Η μονοκατοικία στην αρχή της οδού Βερμίου ξεχώριζε από τα γύρω κτίσματα της συνοικίας. Ήταν υπερυψωμένη, με μεγάλη μαρμάρινη σκάλα και λευκές κολώνες που υποδέχονταν τον επισκέπτη στη στεγασμένη βεράντα. Πλάι στη βαριά λευκή ξύλινη πόρτα με το θαμπό κρύσταλλο και το περίτεχνο σχέδιο στα κάγκελα μπροστά από το τζάμι, ένα ρόπτρο στο σχήμα χεριού περίμενε να το κτυπήσει κάποιος για να αναγγείλει μια άφιξη.
Τα γύρω σπίτια ταπεινά, κατασκευασμένα με φτηνά υλικά ,πάσχιζαν να καμουφλάρουν τις κακοτεχνίες τους πίσω από τενεκέδες σε διάφορα χρώματα γεμάτους με βασιλικούς και κατιφέδες. Στέκονταν με μισόκλειστα τα παντζούρια τους σαν να είχαν χαμηλωμένα τα βλέφαρα μπροστά στην υπεροχή «της βίλας» όπως αποκαλούσαν όλοι το μεγάλο σπίτι, που θαρρείς πως έχοντας επίγνωση αυτής της υπεροχής, κρατούσε απόσταση δυο κενών οικοπέδων ανάμεσα σ΄ αυτό και στα επόμενα σπίτια.

Θα περίμενε κανείς πως κουστουμαρισμένοι κύριοι με σκληρά καπέλα και κυρίες με ακριβά ρούχα και μαλλιά φτιαγμένα στο κομμωτήριο θα ανέβαιναν την σκάλα και θα επισκέπτονται τους ιδιοκτήτες… Όμως τα πράγματα δεν ήταν έτσι.
Η νοικοκυρά του σπιτιού, η κυρία Λουκία ήταν μια γυναίκα που με την πρώτη ματιά καταλάβαινες πως δεν είχε καμιά σχέση με την ομορφιά και την κομψότητα. Κοντούλα , με λίγα παραπάνω κιλά για το ανάστημά της, δεν είχε κανένα πρόβλημα να δείχνει τα στραβά της πόδια φορώντας τις κοντές φούστες της μόδας που τις συνόδευε με μπλούζες ή πουκάμισα που άλλοτε ήταν μικρότερα κι άλλοτε μεγαλύτερα από το νούμερο της, αλλά πάντα τα φωτεινά κι έντονα χρώματα τους ήταν άσχετα με της φούστας, κάνοντας την να φαίνεται σαν μέλος τσίρκου σε περιοδεία. Το χλωμό δέρμα της ήταν γεμάτο καφετί φακίδες και τα βλέφαρα της που ήταν τόσο αραιά και τόσο ανοιχτόχρωμα που σχεδόν δεν τα έβλεπες ,ανοιγόκλειναν συνέχεια σαν παραθυρόφυλλα ενώ τα δυο πελώρια πράσινα γουρλωτά μάτια της έμοιαζαν να απορούν, τι ζητάει ένα πλάσμα σαν κι αυτή σ΄ αυτό τον κόσμο…
Τα πορτοκαλί μαλλιά της, ατίθασα τσουλούφια που πετάγονται από δω κι από κει, την έκαναν να μοιάζει σαν να είχε μόλις σηκωθεί από το κρεββάτι, μετά από ένα δύσκολο κι εφιαλτικό ύπνο που την έκανε να γυρνά ολονυχτίς στο προσκέφαλο. Ένα τσιγάρο, ένα χαμόγελο ή μισό τραγούδι είχε πάντα στο μεγάλο στόμα με τα λεπτά άχρωμα χείλη και τα υπόλευκα σχεδόν τριγωνικά σαν του δελφινιού δόντια. Είχε όμως μυαλό ξυράφι και μια καρδιά μπαξέ που χώραγε τον κόσμο όλο.

