Από όλες τις θείες που είχα κάποτε, τότε που ακόμα ήμουν παιδί, μία ήταν αυτή που ξεχώριζα και αγαπούσα ιδιαίτερα: την Ευθυμία. Αυτή μόνο λογάριαζα φιλενάδα μου κι ας μας χώριζαν, ή μήπως μας ένωναν; περισσότερα από πενήντα χρόνια κι ας μην ήταν η πιο γλυκιά και καλόβολη, έστω κι αν έκρυβε καραμέλες στις τσέπες της. Τη θαύμαζα γιατί ήταν γυναίκα ανοιχτόμυαλη και είχε έναν τρόπο σκέψης νεανικό και ασυνήθιστο που δεν σκόνταφτε σε απαγορεύσεις και πρέπει. Συζητούσαμε για όλα τα θέματα ανοιχτά και ελεύθερα, περιορισμοί δεν υπήρχαν. Τις ποιο ωραίες μας συζητήσεις, όμως, τις κάναμε όταν είχα πια γίνει ενήλικη και είχα αποκτήσει και δικά μου παιδιά. Τότε, οι δυο μας, λέγαμε όχι μόνο αυτά που μπορούσαν να ειπωθούν μα και τα άλλα, τα κρυφά και ανείπωτα.

Η θεία, έχοντας χάσει τον άντρα της σε νεαρή ηλικία, ζούσε μόνη. Τους χειμώνες, όμως, που στον τόπο μας έρχονταν με χιόνια και παγωνιές διαρκείας, τους περνούσε κοντά στα παιδιά και στα εγγόνια της. Κάθε φθινόπωρο, λοιπόν, κατέβαινε στον «κάτω κόσμο», αυτόν της Αθήνας και κάθε άνοιξη, μόλις η τριανταφυλλιά στο παρτέρι της άνθιζε, ανέβαινε ξανά, ως άλλη… ώριμη Περσεφόνη, στον «επάνω», αυτόν του χωριού και της αυλής της.
«Δεν μας ξέχασες, ήρθες και φέτος στα λημέρια μας, κόρη της Δήμητρας», της έλεγα πειρακτικά, όταν την έβλεπα να ξεκλειδώνει την πόρτα και να ανοίγει το σπίτι της.
«Το νιονιό σου και μια λίρα!» με μάλωνε εκείνη, σουφρώνοντας τα χείλη της. «Ποια Δήμητρα; Ε; Ποια; Ερμιόνη την έλεγαν τη μάνα μου! Σου το ’χω πει χίλιες φορές. Μα πώς ξεχνάς έτσι, νέα κοπέλα! Εγώ θυμάμαι τα πάντα κι ας πέρασα τα ογδόντα».
Η αλήθεια είναι πως, για την ηλικία της, το μυαλό της δούλευε τέλεια. Το σώμα της όμως είχε κάπως βαρύνει. Ήταν και ψηλή γυναίκα, εύσωμη από τα νιάτα της, κουραζόταν εύκολα πλέον. Την είχα έγνοια λοιπόν και περνούσα συχνά από το σπίτι της για να τη δω και να της ψωνίσω αν ήθελε. Της τηλεφωνούσα, δε, καθημερινά. Εκείνο το Σάββατο, νωρίς το πρωί, μου τηλεφώνησε πρώτη εκείνη και με κοψοχόλιασε.
«Μην ανησυχείς, μια χαρά είμαι», με καθησύχασε αμέσως. «Εσύ, όμως, έλα κατά τις δώδεκα από δω. Θα κάνω χορτόπιτα σήμερα».
«Βρεχτή» ή «στη μέση;» ρώτησα, για να μην χαρώ άδικα.
«Όπως μας αρέσει».
«Άρα «βρεχτή». Τέλεια! Στις δώδεκα θα είμαι εκεί».

Η θεία, μαγείρευε θαυμάσια – τα γεμιστά της μου έχουν μείνει αξέχαστα – αλλά στις πίτες και ειδικά στη χορτόπιτα ήταν πραγματικά άπιαστη. Το μείγμα της, με άγρια χόρτα και μυρωδικά από τον κήπο της, ήταν ασύγκριτο σε γεύση και άρωμα. Όσο για το αέρινο και τραγανό φύλλο της, ένα ποίημα. Παλαμάς και βάλε…
Στις δώδεκα, ακριβώς, ήμουν έξω από το σπίτι της. Η φρεσκοψημένη πίτα μοσχοβολούσε από μέσα. Ο ήλιος του Μάη έκαιγε και δεν καθίσαμε στην αυλή, προτιμήσαμε τη σάλα. Η θεία έφερε από την κουζίνα δυο μεγάλα πιάτα. Μέσα στο καθένα υπήρχε ένα πελώριο τριγωνικό κομμάτι που άχνιζε. Έκανε να μου δώσει αυτό που προοριζόταν για μένα, μα σαν να δίστασε για μια στιγμή, σαν κάτι να σκέφτηκε και το τράβηξε πίσω. Τελικά, κάνοντας μια ακατανόητη κίνηση με το κεφάλι της, μου το έδωσε κι αρχίσαμε να τρώμε.
