Κυριακάτικο πρωϊνό του Δεκέμβρη, τα Χριστούγεννα ετοιμάζονταν να μπουκάρουν σπάζοντας την πόρτα της καθημερινότητας με πυροτεχνήματα, καμπάνες, φώτα, τραγούδια και δώρα.
Η Σμάρω έκανε τον περίπατο της κατά μήκος του μικρού ρέματος που έτρεχε ορμητικά τα νερά του, τροφοδοτημένο από τις τελευταίες καταιγίδες.
Τα πλατάνια με ένα στρώμα φύλλα νεκρά στρωμένα στο χώμα και τα κλαδιά τους γκρίζα έμεναν σιωπηλά στην κοίτη. Ένα παγκάκι έρημο κι αδειανό έμοιαζε να περιμένει την επόμενη άνοιξη. Άπνοια και μια διάφανη υγρασία που δεν την έλεγες ούτε βροχή ούτε ομίχλη έπεφτε αθόρυβα στην πλάτη της γης.

Άντε πάλι Χριστούγεννα… Και μόνο που το σκεφτότανε στράβωνε… Όχι πως είχε θέμα με τη θρησκευτική γιορτή αλλά είχε σίγουρα θέμα μ΄ αυτή την καταναγκαστική, την επιβαλλόμενη ευτυχία. Λες και μόλις δείξει το ημερολόγιο 25 πατάς ένα κουμπί σε ένα μαγικό τηλεχειριστήριο κι ο κόσμος είναι ιδανικός κι ευτυχισμένος. Ε, όχι ρε φίλε, ο κόσμος ήτανε σκατά και σκατά θα παρέμενε κι εκείνη τη μέρα. Όπου υπάρχει πόλεμος θα πέσουν κορμιά την ώρα που θα ψάλλεται το «Χριστός γεννάται…», οι πρόσφυγες θα πνίγονται στα παγωμένα νερά και θα κρυώνουν στα λασπωμένα καμπ την ώρα που θα προβάλλεται για χιλιοστή φορά το «Μόνος στο σπίτι» και θα διψάς μετά την κατανάλωση μιας σακούλας πατατάκια και μια γυναίκα θα δολοφονήται την ώρα που κάποιος ινφλουένσερ θα φωτογραφίζεται για τους ακολούθους του.
Θα μετρήσουμε άλλη μια φορά το μισθό και τη σύνταξη, θα πάρουμε λιγότερα φέτος από τα περσινά ήδη περικομμένα «απαραίτητα», που θα είναι ακριβότερα και θα αφήνουν πολύ χώρο ανεκμετάλλευτο στο καλάθι μας, θα κατεβάσουμε τον θερμοστάτη του καλοριφέρ ένα βαθμό πιο χαμηλά και θα κρυώσουμε λίγο περισσότερο στη σκέψη ότι δεν θα μπορέσουμε να πάρουμε στα παιδιά και στα εγγόνια μας τα δώρα που θέλουν…
«Οι ουρανοί θα αγάλλονται» την ώρα που θα κάνουμε για άλλη μια χρονιά ρεβεγιόν με διάσημους, συντονισμένοι σε κάποιο κανάλι (εμείς με τις πιτζάμες μας κι αυτοί μες στα λαμέ και στο γκλίτερ) σαν να είμαστε μαζί, φιλαράκια…

Οι τοπ τουριστικοί προορισμοί θα έχουν εκατό τοις εκατό πληρότητα και θα αναρωτιέσαι την ώρα που θα κάνει ρεπορτάζ ένας παγωμένος δημοσιογράφος πώς εσύ δεν μπορείς να είσαι ανάμεσα στους χαμογελαστούς σκιέρ ή με ένα ποτήρι μπράντι δίπλα στο τζάκι ενός ξενοδοχείου να αγναντεύεις το χειμωνιάτικο τοπίο.