Μοναχοκόρη, πλούσιας οικογένειας, στην Πελοπόννησο όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε η Κυρία Λουκία είχε την ατυχία να αγαπήσει με πάθος τον όμορφο Μήτσο, τον γυναικοκατακτητή της κωμόπολης, που όταν τον πλησίαζε αυτός λάκιζε σαν σκιαγμένο σκυλί. Κλάμα και νταλκά η Λουκία και δώστου η μάνα της η κυρία Στέλλα να την τρέχει στις μοδίστρες και στις κομμώτριες για να τη σουλουπώσει και να δελεάσει τον Μήτσο που δεν είχε στον ήλιο μοίρα. Μπορεί να ήταν φτωχός κι απένταρος αλλά είχε σκοπό να πιάσει την καλή και να βρει τον έρωτα της ζωής του ακόμα κι αν χρειαζόταν να φτάσει στην άκρη του κόσμου… Έτσι μια ωραία πρωία πήρε το καπελάκι του κι έφυγε στη Γερμανία!!!
Έπεσε ξερή να πεθάνει η Λουκία. Πέρασαν ένα, δυο, πέντε χρόνια κι η ανάμνησή του είχε αράξει φαρδιά πλατιά στην καρδιά της και δεν έλεγε να βγει, ενώ ο ίδιος ο Μήτσος έπινε τις μπύρες του κάπου στο Μόναχο συντροφιά με δίμετρες Γερμανίδες. Το πήρε απόφαση η Λουκία ότι άλλον άντρα δεν πρόκειται να αγαπήσει. Πάνω στον έκτο χρόνο, ο πατέρας της, έξυπνος άνθρωπος που διέβλεπε ότι η κατάληξή της θα ήταν στο ράφι και με την έγνοια, τί θα γίνει η κόρη του άμα κλείσουν οι γονείς της τα μάτια τους, της έφερε τα προξενιά.

Στρατιωτικός που δεν επρόκειτο ποτέ να ανέβει στους ανώτερους βαθμούς ο Διαμαντής με ευχάριστο παρουσιαστικό, δεν διέθετε δεύτερο παντελόνι πέραν αυτού της στολής του κι είχε να παντρέψει δυο αδελφές.
Από την άλλη μεριά η Λουκία δεν είχε σκοπό ούτε να κλειστεί σε μοναστήρι για τα μάτια του Μήτσου, ούτε να δηλητηριάσει τη ζωή των γονιών της που θα μαράζωναν βλέποντάς την γεροντοκόρη. Η ζωή συνεχίζεται …σκέφτηκε και δέχτηκε να τον παντρευτεί με την προϋπόθεση ότι η προίκα θα είναι στο όνομά της εκτός από κάποια μετρητά που θα έπαιρνε ο Διαμαντής για «τη δουλειά» γιατί δεν ήταν χαζή να πιστέψει ότι την ερωτεύτηκε κιόλας…

Έγινε ο γάμος κι έβαλε λυτούς και δεμένους ο πατέρας της για να πάρει μια θέση ο γαμπρός του που να μην έχει μεταθέσεις κι εγκαταστάθηκαν στο καινούριο σπίτι, «στη βίλα». Κύριος στις συμφωνίες του ο Διαμαντής, παρόλο που του έφερνε μια ταραχή η θέα και μόνο της Λουκίας, κατέπνιγε την αποστροφή του και προσπάθησε να την προσεγγίσει μέσα από την καθημερινότητα. Όμως όταν έπεφταν στο κρεβάτι ή Λουκία ήταν ο Βεζούβιος και το Φούτζι- Γιάμα μαζί κι ενώ οι μέρες περνούσαν αδιάφορα οι νύχτες ήταν μαγικές, όταν φαντασιωνόταν άλλες γυναίκες πιο όμορφες στην όψη αλλά καιγότανε στη φωτιά που άναβε στο κατασκότεινο δωμάτιο το κορμί της γυναίκας του κι έκαιγε τα σκεπάσματα κι αυτόν μαζί.
Η Λουκία… που δεν είχε ξεχάσει ποτέ τον Μήτσο και του έδινε τα φιλιά και τα χάδια της στο συζυγικό κρεβάτι, στο στόμα και στο κορμί κάποιου άλλου. Όταν ήρθε στον κόσμο ο γιός τους ο Χάρης όλα λάμψανε αλλιώς. Όλα φαίνονταν γαλάζια, τα πρώτα βήματα, τα παιχνίδια, τα πρώτα γενέθλια, οι γιορτές και τα γέλια που ακολούθησαν.

