Σ’ αυτή τη ζωή είμαστε συνέχεια μπροστά σε διλλήματα…
Από τον καιρό της γιαγιάς μας, της Εύας, όταν βρέθηκε μπροστά στο μεγάλο δίλλημα : Το μήλο ή τον Παράδεισο κι εκείνη διάλεξε το φρούτο, μπήκαμε σε μεγάλες περιπέτειες.
Μόνο όταν το έφαγε και βγήκε στο σκληρό κόσμο διωγμένη από τον παράδεισο κι ο Αδάμ, που μέχρι τότε ήταν ίσοι κι αγαπημένοι, την είδε αλλιώς κι άρχισε να το παίζει δερβέναγας, διαπίστωσε ότι το μήλο ήταν πολύ μικρό και η απόλαυση που τις χάρισε απείρως λιγότερη μπροστά στα παλούκια που την περίμεναν και πως το ένα και μοναδικό πλευρό που πήρε από τον σύντροφό της δεν άξιζε τόσο, όσο να τις πρήζει το συκώτι για μια ζωή…
Μετά, μέσα από τη μυθολογία ένα καινούριο δίλλημα μπαίνει στον Ηρακλή, που πρέπει να διαλέξει αν θα πορευτεί στο δρόμο της Αρετής ή της Κακίας. Αν διάλεγε τον δεύτερο θα κοπάναγε με το ρόπαλο του τον ξάδελφο του τον Ευρυσθέα για να τον αφήσει σέκο και θα τελείωνε εκεί ο μύθος. Αυτός όμως διάλεξε τον δρόμο της Αρετής κι έτρεχε με την λεοντή στο κεφάλι και το ρόπαλο παραμάσχαλα στου διαόλου τη μάνα για να κόβει τα κεφάλια της Λερναίας Ύδρας και να κουβαλάει στον ξάδερφο τα χρυσά μήλα των Εσπερίδων. (Πάλι τα μήλα μπροστά μας… κάτι τρέχει μ’ αυτό το φρούτο…)
Μέσα από την διαθήκη ένα μεγάλο δίλλημα μπαίνει στους χριστιανούς προκειμένου να κερδίσουν μια θέση στον παράδεισο… Η ζωή τους θα είναι λιτή, ο εγωισμός θα δώσει την θέση του στην ταπεινοφροσύνη και στην ανιδιοτέλεια, κομμένα τα γλέντια και τα τσιλιμπουρδίσματα, οι ρεμούλες κι οι επιδείξεις πλούτου και δύναμης και στο μενού θα έχει μόνο νηστεία και προσευχή.
Αν ακολουθούσαν όλοι την συνταγή ο κόσμος θα ήταν όμορφος κι αγγελικά πλασμένος, μα κάποιοι δεν άντεχαν σ’ αυτόν τον σχεδιασμό… Έτσι οι πιστοί κι ενάρετοι έμπαιναν – και μπαίνουν – στον παράδεισο ρακένδυτοι και μελανιασμένοι από το ξύλο, γιατί το να γυρνούν και το άλλο μάγουλο στη σφαλιάρα τους είχε γίνει δεύτερη φύση και τα ρεμάλια έμειναν να διαφεντεύουν τη γη γλεντοκοπώντας και μη δίνοντας δεκάρα τσακιστή για τα κοχλάζοντα καζάνια με το κατράμι που τους περίμεναν.