…Ήταν παράξενη, το παραδεχότανε… Όμως ήθελε τόσο πολύ η ίδια η ζωή να είναι μια ήσυχη γιορτή, για όλους… Η κάθε μέρα να έχει ζεστό ψωμί και τη μουσική του γέλιου ενός παιδιού.
Μα, τα Χριστούγεννα όλοι γινόμαστε παιδιά, λένε…
Ας τους να λένε, εκείνη ήξερε πως ήτανε μια σιτεμένη κυρία (παρόλο που ο άντρας της ο Θέμης εξακολουθούσε να την λέει «κορίτσι μου») που, η λάμψη της όποιας ομορφιάς της τρεμόσβηνε πίσω από ρυτίδες γέλιου και καπνίσματος… Ενός γέλιου που δεν ήταν ξεκαρδιστικό κι αισιόδοξο όπως παλιά, αλλά ήσυχο καθώς πάνω στα χείλη απλωνόταν σαν κραγιόν ένα μείγμα απογοήτευσης και ειρωνείας.
Κι όχι που την πείραζε που δεν ήταν πια παιδί… Εκείνο που της έλειπε ήταν η αίσθηση που είχε όταν ήταν παιδί πως ο κόσμος είναι φιλικός κι ασφαλής, πως σ΄ όλες τις ιστορίες οι καλοί νικάνε…

Φτάνοντας στο σπίτι βρήκε τον Θέμη, στη συνηθισμένη θέση του στο γραφείο, με τα δάχτυλα πάνω στο πληκτρολόγιο του υπολογιστή κάτι να γράφει με μανία, σαν πιανίστας στο κρεσέντο του.
Γύρισε το κεφάλι προς το μέρος της και της είπε:
– Είσαι έτοιμη; Αύριο έρχεται…
Τον κοίταξε για μια στιγμή και μετά από κάποια δευτερόλεπτα του απάντησε:
– Και βέβαια είμαι έτοιμη! αλλά δεν το πίστευε…
Ακόμα δεν μπορούσε να καταλάβει πώς είχε βρεθεί από την μια στιγμή στην άλλη μπλεγμένη κι είχε ενδώσει να δεχτεί να φιλοξενήσει την κόρη της ανιψιάς της για να πάνε με τον άντρα της ταξίδι στο Παρίσι για τα Χριστούγεννα… Ένα ταξίδι που το είχαν προγραμματίσει από το καλοκαίρι με όσο το δυνατόν μικρότερο κόστος αφού θα τους φιλοξενούσαν φίλοι που είχαν βρει εκεί δουλειά και θα άφηναν το παιδί στην γιαγιά του, την ξαδέλφη της Σμάρως. Όμως αυτή έσπασε το χέρι της πριν από λίγες μέρες κι έτσι της φορτώθηκε και πες- πες την κατάφερε να κρατήσει εκείνη την μικρή για να πάει το ζευγάρι το ταξίδι μιας και ούτε γαμήλιο δεν είχαν πάει…

Όταν πάρκαρε το αυτοκίνητο και βγήκε η ανιψιά της την είδε από το παράθυρο και άνοιξε την πόρτα της εισόδου. Η νέα γυναίκα άνοιξε την πίσω πόρτα κι ελευθέρωσε το παιδί από την ζώνη ασφαλείας που το κρατούσε στο κάθισμά του.
Αυτό στάθηκε δίπλα στο όχημα, αδύνατο, με ένα πολύχρωμο ριγέ κολάν που έκανε τα πόδια του να φαίνονται μακριά και κοκαλιάρικα, με κόκκινο μπουφάν κι ένα σκούφο με «αυτιά» που κατέληγαν σε μικρές πλεξίδες. Ήταν ίδιο ξωτικό που είχε πάρει άδεια από το εργαστήρι του ‘Αϊ- Βασίλη κι είχε έρθει για πλάκα στη γη. Ήτανε δεν ήτανε έξι χρονών…
Η μητέρα κατέβασε από το πορτ.- μπαγκάζ μια ροζ βαλίτσα με ρόδες που είχε απέξω την φιγούρα μιας ηρωΐδας ταινίας κινουμένων σχεδίων και το παιδί την άρπαξε από το χερούλι και άρχισε να την σέρνει προς την είσοδο με δύναμη που δεν αντιστοιχούσε στον σωματότυπό του.