Όταν ο Χάρης πήγε νηπιαγωγείο έκανε τους πρώτους φίλους που έμελλε να ζήσουν μαζί τα καλύτερα χρόνια τους. Παιδιά με γρατζουνισμένα γόνατα και τριμμένα ρούχα ανεβοκατέβαιναν φωνάζοντας τη σκάλα της «βίλας» και γυναίκες με φτηνές λουλουδάτες ρόμπες έπιναν καφέ στην κουζίνα με την κυρία Λουκία.
Έξι παιδιά, μαζί στο δημοτικό, μαζί στο γυμνάσιο και στο λύκειο, στις καφετέριες, στο σπίτι του, να μοιράζονται από τα πρώτα παιχνίδια του μέχρι τη δισκοθήκη του. Να τρέχει δίπλα τους στη μεγάλη κατηφόρα με το αυτοσχέδιο πατίνι που του είχαν φτιάξει με ρουλεμάν κι ήταν ίδιο με το δικό τους που τόσο ζήλευε και να νοιώθει σαν να μην έχει βάρος , σαν να πετάει.. Κι αργότερα με κάτι σαράβαλα μηχανάκια να πηγαίνει βράδυ κρυφά από τη μάνα του μαζί τους «στον υπόγειο» όπως έλεγαν το δρόμο κάτω από τη γέφυρα για να κάνουν σούζες και μεταμεσονύκτιες κόντρες μέχρι να τους κυνηγήσουνε οι μπάτσοι.
Τα πάρτι, τα πρώτα χτυποκάρδια, τα πρώτα μεθύσια και τα παρατράγουδά τους δεν περνούσαν απαρατήρητα από τον Διαμαντή που γινόταν έξαλλος με τους βαθμούς του γιού του, κάθε φορά που έπαιρνε έλεγχο και κάθε τόσο τον κατσάδιαζε και του έλεγε επιτιμητικά « δεν πρόκειται να κάνεις προκοπή εσύ… Ένας άχρηστος θα είσαι … ένας άχρηστος!»

Όταν παρ’ όλα τα φροντιστήρια και τα ιδιαίτερα δεν πέρασε σε καμιά σχολή, το ποτήρι ξεχείλισε… Ο Διαμαντής κατακόκκινος κι εκτός εαυτού έβριζε θεούς και δαίμονες, η Λουκία δεν ήξερε κατά που να κάνει κι ο Χάρης δεν ένοιωθε καμιά ενοχή, καμιά τύψη, απλά ήθελε να φύγει… Να φύγει για να μην ακούει όλα αυτά και την κατακλείδα «δεν πρόκειται να κάνεις προκοπή …Είσαι ένας άχρηστος…Ένας άχρηστος».
Για να μην γίνουν χειρότερα τα πράγματα η Λουκία νοίκιασε του γιου της μια γκαρσονιέρα δυο τετράγωνα πιο πέρα. Τα ενοίκια που έπαιρνε από τα κτήματα και τα ακίνητα που είχε στην Πελοπόννησο της εξασφάλιζαν την οικονομική ανεξαρτησία της και της επέτρεπαν να γράφει τον Διαμαντή στα φαγωμένα τακούνια από τις γόβες της… Εκεί φρόντιζε να μην του λείπει τίποτα, ενώ με τον πατέρα του δεν είχε καμία επαφή, πάρα μόνο σπάνιες τυχαίες συναντήσεις στο δρόμο με αμοιβαία αδιαφορία.
Από την παρέα άλλοι είχαν αρχίσει τις σπουδές κι άλλοι ήδη είχαν βρει μια δουλειά, κάτι ειδύλλια είχαν αρχίσει να δημιουργούνται, κι όλοι είχανε στέκι την γκαρσονιέρα του Χάρη. Εκείνος είχε πάρει τα εξωτερικά χαρακτηριστικά του πατέρα του και την εξωστρέφεια της μάνας του. Όμως όταν έμενε μόνος κάτι σκίαζε το βλέμμα του και το γέλιο του έμοιαζε συγκρατημένο.

