Ένα από τα πιο χαριτωμένα ανέκδοτα που κυκλοφορούν και αφορά τους αριστερούς στοχαστές είναι ότι αυτοί έχουν… προβλέψει τις 13 από τις τελευταίες 7 παγκόσμιες κρίσεις του καπιταλισμού, συνοδεύοντας τις αναλύσεις τους με τη βεβαιότητα ότι επίκειται η κατάρρευσή του. Βεβαίως έχουν πέσει έξω και ως προς τον αριθμό των κρίσεων και ως προς την έκτασή τους και ως προς τις συνέπειες που έχουν, αλλά δεν το βάζουν κάτω. Πρόκειται για την κλασική περίπτωση σύγχυσης ανάμεσα στην επιθυμία και την πραγματικότητα.
Και σήμερα, με αφορμή την πανδημία, διάφοροι υποστηρίζουν ότι ήρθε το τέλος, όχι αυτήν τη φορά του καπιταλισμού, αλλά του νεοφιλελευθερισμού. Μάλλον για ταυτολογία πρόκειται, αφού καπιταλισμός χωρίς νεοφιλελευθερισμό στην παρούσα φάση είναι σκορδαλιά χωρίς σκόρδο. Εκτός αν επιστρέψουμε σε άλλες εποχές. Ο καπιταλισμός σε όλες τις μορφές του έχει αποδειχθεί χαλκέντερος και σίγουρα ισχυρότερος απ’ όσο τον φαντάζονταν οι αντίπαλοί του.

Κατάφερνε να αντιμετωπίζει τις αντιφάσεις που τον χαρακτηρίζουν από την πρώτη στιγμή της εμφάνισής του, είτε επινοώντας οικονομικά εργαλεία για να πετύχει την ανασύνταξή του, είτε κάνοντας όταν πιεζόταν παραχωρήσεις που δεν απειλούσαν τα θεμέλιά του, είτε κατασκευάζοντας εχθρούς τους οποίους παρουσίαζε σαν αποδιοπομπαίους τράγους, είτε χρησιμοποιώντας αυταρχικές μορφές διακυβέρνησης (φασισμός, δικτατορίες) όταν δυνάμωναν οι αντιδράσεις των λαών και έθεταν την ανατροπή του στην ημερήσια διάταξη, είτε αξιοποιώντας και την εθελοντική προσφορά των φερόμενων ως ανταγωνιστών του (η σοσιαλδημοκρατία μετά τη συνθηκολόγησή της) και τη μόνιμη ασθένεια της ριζοσπαστικής και κομμουνιστικής Αριστεράς (πολυδιάσπαση και εμφύλιοι).
Η ικανότητά του να μεταμφιέζεται είναι εντυπωσιακή. Ενώ είναι το κακό μπορεί και παριστάνει το καλό. Ενώ παράγει θηριώδεις ανισότητες και μαζική φτώχεια, έχει πετύχει να θεωρείται ως η φυσική τάξη πραγμάτων. Με τη βοήθεια των ιδεολογικών μηχανισμών (αν χρειαστεί και των κατασταλτικών) και κυρίως των πολιτικών στηριγμάτων του που αναλαμβάνουν να τον εξωραΐσουν (εδώ ο ρόλος της μεταλλαγμένης σοσιαλδημοκρατίας είναι βασικός) έχει καταστήσει κυρίαρχο το αφήγημα ότι κάθε προσπάθεια αναζήτησης εναλλακτικών μοντέλων οικονομίας και βίου είναι μάταιη. Οι αστοί πολιτικοί το ομολογούν, άλλος διακριτικά, άλλος χωρίς να κρατάει ούτε τα προσχήματα. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, μιλώντας το 2017 στη ΔΕΘ, είχε πει: «Δεν τρέφω αυταπάτες για μια κοινωνία χωρίς ανισότητες, κάτι τέτοιο είναι αντίθετο στην ανθρώπινη φύση, όσοι το επιχείρησαν καταστρατήγησαν τελικά την ίδια τη δημοκρατία και τα ατομικά δικαιώματα».

Η Αριστερά επιχείρησε να αλλάξει το σύστημα με δύο τρόπους. Με επανάσταση (1917) ή με μεταρρυθμίσεις (σοσιαλδημοκρατία). Ο υπαρκτός «σοσιαλισμός» κατέρρευσε αμαχητί υπό το βάρος των προβλημάτων και ήταν για πολλούς αριστερούς και προοδευτικούς ανθρώπους η πιο μεγάλη δυσφήμηση του σοσιαλιστικού ιδεώδους, παράδειγμα προς αποφυγή. Ο στόχος της δεύτερης προσπάθειας ήταν ο εξανθρωπισμός του καπιταλισμού με ενισχυμένο κοινωνικό κράτος, αναδιανομή του εισοδήματος, φορολόγηση του πλούτου, κατοχύρωση δικαιωμάτων και προστασία των ελευθεριών. Είχε σημαντικές επιδόσεις για περίπου σαράντα χρόνια σε πολλές χώρες της Δ. Ευρώπης, αλλά έχει υπονομευθεί στα όρια της κατάργησης από τις συντονισμένες επιθέσεις του νεοφιλελευθερισμού και τον ταπεινωτικό συμβιβασμό της σοσιαλδημοκρατίας.
Οπότε θα μπορούσε κάποιος να πει ότι έχουν δίκιο όσοι λένε ότι σήμερα είναι πιο εύκολο να φανταστείς την καταστροφή του πλανήτη παρά την ανατροπή του καπιταλισμού. Με τα ανθρώπινα, όμως, ποτέ δεν πρέπει να είσαι σίγουρος. Αυτό που φαντάζει τώρα απίθανο, αύριο μπορεί να προκύψει ως αναγκαίο. Το έχει διατυπώσει έξοχα ένας μη κομμουνιστής θεωρητικός, ο Μαξ Βέμπερ: «Δεν θα μπορούσαμε να πετύχουμε το εφικτό αν δεν επιδιώκαμε πάντοτε το ανέφικτο».

Πηγή : ΕΦ.ΣΥΝ – Τάσος Παππάς