«Μμμ, όνειρο, όνειρο!» έλεγα εγώ, ανάμεσα σε βρυχηθμούς και επιφωνήματα ευχαρίστησης.
Η Ευθυμία έτρωγε ήσυχα, κοιτάζοντάς με σκεπτική κι αναστενάζοντας κάθε τόσο.
«Τι έπαθες καλέ και ξεφυσάς;»
«Είπα να μη σου πω τίποτα», άρχισε διστακτικά, «μα αν δεν σου πω θα σκάσω. Δεν ξέρεις τι έπαθα σήμερα με τούτη την πίτα».
«Ε, πες μου να μάθω», είπα αδιάφορα και χωρίς να σηκώσω το κεφάλι μου απ’ το πιάτο.
«Την ώρα που την έπλαθα ποιος λες ότι πέρασε για επίσκεψη;»
«Ο Μπιθικώτσης», απάντησα στην τύχη.
«Σπίρτο είσαι», μου έδωσε εκείνη τα εύσημα. «Με την πρώτη το βρήκες».
Δεν ήταν φυσικά ο γνωστός τραγουδιστής αυτός που την είχε επισκεφτεί αλλά η κουμπάρα της, η Κατίνα, η οποία του έμοιαζε απίστευτα και θα μπορούσε να είναι η δίδυμη αδερφή του. Το είχα πει αυτό κάποτε στη θεία και γέλασε με την ψυχή της. Από τότε της το κολλήσαμε το «χαϊδευτικό» της κουμπάρας κι έτσι την αποκαλούσαμε όταν ήμασταν μόνες.
«Λοιπόν;»
«Τι λοιπόν; Ξέρεις πόσο παράξενη και σχολαστική είναι η Κατίνα».
Ήξερα. Ήταν εμμονική, σε βαθμό υστερίας, με την καθαριότητα και την τάξη. Αλλά η θεία δεν είχε λόγο να ανησυχεί. Το σπίτι της ήταν καθαρό και περιποιημένο.
«Κάτσε να στα πω από την αρχή για να καταλάβεις», είπε διαβάζοντας την απορία στα μάτια μου.

Η Ευθυμία σηκώθηκε νωρίς το πρωί, ευδιάθετη και αποφασισμένη να φτιάξει την πίτα που από καιρό ορεγόταν. Μάζεψε τα χόρτα, τα έπλυνε προσεκτικά και ετοίμασε το μείγμα για τη γέμιση. Όσο αυτό κρύωνε ετοίμασε και το ζυμάρι. Πριν ξεκινήσει να πλάθει έψαξε για το λευκό τραπεζομάντηλο, εκείνο που έστρωνε στο ντιβανάκι της κουζίνας και άπλωνε επάνω του τα φύλλα. Ούτε αυτό βρήκε, ούτε τα τρία μικρότερα που είχε. Μετά θυμήθηκε πως τα ’χε δανείσει όλα στη γειτόνισσά της την Αγγελικώ, που φιλοξενούσε εκείνες τις ημέρες κάποιους συγγενείς της από τον Καναδά. Η ίδια δεν χρειαζόταν τραπεζομάντηλο για να φάει, μια χαρά έτρωγε και σε πετσέτα. Κάτι όμως έπρεπε να στρώσει και στο ντιβάνι… Κι αντί να σκεφτεί και να πάρει κάποιο από τα σεντόνια της, τα ολοκαίνουρια, που τα είχε στοίβα στη ντουλάπα, εκείνη προτίμησε και πήρε – πως της ήρθε αλήθεια! – μια νυχτικιά! Τι πείραζε; Κι έπειτα ποιος θα την έβλεπε; Κανείς. Τέντωσε λοιπόν τη θεόρατη νυχτικιά στο κρεβάτι κι έπιασε ν’ ανοίγει τα φύλλα. Βρισκόταν στο προτελευταίο όταν άκουσε τη φωνή της Κατίνας: «Κουμπάρα! Ε, κουμπάρα!»
«Μπα που να σκάσεις!» σκέφτηκε δαγκώνοντας τα χείλη της. «Ώρα που βρήκες να έρθεις!»
Κοίταξε γύρω της πανικόβλητη. Τι να κρύψει και τι ν’ αφήσει… Στο μεταξύ, η άλλη απ’ έξω φώναζε πιο δυνατά. Τι να έκανε; Δεν γινόταν να την αφήσει να στέκεται στην πόρτα, ήταν άλλωστε ανοιχτή, όπως δεν γινόταν να αφήσει και τη δουλειά της στη μέση. Τα φύλλα θα στέγνωναν κι ο κόπος της θα πήγαινε χαμένος.