Με ένα κοφτό βλέμμα «σκανάρισε» τη Σμάρω από πάνω μέχρι κάτω και πέρασε μέσα στο σπίτι δίπλα στην μητέρα του που με συνοπτικές διαδικασίες είπε τα τυπικά σχετικά με τη διαμονή της μικρής και την άφησε δίνοντάς της δυο φιλιά στα μάγουλα και μια υπόσχεση πως θα της έφερνε πολλά δώρα.
Με το που έκλεισε η πόρτα το κορίτσι με μια απότομη κίνηση έβγαλε το σκουφί αποκαλύπτοντας τα στιλπνά καστανά σε στυλ καρέ μαλλιά και διόρθωσε τη φαρδιά ροζ κοκάλινη στέκα που τα εμπόδιζε να μπαίνουν στα μάτια της.
Με αυτό το μικρό ξωτικό, την Ρόζα, είχαν βρεθεί μερικές φορές η Σμάρω κι ο Θέμης στο σπίτι της γιαγιάς της αλλά η επαφή τους δεν ήταν τέτοια που να τους είχε φέρει τόσο κοντά ώστε να έχουν μια εξοικείωση.

Μετά την υποδοχή ο Θέμης την έκανε με ελαφρά πηδηματάκια και ξανακάθισε στη φυσική του θέση, στο γραφείο του, σε μια γωνιά του καθιστικού και ακούστηκε ξανά ο ήχος των πλήκτρων του υπολογιστή κάτω από τα δάχτυλά του.
-Έλα Ρόζα να σου δείξω το δωμάτιό σου, είπε η Σμάρω κι άπλωσε το χέρι να πιάσει την λαβή της βαλίτσας αλλά η Ρόζα πρόλαβε και την τράβηξε προς το μέρος της. Η Σμάρω άνοιξε την πόρτα του πάλαι ποτέ παιδικού δωματίου. Πάνω στο κρεβάτι είχε βάλει μερικά λούτρινα ζωάκια, ότι είχε απομείνει από την κόρη της στην υπόγεια αποθήκη.
Η μικρή έκανε μια κίνηση με το χέρι τεντωμένο και τα έριξε κάτω όλα.
Άνοιξε πάνω στο πάτωμα τη βαλίτσα κι έβγαλε ένα αρκούδι, ένα πρόβατο κι ένα κοκάλινο άλογο με μακριά χαίτη και τα αράδιασε στη θέση των εκτοπισμένων.
– Είναι ο Πίπης, ο Δημητράκης και ο Άπαιχτος είπε κι έδειξε με τεντωμένο δαχτυλάκι έναν – έναν σε ποιους αναφέρονταν.
– Πρέπει να κοιμούνται στην ίβια θέση όπως στο κρεβάτι μου, στο σπίτι.
Έβγαλε τα μποτάκια της κι απόμεινε με τις κάλτσες.
– Δεν έφερες παντοφλάκια; Ρώτησε η Σμάρω.
– Έφερα γιατί ήθελε η μαμά αλλά δεν τα χρειάζομαι, είπε προχωρώντας αθόρυβα με τις χρωματιστές κάλτσες και πετώντας πάνω στο κρεβάτι τη ζακέτα της.
Φτάνοντας στο σαλόνι έριξε μια μάλλον αδιάφορη ματιά σε κάτι μπάλες, κεριά, πιατέλες και λοιπά χριστουγεννιάτικα μπιχλιμπίδια που είχε διακοσμήσει η Σμάρω μόνο και μόνο επειδή θα ερχόταν το παιδί και φτάνοντας στο καθιστικό έβαλε τα χέρια στη μέση και ρώτησε με δυνατή φωνή :
-Πού είναι το δέντρο;
Ο Θέμης τραντάχτηκε από τη θέση του ακούγοντας την τσιρίδα.