Ο στρατός χώρισε την παρέα κι όταν ξαναβρέθηκαν η ζωή για κάποιους είχε ήδη πάρει την μόνιμη μορφή της. Άλλοι είχαν κατασταλάξει σε μια δουλειά, άλλοι την έψαχναν ακόμα κι άλλοι είχαν ζευγαρώσει και πήγαιναν για γάμο.
Εκείνος ήταν στο πουθενά… Περνούσαν οι μήνες και στο μυαλό του άκουγε άλλοτε ψιθυριστά κι άλλοτε θυμωμένη τη φωνή του πατέρα του να του λέει «δεν πρόκειται να κάνεις προκοπή εσύ… Ένας άχρηστος θα είσαι … ένας άχρηστος!»
Για τρία χρόνια μπάρκαρε στα καράβια. Γύρισε τον κόσμο, στην κοιλιά του καραβιού με ένα τσούρμο ανθρώπους από όλες τις φυλές. Έψαξε τον εαυτό του στο βυθό της ψυχής του και στον αφρό των μανιασμένων κυμάτων. Σε βρόμικα λιμάνια πλάγιασε με αγνές πόρνες και στις μεγάλες τρικυμίες προσευχήθηκε με αλλόθρησκους σε ένα σωτήρα Θεό . Γύρισε με κάποια λεφτά για μια αρχή, με ένα ταττού στο μπράτσο κι ένα τσαλακωμένο βιβλίο με τα ποιήματα του Καββαδία.

Η φωνή του πατέρα του να μη βγάζει το σκασμό, να τον τσιγκλάει, να τον λοιδορεί, να τον τρελαίνει… Ήθελε να τον κρίνει κι όλας ο κωλόγερος… που αν δεν ήτανε η μάνα του με την προίκα της ένας θεός ξέρει σε ποια κορφούλα θα ήτανε κι αν θα είχε τα κότσια να το παίζει επιτυχημένος, ο καραβανάς της πλάκας.
Με το θυμό να τον χτυπά όπως το κύμα το βράχο άνοιξε ένα μίνι μάρκετ στη γειτονιά που βρισκόταν η γκαρσονιέρα του. Δουλειά από το πρωί μέχρι τις έντεκα το βράδυ, εφτά μέρες τη βδομάδα. Μέχρι να στρώσει η δουλειά ήταν χαμένος από την παρέα. Από ότι μάθαινε κι αυτοί ζορισμένοι ήτανε… όλοι είχανε δουλειά, κάποιοι είχαν παντρευτεί, είχαν παιδί, πεθερικά κι όλα τα συναφή…Βρίσκονταν όμως μεταξύ τους κάτι Σάββατα για κανένα κρασί, τα πρωινά της Κυριακής για κανέναν καφέ στα παλιά τα στέκια, κανόνιζαν κανένα μπάνιο τα καλοκαίρια και καμιά κοντινή εκδρομούλα, όταν μπορούσαν να συγχρονιστούν. Εκείνος απών…
Περνούσαν από το μάρκετ και αγόραζαν ότι χρειάζονταν για να τον στηρίξουν κι εκείνος τους έλεγε « να κανονίσουμε να βρεθούμε» και του απαντούσαν «εμείς εδώ είμαστε, όποτε θέλεις έλα» κι αυτός το μετέθετε για την άλλη βδομάδα.

