To σκοτάδι πυκνό μέσα στο δωμάτιο. Περασμένες δύο κι ο ύπνος δεν έλεγε να έρθει. Άτιμο πράγμα η αϋπνία. Στην αρχή έκανε τάχα ότι κοιμάται, στριφογύρισε πέντε- έξι φορές, άλλαξε θέση, πήρε κι άλλο μαξιλάρι, μετά από λίγο τα πέταξε και τα δυο και αφού συμβιβάστηκε με την ιδέα ότι θα το ξενυχτίσει παραδόθηκε στη μαύρη ατμόσφαιρα του δωματίου και στη σιωπή.
Ανάκατες σκέψεις επισκέφτηκαν το μυαλό της για λίγο αλλά γρήγορα έφυγαν σαν να μην βρήκαν πρόσφορο έδαφος για να απλωθούν.
Τα αυτιά της σαν σόναρ έπιαναν μέσα στην απόλυτη σιωπή και τον παραμικρό ήχο. Το τρίξιμο του κρεβατιού, τον χτύπο του ρολογιού, την αναπνοή της μακαρίως κοιμωμένης μητέρας της στο διπλανό δωμάτιο…

Όμως από την ανοιχτή πόρτα της κουζίνας σαν να της φάνηκε ότι ακούγονταν παραπάνω από μια φωνές… ή τέλος πάντων κάτι σαν φωνές… Έστησε αυτί …
Το τραπέζι έλεγε στο αλατοπίπερο που είχε απομείνει μόνο στην επιφάνειά του.
– Άααχ που είναι οι καλές μέρες που γέμιζα απ΄ όλα τα καλά…
Η ηλεκτρική κουζίνα που ήταν διπλωμάτης περιωπής και ήθελε να κρατήσει ζωντανή την εικόνα της ευημερίας άναψε αυτόματα το μάτι της που είχε πάνω μια παλιά επώνυμη κατσαρόλα αριστοκρατικής καταγωγής με το υπόλοιπο του βραδινού τραχανά κι άρχισε να ζεσταίνει σε σιγανή φωτιά. Μια κουτάλα ανακατώστρα ,σαν σε διατεταγμένη υπηρεσία, πήδηξε μέσα στην κατσαρόλα κι άρχισε να αναδεύει το περιεχόμενο διαδίδοντας φέικ νιους ό,τι τάχα έφτιαχνε μοσχάρι… Η χύτρα παραδίπλα παρατηρούσε και σφύριζε αδιάφορα…
Ο απορροφητήρας πάτησε το κουμπί του κι άρχισε να δουλεύει στο φουλ φωνάζοντας ότι πρέπει να φιλτράρουμε ότι ακούμε. Έδειχνε περήφανος για ότι είχε κατακρατήσει το φίλτρο του από όσα άκουγε, ωστόσο κάποια από αυτά που έλεγε η κουτάλα, είχαν καταφέρει να τρυπήσουν το φίλτρο του απορροφητήρα κι ανεβαίνοντας από το φουγάρο ταξίδευαν προς την πόλη.

-Τι λες και συ… Ρώτησε ένα περίεργο μπρίκι τον φούρνο που αμέσως άναψε το φως του κι έλαμψαν οι ατσάλινες σκάρες του
-Α… εμένα μη με ανακατεύεται…Εγώ είμαι αυτόνομος! Έχω συνεργασία με σκεύη υψηλής ποιότητας και αντοχής και φιλοξενώ προϊόντα υψηλών προδιαγραφών όπως αμνοερίφια, χοιρινά και μοσχάρια γάλακτος, σουφλέ και παρασκευές με φρέσκο βούτυρο… Είμαστε κόσμοι δυο ταχυτήτων και δεν συναντιόμαστε πουθενά αλλά ακόμα και να συναντηθούμε δεν θα γίνουμε ποτέ μείγμα είπε θυμωμένα και κοκκίνησε το γκριλ του.
-Τι λες εσύ τηγάνι; Ρώτησε το μπρίκι το ατσάλινο τηγάνι που κρεμόταν στον τοίχο.
-Εγώ για να κάνω οτιδήποτε θέλω λάδωμα είπε λακωνικά και δεν ξαναμίλησε.
Το ψυγείο με ψυχρή λογική, τους συνέστησε να μην μαλώνουν και να αφήσουν τα πράγματα να κυλίσουν όπως κυλούν τόσα χρόνια. Ανοιγόκλεισε την κατάψυξή του και γύρισε τον διακόπτη της συντήρησης ένα βαθμό παραπάνω.
Η κουτάλα ήταν σίγουρη ότι θα είχε το πάνω χέρι αν έκανε ένα σκληρό μπλοκ με το μίξερ, το χτυπητήρι του καφέ τον αποχυμωτή κι όποια άλλη συσκευή είχε ειδικότητα στην πολτοποίηση και τον αχταρμά κι έκανε τις ανάλογες κινήσεις.

Τα ντουλάπια άρχισαν να ανοιγοκλείνουν τις πόρτες τους ζητώντας περιεχόμενο και ποιοτική αναβάθμιση και το υγρό πιάτων που ήθελε να ξεπλύνει την κουτάλα τα κατηγόρησε για λαϊκισμό.
Τα μαχαιροπήρουνα τάχθηκαν με την πλευρά των ντουλαπιών και τα ποτήρια είπαν ότι ήταν έτοιμα να «τα τσουγκρίσουν» για τις ιδέες τους. Μια παλιά πήλινη γάστρα είπε πως ψήνεται επανάσταση και μια μαύρη λαβίδα πήρε την κέτσαπ κι έγραψε πάνω στο ρολό κουζίνας που πρόσφερε εθελοντικά την επιφάνειά του «Δώστε περιεχόμενο στα ντουλάπια!!!»

Το πρώτο φως της μέρας άρχισε να τρυπώνει από τα παντζούρια. Από το δωμάτιο της μάνας της ο ήχος της τηλεόρασης μαρτυρούσε ότι είχε ξυπνήσει η γριά γυναίκα.
Ένας χαμογελαστός, φρέσκος και κομψός παρουσιαστής, έξι η ώρα το πρωί καλημέριζε έναν όμορφο κόσμο από την οθόνη, την ώρα που εκείνης έκλειναν τα μάτια.