-Ποιο δέντρο ρώτησε αφελώς η Σμάρω ενώ ο Θέμης γούρλωνε τα μάτια μπροστά στο μικρό θεριό.
-Το χριστουγεννιάτικο δέντρο!!! Πάτε καλά; Γίνονται Χριστούγεννα χωρίς δέντρο;
(Εδώ έχουμε χοντρό μπλέξιμο) σκέφτηκε η Σμάρω αλλά το έσωσε λέγοντας :
-Σε περιμέναμε για να το στολίσουμε μαζί!!! Να, ΤΩΡΑ θα πάει ο Θέμης να το φέρει από το υπόγειο μαζί με τα στολίδια και τα λαμπάκια. Έκανε νόημα με φρύδια, μάτια και κεφάλι αλλά πουου ο Θέμης…
Του σηκώθηκαν τα λιγοστά μαλλιά στο άκουσμα της έμπνευσης της κυράς του αλλά έκανε το κορόιδο μήπως και το ξεχνούσαν και την γλύτωνε.
-Δεν πάει, δεν θέλει να πάειειειε !!!! τσίριξε το ξωτικό και με μια βουτιά βρέθηκε μπρούμυτα στο χαλί με χέρια και πόδια ανοιχτά να κλαίει και να χτυπιέται σαν χταπόδι.
-Τί είναι τούτο Σμάρω; Φώναξε τον εξορκιστή!!! Ε, ρε τι πάθαμε στα καλά καθούμενα… είπε και πήγε προς … το χταπόδι. Έλα Ρόζα, να τώρα κατεβαίνω στην αποθήκη… σε λίγο θα έχουμε το πιο όμορφο δέντρο στο καθιστικό, της είπε και άπλωσε το χέρι να της χαϊδέψει τα μαλλιά εισπράττοντας μια φάπα από το οργισμένο χεράκι της.

Κατέβηκε άρον -άρον και μετά από ώρα και εν μέσω μπινελικίων και άγριων ερωτήσεων του τύπου «πού το ‘χεις χώσει το ρημάδι», απευθυνόμενων προς το άλλο του μισό, άρχισε να ανεβαίνει τη στενή ξύλινη σκάλα φορτωμένος.
-Άντε, ανέβα… Δέκα ώρες! αδημονούσε η Ρόζα βλέποντας από πάνω το αραιοκατοικημένο από μαλλιά κεφάλι του στολισμένο με μερικούς ιστούς αράχνης. Στο τέταρτο σκαλί, μέσα στη βιασύνη του, του φεύγει η παντόφλα και στην προσπάθειά του να μην του πέσει, πέφτει ο ίδιος σωρό- κουβάρι με δέντρο και στολίδια.
Η μικρή γελάει σαν καλικάντζαρος κι η Σμάρω φαντάζεται τον εαυτό της με μαύρο ταγέρ και πλερέζα μέχρι να τον δει μπουρινιασμένο αλλά αρτιμελή να ανεβαίνει επιτυχώς αυτή τη φορά την σκάλα. Αποθέσαν το ταλαιπωρημένο δέντρο στη θέση που επέλεξαν κι άρχισαν να ανοίγουν τα κλαδιά, όσο η Ρόζα άνοιγε το κουτί με τα στολίδια και τα σκορπούσε δεξιά κι αριστερά κάνοντας χαμηλόφωνα σχόλια..
Κάποια στιγμή τέλειωσε το στόλισμα κι είχε μείνει μόνο το αστέρι να μπει στην κορυφή.
-Εγώ, εγώ θα το βάλω, το ίβιο κάνω και στο δικό μας δέντρο είπε η Ρόζα κι άφησε τον Θέμη με το χέρι μετέωρο λίγο πριν το βάλει εκείνος.