Υπάρχει βέβαια κι η άλλη μερίδα των ανθρώπων που δεν είναι τόσο καλοί αλλά ούτε και τόσο άθλιοι σαν τα ρεμάλια που ξεζουμίζουν την γη κι ότι κινείται επάνω της. Αυτοί είναι οι «λίγο απ΄ όλα». Κάπου δω θα με βρεις και μένα…
Τον τελευταίο καιρό δεν ένοιωθα καλά με το σώμα μου… σαν να μην είχα αρκετές αντοχές, σαν να είχε βαρύνει το βήμα μου, σαν να μην κούμπωναν τα παντελόνια μου και να με στένευαν οι μπλούζες, κάτι κουμπιά εκτοξεύονταν όταν πήγαινα να κουμπώσω τα πουκάμισα…
Στην αρχή έκανα το κορόιδο, τάχα ότι δεν καταλάβαινα… μετά τα Πάσχα όμως κι αφού έφαγα το μισό αρνί, το ένα τρίτο από το κοκορέτσι και μια καρτέλα αυγά, το πήρα απόφαση ότι έπρεπε να ζυγιστώ. Πήγα στο φαρμακείο κι αφού εκτέλεσα τις προγραμματισμένες συνταγές ανέβηκα στη ζυγαριά… το νούμερο που είδαν τα μάτια μου έσκισε σαν λόγχη την καρδιά μου…
Έσυρα κραυγή που έκανε τα τζάμια να τρίζουν σαν σε σεισμό εννιά ρίχτερ, τα κουτιά με τα φάρμακα έπεφταν από τα ράφια κι οι μάσκες φτεροκοπούσαν σαν πουλιά στον αέρα. Έπεσα μπιχτοκέφαλα και κοπανιόμουνα στο πάτωμα. Ο φρικαρισμένος φαρμακοποιός, μου έβαλε στο στόμα που άφριζε, ένα ζάναξ κι αφού έγινα ένα ήσυχο ζόμπι με έστειλε σπίτι…
Όταν συνήλθα έπρεπε να αντιμετωπίσω την σκληρή πραγματικότητα… Βρισκόμουν μπροστά σε ένα δίλλημα : θα συνέχιζα τον ολισθηρό δρόμο των λιπαρών απολαύσεων ή θα έδινα τον αγώνα μου για να επανέλθω στο κανονικό μου βάρος και να βρω ξανά την χαμένη μου χαρά κι αυτοπεποίθηση; Με βαριά καρδιά διάλεξα το δεύτερο… Άδειασα το ψυγείο από ότι μπορούσε να με κάνει να παρεκτραπώ. Αποχωρίστηκα τη μαρμελάδα με την ίδια συγκίνηση που ένοιωσα όταν έφευγε ο θείος μου στην Αμερική, δάκρυσα μπροστά στο τελευταίο κομμάτι γαλακτομπούρεκο κι εξαφάνισα τη μερέντα. Ανέσυρα από το ντουλάπι μια δίαιτα χιλίων πεντακοσίων θερμίδων που είχα κάνει πριν χρόνια, με πολύ καλά αποτελέσματα και την μελέτησα με τρόμο.
Άλλο όμως είναι να το σκέφτεσαι κάτι κι άλλο να το εφαρμόζεις. Τι να σου κάνει για πρωϊνό ένας σκέτος καφές κι ένα κριτσίνι ολικής άλεσης όταν ονειρεύεσαι ένα Αμέρικαν μπρέκφαστ κομπλέ με τα αυγά και τα μπέικον, με τις μαρμελάδες σου και τους χυμούς; Από τα φρούτα και τα λαχανικά πρασίνισα ολόκληρη σαν τον Κέρμιτ στο Μάπετ σόου… Και το μεσημέρι… μια κούπα μακαρόνια, μια σαλάτα με μια κουταλιά λάδι και μισή μερίδα τυρί. Το βράδυ ένα τοστ με μια φέτα τυρί με λίγα λιπαρά και μια φέτα γαλοπούλα. Τα πιτόγυρα κι οι πίτσες έγιναν αναμνήσεις μια άλλης ζωής κι εγώ τιμωρούσα τον απαιτητικό ουρανίσκο μου για όλες τις απολαύσεις του κολασμένου παρελθόντος του.
Αλλά όπως είναι γνωστό καμμιά δίαιτα δεν αποδίδει αν δεν συνδυάζεται με άσκηση. Αποφάσισα λοιπόν να πιώ κι αυτό το ποτήρι… Την πρώτη φορά που ανέβηκα στο διάδρομο μου πετάχτηκαν τα μάτια έξω και δεν άντεξα πάνω από δέκα λεπτά σε χαμηλή ταχύτητα. Όταν κατέβηκα ήμουν λιώμα… Σύρθηκα και ξάπλωσα στον καναπέ.
Μέρες μετά συνεχίζω με την καρδιά μου κομμάτια και το σώμα μου κουρασμένο παρακαλώντας τη ζυγαριά να μου δώσει μια ελπίδα, με την απώλεια των πρώτων γραμμαρίων για να μπορέσω να συνεχίσω…
Έξω ο κόσμος είναι όμορφος κι οι άνθρωποι συνεχίζουν να τρώνε…