Τρεις φορές πέρασε το μωρό της μέσα από τη Ζουρόπετρα και τρεις το βούτηξε μέσα στο γκιόλι με το νερό.
Το κρατούσε απ’τη φτέρνα, την νύχτα που ψήλωσε το φεγγάρι πάνω απ’ τις λεύκες.
Το ζιμπουνάκι του το κρέμασε πάνω στη βελανιδιά του Αγιού Τσιρκού και ύστερα αφού τύλιξε τρυφερά το μωρό της μέσα στην ‘φαντή του κουβερτούλα, πήρε τον κατήφορο για το χωριό της.
Καιγόταν στον πυρετό μια βδομάδα τώρα το λεχούδι της.
Η μαμή είχε σηκώσει τα χέρια ψηλά και ο γιατρός γύρευε πολλά μεταλίκια για να το κοιτάξει.
Μόνη γυναίκα η Μαρίνα, ο άντρας της σκοτώθηκε σ’ ένα ατύχημα στα ορυχεία της Εφταλούς μέσα στις γαλαρίες.
Έφτου πλακώθηκε και ούτε να τον ανασύρουν ήταν μπορετό απ’ αυτό το βάθος.
Ήταν έγκυος στο μήνα της όταν γίνηκε το κακό και από τη πολλή της στεναχώρια μόλις της πέμψαν τα μαντάτα γέννησε πρόωρα.
Αθανασία βάφτισε το κοριτσάκι της που έμελλε να βγει ασθενικό και ήλπιζε η έρμη μάνα τούτο το όνομα να του δώκει δύναμη να ζήσει.
Τα αδέρφια του αντρού της στην αρχή ήταν στο πλευρό της μετά και όσο ο καιρός περνούσε θαρρείς και κρύωνε το αίμα. Ασχολούνταν με τις ζωές και τα ζόρια τους και έτσι απλά την ξέχασαν.
Την ξέχασαν την Μαρίνα, ξέχασαν όμως και τον αδερφό τους και πήραν το μερτικό του πίσω από τη κοινή πατρική τους περιουσία αφήνοντας μάνα και παιδί επί ξύλου κρεμάμενους κυριολεκτικά.
Οι γυναίκες του χωριού τη θεωρούσαν κίνδυνο για τα σπίτια τους και οι αντροί την γλυκοβλέπαν και τη γυρόφερναν κάθε που γύριζε από τους νταγιφάδες ζωσμένη με το μωρό της στην πλάτη.
Η Μαρίνα πείσμωσε και έσφιξε τα δόντια όσο μπορούσε.
Τα λόγια της ήταν μετρημένα και τα μάτια της πάντα χαμηλά φοβούμενη μη άθελα της προκαλέσει.
Τις μέρες που είχε παγωνιά έτριβε σπόρους παπαρούνας στα ούλα του μωρού της και το άφηνε να κοιμάται ώρες στη πεζούλα δίπλα στην αναμμένη παραχούτ μέχρι να επιστρέψει απ’ τα χωράφια.
Έτσι συνηθούσαν εκείνα τα χρόνια οι εργάτριες και ήταν φυσικό μιας και καμιά δε σχόλαγε πριν την καμπάνα του εσπερινού.
Τώρα όμως ήταν αλλιώς.
Ο πυρετός δεν υποχωρούσε και για πρώτη φορά αυτή ένιωθε αβοήθητη.
Η γριά Παντέλαινα η μαμή τη λυπόταν.
Πήγαινε να ανεγορέψει το μωρό και άφηνε μια γραγούδα με ότι μαγείρευε κάθε μέρα, το βρισκάμενο.
Όμως η Μαρίνα έλιωνε ζωντανή απ’ την αγωνία.
Η Αθανασία ήταν ότι της απόμεινε από τον άντρα της τον Φώτη.
Δεν άντεχε να την χάσει και αυτή.
Ο Άγιος Τσιρκός αργούσε εγκληματικά να κάνει το θάμα του και τότε παρουσιάστηκε ο Μιλτιάδης.
Μαύρη η ώρα κει η στιγμή που εμφανίστηκε μπροστά της.
Δυο φορές χήρος και άτεκνος με τα διπλά της χρόνια, τη γύρεψε σε γάμο.
Δεν είχε κανένα περιθώριο να αρνηθεί.
Ποτέ κανείς μην αναμετρηθεί με την ανάγκη…
Ο γάμος γίνηκε με τα στέφανα περασμένα στους ώμους όπως συνηθίζονταν στους δεύτερους γάμους τότε και ο βίος μαζί του ήταν ακάνθινο μαρτύριο.
Αγριάνθρωπος, άξεστος, δίχως νοιαξιμο και αγάπη για κανέναν μέσα του.
Συχνά την πρόσβαλε με το παραμικρό και τη χτυπούσε δίχως έλεος όταν γυρνούσε μεθυσμένος από τον καφενέ.
Τέτοιο γουρούνι ήταν, που μια φορά βγήκε η ίδια να τον μαζέψει από τα σοκάκια.
Φώναζε και βλαστημούσε μαστουρωμένος και αυτή σιχαίνονταν να τους ακούει η γειτονιά μέσα στα άγρια μεσάνυχτα.
Κιος δε δίστασε στιγμή.
Με το που τη βλέπει τη κόλλησε όξω απ’ το στενό του σπιτιού τους και ξεκίνησε να τη βιάζει για ώρες μέχρι που ξεθόλωσε το μυαλό του το χάραμα και πήγε σα να μη συνέβη τίποτα μέσα να κοιμηθεί.
Η γειτονιά που τα έβλεπε όλα χαιρόνταν για τα πάθη της.
“Καλά να πάθει η καρακαχπέ που τύλιξε τέτοιον νοικοκύρη!
Έπρεπε να λέει και ευχαριστώ που την έσωσε από την πείνα κείνη και το μούλικο της.”
Ήταν όμορφη βλέπεις, πάει να πει παλιοθήλυκο.
Αυτό όμως που ξεχείλισε το ποτήρι είναι μια μέρα όταν τους είδε και τους δυο στη τραπεζαρία.
Η πεντάχρονη Αθανασία έκλαιγε σπαρακτικά παρακαλώντας να την αφήσει και αυτός της έσφιγγε τα μπρατσάκια και γελούσε χορεύοντας την ρυθμικά στα γόνατα του.
Η παλάμη της έπεσε με τέτοια δύναμη στο μάγουλο του που έχασε την ισορροπία του απ’ τη καρέκλα και βρέθηκε φαρδύς πλατύς στο πάτωμα.
Μέχρι να συνέλθει από το χτύπημα η Μαρίνα είχε μαζέψει ότι λεφτά είχε φυλαγμένα πήρε δυο ρούχα σε μια βαλιτσούλα το μωρό της αγκαλιά και έγινε καπνός.
Χρόνια μετά είπαν κάποιοι χωριανοί πως την είδαν φτασμένη θεατρίνα στην Αθήνα με το όνομα και τη φωτογραφία της σε ρεκλάμα.
“Δηλαδή πουτάνα!” κάγχασαν οι παλιές της γειτόνισσες που πλέναν στάρι μέσα στα μεγάλα σινιά καθούμενες στις δροσερές αυλές τους.
Αύριο ήταν του Αγιού Αθανασού, μεγάλη σχόλη!
Βιαζόταν να μουλιάσει το στάρι για τα κόλλυβα που θα ετοίμαζαν για την χάρη του Αγιού.