Οι βδομάδες περνούσαν, το μαγαζάκι αποδείχτηκε χρυσορυχείο κι ο Χάρης αποφάσισε να κάνει και πρατήριο βενζίνης αφού οι προδιαγραφές που είχε ο χώρος το επέτρεπαν. Μέσα στο χρόνο έκανε κι επέκταση στο μίνι μάρκετ.
Μια καλοκαιριάτικη Κυριακή ήρθαν σε κομβόι οι φίλοι του να βάλουν βενζίνη, ξεκινώντας για την παραλία. Με τα πλατιά χαμόγελα κάτω από τα καλοκαιρινά καπέλα τους και τα αυτοκίνητα γεμάτα με παιδιά, σκυλιά, κουβαδάκια, σωσίβια και στρώματα. Βγήκε όπως όλες τις φορές με τα χέρια γεμάτα αναψυκτικά, σνάκ και γλειφιτζούρια που τους τα έδινε από τα ανοιχτά παράθυρα.
Στα μάτια του τρεμόπαιζε μια λύπη σα σύννεφο στον καλοκαιρινό ουρανό.
Βγήκανε όλοι από τα αυτοκίνητα να πούνε μια καλημέρα.
«Να κανονίσουμε να βρεθούμε, να πάμε για κανένα καφέ, να φάμε κανένα ψαράκι καμιά φορά» είπε για πολλοστή φορά ο Χάρης.
«Καλά, ρε μας δουλεύεις;» Φόρτωσε άγρια ο Γιάννης που ούτε τις σκέψεις ,ούτε το στόμα του μπορούσε να κρατήσει κλειδωμένο. «Πόσα χρόνια, πόσες φορές σου έχουμε πει που θα πάμε και τι θα κάνουμε για να έρθεις; Μας έχεις ή δε μας έχεις γραμμένους; Κάθε φορά που ερχόμαστε στο μαγαζί όλο τις ίδιες μαλακίες θα μας λες; Άμα θες να βρεθείς με τους φίλους σου κλείστο το ρημάδι , βρες τον τρόπο και το χρόνο και κάντο, όπως το κάνουμε όλοι μας. Ή μήπως νομίζεις ότι όλοι εμείς είμαστε άνετοι κι όποτε μας τη βαράει κάνουμε ότι μας καπνίσει; Κανόνισε να ‘ρθεις την επόμενη φορά και μην τολμήσεις να ξαναρωτήσεις «πότε θα βρεθούμε», τουλάχιστον όχι σε μένα…
Μπήκε στο αυτοκίνητο και μαρσάρισε αφήνοντάς τον κάγκελο και τους άλλους που τον άκουσαν να λέει όσα είπε, αμήχανους αλλά ανακουφισμένους σαν να τα είχαν πει οι ίδιοι.

Οι επόμενες μέρες κύλησαν στον ίδιο ρυθμό. Πελάτες και προμηθευτές μπαινόβγαιναν στο μαγαζί και ο Χάρης πίσω από το ταμείο σαν πιανίστας χτυπούσε τα κουμπιά της ταμιακής μηχανής σαν πλήκτρα που έβγαζαν μια φάλτσα μουσική. Η μηχανή άνοιγε το στόμα της και καταβρόχθιζε χαρτονομίσματα και κέρματα, ταΐζοντας το απύθμενο στομάχι της και με ένα ρέψιμο πετούσε μια απόδειξη.
Αργά το βράδυ έκλεισε ταμείο. Έβαλε ένα ουίσκι κι έκατσε με σβηστά τα φώτα στη θέση του στο ταμείο. Τα παράλληλα ράφια του μαγαζιού μοιάζανε σαν κτίρια μέσα σε μια σκοτεινή και έρημη πόλη… Τα ψυγεία των τροφίμων στο βάθος ήταν σαν καράβια φωτισμένα , δεμένα στους κάβους , σε ένα λιμάνι με βαλτωμένα νερά.
Μια ταμπέλα από το βενζινάδικο αντανακλούσε πάνω στα τζάμια του μαγαζιού σαν φάρος που αναβοσβήνει σε απόκρημνο βράχο. Δεν ακουγότανε τίποτα… Ούτε καν η φωνή του πατέρα του δεν ακουγότανε στο πιο σκοτεινό δωμάτιο του μυαλού του… Πού πήγε; Πότε χάθηκε και δεν το πήρε χαμπάρι;
Σε ποιον θα πει ότι πέτυχε; Για ποιον τα έκανε όλα αυτά; Σε ποιόν ήθελε να αποδείξει ότι δεν ήταν άχρηστος ; Στον πατέρα του ή μήπως στον ίδιο του τον εαυτό;
Απ΄ έξω η διαφημιστική πινακίδα εξακολουθούσε να αναβοσβήνει σαν θλιμμένο πάλσαρ κι αυτός ένοιωθε σαν ναυαγός που είχε σωθεί αλλά δεν είχε κουράγιο ούτε διάθεση να πανηγυρίσει τη σωτηρία του.
Έπρεπε να λύσει τα καράβια του και να σαλπάρει γι’ άλλα ταξίδια…