«Θα της πω να περάσει κι όλη η ντροπή δική μου», αποφάσισε κι αμέσως ξαναβρήκε τη σιγουριά της.
Η κουμπάρα, όταν είδε την τσαγαλί νυχτικιά να εκτελεί χρέη τραπεζομάντηλου, έφριξε. Κοίταξε την Ευθυμία με υψωμένο φρύδι και βλέμμα γερακιού, περιμένοντας την απολογία της. Εκείνη, όμως, ήταν αποφασισμένη να μην της κάνει το κέφι. Ατάραχη και μες στα χαμόγελα, της έβγαλε γλυκό και ξανάπιασε τον πλάστη.
«Ωραία δαντελίτσα έχουν τα μανίκια της», είπε τότε η Κατίνα, που ήθελε να πετύχει, οπωσδήποτε, τον σκοπό της.
«Της νυχτικιάς; Ωραιότατη!» έλαβε την έξοχη, όσο και απρόσμενη, απάντηση που την έκανε να χάσει τη μιλιά της. Η θεία τέλειωσε με την πίτα, τη σταύρωσε και την έβαλε στον φούρνο. Κι όταν εκείνη ήταν σχεδόν έτοιμη έκανε την τελευταία της κίνηση.
«Σήμερα, δεν θα μου χαλάσεις το χατίρι, θα μείνεις να φάμε μαζί Κατινάκι μου!» έδωσε τη χαριστική βολή στην έντρομη κουμπάρα. «Οπωσδήποτε θα μείνεις. Επιμένω!»
Περιττό αλλά το αναφέρω: ο «Μπιθικώτσης» έφυγε με ταχύτητα μεγαλύτερη από αυτή του φωτός. Εγώ πάλι είχα μείνει ενεά. Σε μετάφραση: παγωτό.
«Μην τρομάζεις παιδί μου!» είπε η θεία, βλέποντάς με μαρμαρωμένη. «Η νυχτικιά είναι ολοκαίνουρια. Καθαρή και σιδερωμένη. Ψες βράδυ τη φόρεσα πρώτη φορά».
Η τελευταία μπουκιά, η απολαυστικότερη υπό άλλες συνθήκες, πήγε και στάθηκε στο λαιμό μου. Σφήνωσε κάπου στη μέση του κι ούτε κάτω πήγαινε, ούτε επάνω. Μελάνιασα. Κόντευα να πνιγώ.
«Αλλά όσο να πεις την στραπατσάρισα», εξακολούθησε απτόητη και ανίδεη για το δράμα μου, η Ευθυμία. «Όλη τη νύχτα μέσα της κοιμόμουν. Κι έπειτα, μες στον ύπνο μου δεν θα την έκλασα; Ύπνος είναι αυτός. Θα την έκλασα σίγουρα».
Δεν ξέρω πως, αλλά κατάφερα να σπρώξω προς τα μέσα τη μπουκιά που με έπνιγε, εμποδίζοντας, συγχρόνως, όλες τις υπόλοιπες από το να βγουν προς τα έξω. Αυτός ο αγώνας δόθηκε στα κρυφά, δεν ήθελα να καταλάβει κάτι η θεία και να πικραθεί.
«Τώρα εσύ… ξέρω, θα σιχαίνεσαι», είπε εκείνη κοιτώντας με με βλέμμα ανερμήνευτο, που δεν θα ’λεγα ότι ήταν απολογητικό ή περίλυπο. «Σιχαίνεσαι ε;»

Την βεβαίωσα πως όχι, φυσικά και δεν σιχαινόμουν. Αν ήταν ποτέ δυνατόν! Και για να την πείσω δέχτηκα πρόθυμα τα δυο κομμάτια που μου τύλιξε, για «κολατσιό», κι έγινα καπνός. Το ίδιο απόγευμα μου τηλεφώνησε ο μικρότερος γιος της, ο Άγις, και ανάμεσα σε άλλα του είπα και για το πάθημά μου με την πίτα, να γελάσει ο άνθρωπος.
«Έκανε τέτοιο πράγμα η μάνα μου;» απόρησε εκείνος, γνωρίζοντας από πρώτο χέρι τη νοικοκυροσύνη της. «Αποκλείεται!»
Δεν ήξερα τι να πω. Καταντράπηκα. Η ιστορία αυτή εξέθετε τη θεία και το σωστό θα ήταν να μείνει κρυφή. Ο «Μπιθικώτσης θα φρόντιζε, βέβαια, να τη μάθουν όλοι στο χωριό αλλά αυτό δεν σήμαινε ότι θα ’πρεπε να τη μάθει κι ο γιος της και μάλιστα από εμένα! Είχα φερθεί, το λιγότερο, απερίσκεπτα και δεν θα παραξενευόμουν αν εκείνος θύμωνε μαζί μου. Αλλά ο Άγις το διασκέδαζε.
