«Leave it alone» – Ο νόμος
Οι δικηγόροι του Έπστιν πετυχαίνουν μια σκανδαλώδη συμφωνία με το κράτος, με τις πλάτες του γενικού εισαγγελέα της νότιας Φλόριντα, Άλεξ Ακόστα.
Ο Έπστιν δηλώνει ένοχος για διευκόλυνση σε πορνεία, τρώει 13 μήνες σε κατ’ οίκον περιορισμό και κερδίζει ασυλία (ο ίδιος και οι συνεργάτες του) απέναντι σε κάθε ομοσπονδιακή δίωξη.
Τα θύματα, κατά παράβαση του ομοσπονδιακού νόμου, δεν ενημερώνονται για τη συμφωνία πριν αυτή γίνει.
Στην Αμερική μένουν όλοι μ ανοιχτό το στόμα, αλλά στην πραγματικότητα δεν ανοίγει μύτη.
Ο Ακόστα είπε αργότερα ότι «του είπαν να αφήσει την υπόθεση ήσυχη» και ότι ο Έπστιν είναι «μεγάλο ψάρι για τα δικά του μέτρα».
Όσο καιρό διαρκεί η ποινή του, ο Έπστιν παίρνει ειδική άδεια για να πηγαίνει στη δουλειά του και να μετακινείται στην πόλη…
«Υψηλές γνωριμίες» – Οι φίλοι
Αν και περιγράφεται γενικά ως αντικοινωνικός, ο Έπστιν αποδεικνύεται ακριβώς το αντίθετο όταν πρόκειται για πρόσωπα κύρους και ισχύος.
Ο Μπιλ Κλίντον, ο Ντόναλντ Τραμπ, ο Κέβιν Σπέισι, επιχειρηματίες, πολιτικοί και ακαδημαϊκοί, είναι ανάμεσα σ’ αυτούς με τους οποίους κάνει στενή παρέα, τους πάει με το ιδιωτικό του τζετ στο ιδιωτικό του νησί στην Καραϊβική (νησί των οργίων, όπως περιγράφεται από θύματα και εργαζόμενους) και φωτογραφίζεται μαζί τους.
Αυτοί δεν έβλεπαν τίποτα φυσικά…
Ο μόνος που δεν είχε αρκετό μυαλό -ή δύναμη- για να μην συμπαρασυρθεί, ήταν ο πρίγκιπας Άντριου, που όχι μόνο πήδαγε τις ανήλικες αλλά έβγαζε και φωτογραφίες μαζί τους. Είναι ο γνωστός και ως «περήφανος μαλάκας»…
«Μηδένα προ του τέλους μακάριζε» – Ο επίλογος
Δίκιο είχε ο Άδωνις, να του το δώσουμε αυτό.
Τον Ιούλιο του 2019, το FBI επανακάμπτει, καθώς πλέον υπάρχουν εκατοντάδες μαρτυρίες, ο Έπστιν όχι μόνο δεν έβαλε μυαλό αλλά συνέχισε πιο δυναμικά κι από πριν, με την ισχύ που του έδινε η ασυλία και την αμετροέπεια που του έδινε ο χαρακτήρας του.
Επίσης οι πολιτικοί συσχετισμοί αλλάζουν, ποιος ξέρει τι έπαιξε στα παρασκήνια -αυτό δεν θα το μάθουμε ποτέ- και αυτήν τη φορά όχι μόνο συλλαμβάνεται, αλλά το δικαστήριο απορρίπτει και το αίτημα για εγγύηση.
Ένα μήνα αργότερα τον βρίσκουν νεκρό στο κελί του.
Η επίσημη εξήγηση είναι αυτοκτονία δι απαγχονισμού.