Μετά από πολλές αμφιταλαντεύσεις πήρε την απόφαση και πήγε να βρει τους φίλους του στο γνωστό καφέ που μαζεύονταν από παιδιά. Ήταν όλοι εκεί, αραχτοί. Γεμάτα δυο συνεχόμενα τραπέζια με φλυτζάνια, τασάκια με γόπες και ιδρωμένα ποτήρια με νερά. Από πάνω τους ένα σύννεφο καπνού και τα τσιγάρα τους θυμιατά σε μια αυτοσχέδια τελετουργία . Τον υποδέχτηκαν σαν να μην είχε προηγηθεί τίποτα. Πρώτος ο Γιάννης τον χτύπησε εγκάρδια στον ώμο και του πρότεινε να καθίσει δίπλα του.
Όμως το ένοιωθε δεν ήταν τα πράγματα τα ίδια, δεν ήταν όπως παλιά. Αυτοί είχαν αναπτύξει έναν άλλον κώδικα, μιλούσαν και γελούσαν και για πράγματα που εκείνος δεν γνώριζε, που γίνανε όταν εκείνος ήταν απών. Προβληματίζονταν και ζητούσαν τρόπους για να αλλάξουν τον κόσμο, έρχονταν σε αντιπαράθεση για τις ιδέες και τις πρακτικές τους για πράγματα που αυτόν δεν τον είχαν απασχολήσει ως τώρα… Πώς μπορούσε να αναπληρώσει το κενό; Πώς να γυρίσει πίσω το χρόνο; Πώς να τους ξαναβρεί; Πώς να τους φτάσει;
Πού είχε κάνει λάθος; Μήπως ήταν μόνος;
Ένα ρίγος τον διαπέρασε κάτω από το μπλε μπουφάν κι ήξερε ότι δεν ήταν του φθινοπώρου τ΄ αγέρι…

Ήτανε Κυριακή πρωί, είχε σχολάσει η λειτουργία στην Αγία Φωτεινή, που φαινόταν στο βάθος της πλατείας όταν τελείως απροσδόκητα μπήκε στο μάρκετ ο πατέρας του. Τα μαλλιά του είχαν τελείως γκριζάρει αλλά αυτός δεν το είχε προσέξει στις λιγόλεπτες τυχαίες συναντήσεις τους στο δρόμο… Ίσως κι επίτηδες να απέφευγε να τον κοιτάξει…
Ο Διαμαντής στάθηκε μπροστά του. Ο Χάρης παρέμεινε οχυρωμένος πίσω από την ταμειακή μηχανή…
-«Τελικά πρόκοψες!» του είπε.
– «Έτσι φαίνεται…» του απάντησε
-«Η μητέρα σου φτιάχνει παστίτσιο… Θα ‘ρθεις το μεσημέρι;»
-«Θα το κανονίσω…»
Πήρε την εφημερίδα του ο Διαμαντής από το στάντ κι έβαλε το χέρι στην τσέπη για ψιλά.
Ο Χάρης του έπιασε το χέρι και του είπε: «Ας την, στην κερνάω…»