«Ώστε έτσι, έφαγες χορτόπιτα σπέσιαλ!» είπε, καταβάλλοντας προσπάθεια να ακουστεί σοβαρός.
«Τι να γίνει; Έτυχε», έκανα εγώ την ανώτερη.
«Και δεν μου λες, δεν μου λες, την υπόλοιπη πίτα τί την έκανες;» με ρώτησε, κρυφογελώντας.
«Ποια υπόλοιπη;» είπα με υποψία.
«Αυτή που σου ’δωσε για το σπίτι, ή μήπως δεν σου ’δωσε «κολατσιό;»
Φυσικά και μου είχε δώσει «κολατσιό» αλλά αυτό δεν του το ’χα αναφέρει. Το γεγονός ότι το γνώριζε, σήμαινε ότι γνώριζε και όλη την ιστορία πολύ πριν του τη διηγηθώ.
«Την έριξα στις κότες», απάντησα ξερά. «Τι άλλο, δηλαδή, να την έκανα;»
«Να την έτρωγες ίσως;»
Η απάντησή του με άφησε άναυδη.
«Μα καλά, βρε χαζοπούλι», εξακολούθησε αυτός, σκασμένος στα γέλια, «δεν κατάλαβες πως σου είπε ψέματα, πως σε κορόιδεψε;»
«Και γιατί να με κοροϊδέψει;» ρώτησα, προσπαθώντας να καταλάβω τι είχε συμβεί.
«Τι γιατί, βρε κορίτσι μου! Έτσι για να γελάσει», μου έδωσε την εξήγηση. «Από την ίδια το έμαθα. Σου είπε πως τάχα έστρωσε τη νυχτικιά της αντί για τραπεζομάντηλο κι εσύ την πίστεψες!»
«Ώστε έτσι σου είπε!» ρουθούνισα αγριεμένη.
«Έτσι ακριβώς!» με βεβαίωσε. «Μα τι χαζή που είσαι! Χο, χο! Να σου τη φέρει έτσι μια γριά;»
«Ευτυχώς που στο σόι μας έχουμε εσένα, τον έξυπνο!» του είπα, απίστευτα θιγμένη, και του ’κλεισα το τηλέφωνο. Θα τον «στόλιζα» όπως του άξιζε αλλά έλαβε χάρη γιατί ήταν είκοσι πέντε χρόνια μεγαλύτερός μου και τον σεβόμουν.

Τον φαντάστηκα να γελάει ακόμα σε βάρος μου, να ξεκαρδίζεται, κι έγινα μπαρούτι από τον θυμό μου. Σίγουρα έμοιαζα με χύτρα ταχύτητος που της έχει φράξει η βαλβίδα ατμού και ετοιμάζεται για το μπαμ! Έπειτα από αρκετή ώρα, όταν μου πέρασαν τα νεύρα, γέλασα κι εγώ. Και, ως τελευταία, γέλασα καλύτερα. Έκανα και κάτι άλλο. Του τηλεφώνησα για να του πω πως, πριν φύγω από το σπίτι της παμπόνηρης θείας, μπήκα στην κουζίνα μαζί της για να παραλάβω το «κολατσιό». Επικρατούσε μια σχετική ακαταστασία γιατί με τις επισκέψεις δεν είχε προλάβει να συμμαζέψει. Τα σκεύη ήταν άπλυτα στον πάγκο, ο πλάστης ακόμα στο τραπέζι και η νυχτικιά, με τα μάτια μου την είδα, ήταν πασπαλισμένη με νισεστέ και απλωμένη φαρδιά πλατιά, επάνω στο ντιβάνι. Από την ανάποδη μάλιστα! Και εντάξει, του είπα, εγώ την είχα πάθει αφού είχα φάει χορτόπιτα σπέσιαλ, με απ’ όλα που λέμε, αλλά μήπως δεν την είχε πάθει κι εκείνος «τρώγοντας» την ιστορία που του είχε «σερβίρει» η μανούλα του κατά πως την βόλευε;
Ο Άγις, το εξυπνοπούλι, δεν είπε το παραμικρό. Δεν μπορούσε να πει. Μα ούτε και να γελάσει μπορούσε. Ήμουν σίγουρη κι ας μην τον έβλεπα, πως είχε πανιάσει καθώς σκεπτόταν πως υπήρχε μεγάλη πιθανότητα να είχε γευτεί και ο ίδιος, κατά το παρελθόν, μια τέτοια χορτόπιτα: Σπέσιαλ!

Η θεία μας την είχε «φέρει» μια χαρά. Τρεις την «πατήσαμε» εκείνη τη μέρα, εγώ λίγο περισσότερο!