Στην πίσω πλευρά του Παρνασσού, που είναι τα νερά και τα πλατάνια, κάθε σούρουπο, μαζευόμαστε κάτω από ένα μεγάλο πλατάνι και κουβεντιάζουμε.
Κουβεντιάζουμε όμως, σιγά, γιατί η ησυχία είναι μαζί μας και την πιάνεις με το χέρι σου.
Κάπου κάπου το αεράκι φέρνει κάτι ήχους από μακριά. Από κάτω, από τη ρεματιά, ακούμε τις νότες που σφυρίζουνε τ’ αηδόνια.
-Πως τα καταφέρνουν τ’ άτιμα χωρίς μαέστρο; Ποιος τους «δίνει φωνή;»

Από απέναντι – που είναι τα μαντριά – ακούμε κουδουνάκια σε διάφορους τόνους και αραιά κανένα τσακάλι που αναστενάζει. Ακούμε τον ήχο του νερού που κυλάει κατά κάτω βιαστικά, να φτάσει στην πεδιάδα.
Κάτω στην πεδιάδα τώρα, είναι όλα τα καλά, μαζί. Ρόδια, πράσινα καρύδια, αμύγδαλα, μήλα, αχλάδια και οι μικρές ελιές γεμάτες νέο καρπό. Δίπλα είναι τα κηπευτικά όλων των ειδών. Παρακάτω τα βαμβάκια, τα σιτάρια και τα ρύζια.
Όλα είναι ευτυχισμένα και αλλάζουν χρώματα κάθε στιγμή – κάτω από τον ήλιο, με το φεγγάρι, με τ’ άστρα και με τα νερά. Όταν ποτίζονται σκουραίνουν τα πράσινα φύλλα που είναι χαμηλά και τεντώνονται και πλαταίνουν και θεριεύουν αυτά που είναι ψηλά, τα καινούρια.
Καμιά φορά, όταν δε μιλάμε, σωπαίνουν και τ’ αηδόνια… τη νύχτα, ακούμε τα κηπευτικά που τρίζουν – ιδιαίτερα – τα καρπούζια και τα κολοκύθια.
Αυτούς που λένε «κολοκύθια» για να επικρίνουν κάτι – και κάνουνε τους έξυπνους – μην τους ακούτε. Δεν ξέρουν. Να ακούτε εκείνους που αγαπούν τα κολοκύθια γιατί γνωρίζουν τον ευλογημένο κύκλο της ζωής τους και γνωρίζουνε τη γλώσσα τους και συχνομιλούν μαζί τους. Εξάλλου, αυτό κάνουν και οι περισσότεροι γεωργοί!

Ένα βράδυ, κάτω από τον πλάτανο, όπως συζητούσαμε χαμηλόφωνα – ακούσαμε από πάνω: «Χου – Χου». «Τι, Χου – Χου;», ρωτάει κάποιος. Μα, εγώ, δεν έκανα «Χου – Χου», λέει ο άλλος. Κανένας δεν είχε πει, «Χου – Χου» και όμως το ακούσαμε.
Την άλλη μέρα, ένας ντόπιος που του το είπαμε, μας είπε: «Χα! – Χα!, είναι μπούφος. Σας έπιασε κορόιδα… έτσι κάνουν όλοι οι μπούφοι με τους ανθρώπους!».
Φαίνεται πως ο μπούφος ήταν εκεί κοντά, το άκουσε αυτό και πολύ του άρεσε και από τότε – κάθε βράδυ έρχεται και «μας πιάνει κορόιδα», αλλά εμάς δε μας πειράζει, μόνο κοιτάζουμε πάνω στο μεγάλο πλάτανο, μήπως τον δούμε. Έλα όμως που αυτός είναι ξεφτέρι και μόλις – με οδηγό το αραιό «Χου – Χού», εντοπίζουμε τη θέση του – αυτός πετάει με την ησυχία του παρά δίπλα και δε λαλεί, για λίγο;

Κάθε νύχτα βγαίναμε και τον αναζητούσαμε. Αδύνατο να τον εντοπίσουμε είτε λαλούσε είτε όχι.
Ένα πρωί, βρήκαμε το χωριανό μήπως μας λύσει το μυστήριο: «Θέλει κουτί» – μας λέει. «Τι κουτί;», ρωτάμε, «Σπίτι, μπρε σπίτι, πως το λένε. Σπίτι. Να μπαίνει μέσα και από εκεί, να γίνει μέλος της παρέας, κανονικά. Να του μείνει το σπίτι και για το χειμώνα. Τώρα, όσο δεν έχει κουτί, θα ‘ρχεται από πάνω κάθε βράδυ και θα σας δουλεύει μέχρι να φύγετε».

Καταλάβαμε. Του φτιάξαμε το σπίτι με δικά μας έξοδα, χωρίς δάνειο, χωρίς εγγυητή, το τοποθετήσαμε, και τώρα μπαίνει μέσα όποτε θέλει. Πάλι δεν τον βλέπουμε, αλλά τώρα ξέρουμε που είναι – και τον ακούμε που κάνει, «Χου! – Χου! – Χού!».

Κάποιος είπε, ότι έχει βάλει ένα «Χου!» παραπάνω, μαζί με το θαυμαστικό του, γιατί τώρα έχει παρέα και σπίτι για το χειμώνα.
Κάποιος άλλος είπε, πως «Είναι ο αντίλαλος που κάνει το κουτί».
Ένας άλλος, πως τώρα λέει, «Σπίτι μου- γλυκό μου – σπίτι».

Κι ο τελευταίος, είπε: «Δείτε πόσο όμορφη γίνεται καμιά φορά η ζωή…!»