-Έλα ανέβα, της είπε δείχνοντας τους ώμους του ενώ καθότανε στον καναπέ κι εκείνη με ένα σάλτο βρέθηκε επάνω του κρατώντας το αστέρι. Τεντώθηκε, έπιασε την κορυφή του δέντρου και την έβαλε μέσα στην υποδοχή του στολιδιού. Όπως έκανε να απομακρυνθεί ο Θέμης για να την κατεβάσει από τους ώμους του ίσως φοβήθηκε και θέλησε να πιαστεί με το αριστερό χέρι από ένα κλαδί του δέντρου, που αφού έκανε κάποιους αναποφάσιστους ελιγμούς ευτυχώς ισορρόπησε στη θέση του και γλύτωσε ο Θέμης το εγκεφαλικό. Μπήκαν και τα λαμπάκια που για καλή τους τύχη παρά τα χρόνια αχρησίας άναψαν κι ανάσαναν ανακουφισμένοι.
– Τώρα πρέπει να βάλουμε από κάτω τα δώρα! Είπε η Ρόζα και τα μάτια της λαμπύρισαν πιο πολύ από τα φώτα του δέντρου. Βλέποντας δε ότι κανένας δεν κινήθηκε, έβαλε τις φωνές:
-Τιιιιιι, δεν υπάρχουν δώρα! Αυτό δεν είναι στωστό!!! και ετοιμάστηκε για μπλονζόν στο χαλί και άμεση «χταποδοποίηση».
-Αύριο, αύριο, θα τα πάρουμε χρυσό μου μαζί!!! είπαν σαν χορωδία, τόσο δυνατά που μπορεί να τους άκουσε όποιος περνούσε από τον δρόμο κι έπεσαν ξεθεωμένοι στον καναπέ μόλις την άκουσαν να λέει ένα απογοητευμένο «καλά».

Το πρωί ξύπνησε με ηλεκτρισμένο μαλλί. Με τη στέκα βαλμένη κάπως λοξά και με κάτι στρογγυλά γυαλιά, ροζ, πλαστικά χωρίς κρύσταλλα, θύμιζε γνωστό δημοσιογράφο.
-Θέλω να δω τα λαλά μου είπε κοιτάζοντας προκλητικά τον Θέμη που καθόταν στη γνωστή θέση του στον υπολογιστή.
Τα γουρλωμένα μάτια του την κοίταζαν και τα βλέφαρα ήταν τελείως ακίνητα.
-Τί είναι αυτά τα λαλά παρακαλώ; τη ρώτησε.
-Τα ταγούδια μου και τα φίντεο στον υπολοστιστή, τίποτα δεν καταλαβαίνεις, είσαι τελείως μπούφος; Επέμεινε η λιλιπούτεια διοπτροφόρος χτυπώντας το ξυπόλητο ποδαράκι της στο πάτωμα.
Ο Θέμης σηκώθηκε απρόθυμα μασώντας μια ακατάλληλη φράση και κάθισε στον καναπέ σκυθρωπός. Εκείνη κατέλαβε ικανοποιημένη τη θέση του και με ύφος διευθυντή και άνεση χάκερ εύρισκε ότι ήθελε μιας κι η μητέρα της είχε προνοήσει για τις ανάγκες του παιδιού της καταχωρώντας τα απαραίτητα.
Η Σμάρω πήγε κι ήρθε κάνα δυο φορές μέχρι να πετύχει την ιδανική θερμοκρασία στο γάλα της μεγαλειότατης που απολάμβανε το ντόνατ της σε σχήμα καρδιάς με γλάσο σοκολάτας, σκορπώντας πάνω στο πληκτρολόγιο κομματάκια απόλαυσης και σταγόνες κακάο που πετάγονταν από το καλαμάκι.
-Εσυυυυ, εσύ είσαι η αιτία για όλα…έφριττε ο Θέμης και έδειχνε τη Σμάρω με τρεμάμενο δάχτυλο, βλέποντας τον ιερό του χώρο να βεβηλώνεται, από έναν τόσο δα καταληψία.
-Βγάλε τα γυαλιά σου Ρόζα μου, να φαίνονται τα όμορφα ματάκια σου… της είπε η Σμάρω.
