Όταν ο καιρός ήταν καλός, καθάριζε την φακή κάτω από το μεγάλο πεύκο που είχαμε στην αυλή. Πρώτα, σκούπιζε καλά το τραπέζι και μετά την έβαζε πάνω. Τότε, φόραγε τα πρεσβυωπικά, κοκάλινα γυαλιά και αφοσιωνόταν στο έργο της.
Ποτέ δεν μιλούσε όταν καθάριζε την φακή. Ούτε ήθελε να της μιλάνε. Εκείνο το δεκάλεπτο, έμενε σιωπηλή. Μόνο τα ροζιασμένα χέρια της ακούγονταν να σέρνονται πάνω στο τραπέζι και τα δάχτυλα της να τσακώνουν επιδέξια τις πετρούλες και τα σκουπίδια και να τα αφήνουν παραδίπλα.

Μεγάλη ιεροτελεστία το καθάρισμα της φακής για την γιαγιά μου. Λάτρευα να την παρακολουθώ. Σπανίως με άφηνε να κάνω την δουλειά μαζί της. Και όταν το έκανε, ήλεγχε πάντα την κάθε μου κίνηση.
Μόλις ολοκλήρωνε τα ξεσκαρτάρισμα, σκούπιζε τα χέρια της πάνω στην ποδιά της και άφηνε ευλαβικά τα γυαλιά παραδίπλα. Έριχνε την καλή φακή σε ένα λεκανάκι και εμένα μου έδειχνε με το βλέμμα τα σκουπίδια. Έτρεχα να τα μαζέψω και να τα πετάξω για να επιστρέψω γρήγορα κοντά της.
Δεν ήθελα με τίποτα να χάσω το επόμενο βήμα που ήταν και το αγαπημένο μου.
Την στιγμή, δηλαδή, που γέμιζε απότομα το λεκανάκι με νερό και παρακολουθούσε να δει ποιο σποράκι θα επιπλεύσει στην επιφάνεια. Όποια φακή ήταν πολύ ελαφριά για τα γούστα της, καταδικαζόταν σε πρόωρο θάνατο. Ακόμα και εκείνα τα σπόρια που έμοιαζαν τέλεια και ήταν στρογγυλά και λεία, αν ανέβαιναν πάνω – πάνω στο νερό, πετάγονταν στο νεροχύτη με περίσσια περιφρόνηση.

Έτσι έκανε η γιαγιά μου. Έτσι είχε μάθει.
Και ίσως έτσι να είναι το σωστό.
Αν δεν βουτήξεις τον άλλο στα βαθιά σου, πώς θα καταλάβεις αν υπάρχει λόγος να μείνει ή να φύγει;
Πιο σοφό δεν είναι να μένουν κοντά μας εκείνοι με τους οποίους μπορούμε να συνυπάρξουμε ακόμα και στους πιο σκοτεινούς βυθούς μας;
Τι να τους κάνουμε τους άλλους που σπεύδουν να τρέξουν μακριά όταν πνιγόμαστε…
– Την Καλημέρα μου και να “απολαμβάνετε τους βυθούς σας” με όσους λαχταράτε…

Από τη σελίδα του Βασίλη Λαμπογλου στο F/B.
– Πείνα Colada…Εποίησε.