– Δεν μπορώ, μου τα έδωσε ο γιατρός και δεν βλέπω χωρίς αυτά… ήρθε η απάντηση να την τρελάνει.
Μόνο όταν ήρθε η ώρα να πάνε στο Πάρκο των ευχών αποφάσισε να τα βγάλει χωρίς καμιά δικαιολογία ή εξήγηση.
Τους κρατούσε από το χέρι και τους ξυπνούσε τόση τρυφερότητα και τόσες αναμνήσεις από τότε που ήταν κι αυτοί νέοι γονείς και κρατούσαν το χέρι της κόρης τους… Μιας κόρης που τώρα ήταν μακριά σε μια χώρα με λιγότερο ήλιο, περισσότερες δουλειές και καλύτερους μισθούς. Κάπου που ο χρόνος δεν της έφτανε παρά μόνο για λιγόλεπτες βιντεοκλήσεις με τους γονείς της και βιαστικά όνειρα για καλοκαιρινές διακοπές.
Τα χαρτονομίσματα των πέντε ευρώ έφευγαν σαν αποδημητικά πουλιά μέσα από το δερμάτινο πορτοφόλι του Θέμη κι ήξερε πως δεν θα ξαναγυρίσουν σ΄ αυτόν. Πήγαιναν σε ποπ κόρν, παιχνίδια, θεάματα και κούνιες. Σε παραμύθια και μικροπράγματα.
Αργά, κουρασμένοι γύρισαν σπίτι κι έβαλαν κάτω από το δέντρο το δώρο της που φρόντισε να πάρει η Σμάρω αφήνοντάς την για λίγο με τον Θέμη.

Πώς πέρασαν οι μέρες ούτε που κατάλαβαν. Πότε φτιάχνοντας πάζλ στο μεγάλο τραπέζι, όπου εκείνη έφτιαχνε το μεγαλύτερο μέρος της εικόνας την ώρα που ο Θέμης με την Σμάρω μάλωναν για να ταιριάξουν τα κομμάτια μιας γωνίας… Πότε ετοιμάζοντας ένα γλυκό και παριστάνοντας ότι οι δυό τους ήτανε δυο γκαφατζούδες μάγισσες που φτιάχνανε μαγικά φίλτρα για να εξοντώσουν τον γενναίο πρίγκηπα Θέμη και ποτέ δεν τα κατάφερναν. Άλλοτε παρακολουθώντας μια παράσταση χορού που έδινε η Ρόζα στη σάλα η οποία έπρεπε να είναι κατάφωτη, πράγμα που έκανε την καρδιά και την τσέπη του Θέμη να σπαράζει καθώς οι κιλοβατώρες θα χόρευαν κι αυτές τρελό χορό.
Την ημέρα που έφυγε φορούσε το ίδιο σκουφί με το οποίο είχε έρθει. Τους έδωσε από ένα φιλί και μια σφιχτή αγκαλιά.
Έσκυψε στο αυτί της Σμάρως και της είπε: «Αν ξέχασα κάτι πάρε τηλέφωνο τη μαμά να με φέρει να το πάρω. Εντάξει;»
Έφυγε σέρνοντας τη ροζ βαλίτσα της κι έπαιρνε μαζί της τα Χριστούγεννα με όλη τη λάμψη τους.
Μπήκανε στο σπίτι ανακουφισμένοι και σκυθρωποί. Επιτέλους όλα θα ήταν όπως πριν, ήσυχα κι απλά σαν τους χτύπους του ρολογιού… τικ – τακ, τικ – τακ θα εξακολουθούσε να περνά η ζωή.
Περνώντας από το δωμάτιό της κοίταξαν με κρυμμένη λύπη το κρεβάτι της. Πάνω στο μαξιλάρι, ο Δημητράκης – το πρόβατο, τους κοιτούσε μάλλον πονηρά για πρόβατο και γέλασαν γιατί κατάλαβαν τι εννοούσε.