Ένας δρόμος, σαν φαρδύ ποτάμι, και εκατό μέτρα ξερής γης ανάμεσα στο εδώ και στο απέναντι. Μικρή, σχετικά, η απόσταση.
Η Δάφνη βγαίνει από το σπίτι της, διασχίζει τον δρόμο-ποτάμι, την άγονη, δίχως ασφόδελους, γη και περνά απέναντι. Βαδίζει κάτω από τα πικρά δάκρυα του Κυπάρισσου ώρες μεσημβρινές, παρατηρώντας τις αλλαγές της φύσης στο πέρασμα των εποχών. Το δυνατό φως του καλοκαιριού πέφτει κάθετα και σβήνει κάθε σκιά. Τα μάρμαρα λάμπουν κατάλευκα. Γαντζωμένοι στα κλαδιά, οι ασεβείς τέττιγες τραγουδούν αδιαφορώντας για την ιερότητα του χώρου. Υμνούν τη ζωή την ίδια στιγμή που οι βασιλικοί, σχεδόν, ξεψυχούν από αβάσταχτη δίψα. Πριν μπει το φθινόπωρο και πριν από τις πρώτες βροχές, τα πουλιά καταφεύγουν συγχυσμένα στις πυκνές, αδιαπέραστες σχεδόν, φυλλωσιές των δέντρων. Με διάθεση αδικαιολόγητα αισιόδοξη, χρυσάνθεμα ξεπροβάλλουν μέσα από την πρωινή ομίχλη. Τα φυλλοβόλα αιωρούνται ολόγυμνα τον χειμώνα. Επικρατεί ξερή παγωνιά, ακινησία. Κυπαρισσόμηλα ζεσταίνουν τους τάφους. Αυτή την εποχή η νύχτα έρχεται πριν τελειώσει η μέρα και το σκοτάδι πέφτει πυκνό. Τα τζάμια τρίζουν στο φύσημα του αέρα. Έπειτα έρχεται η αναστάσιμη άνοιξη και μαζί της η αναγέννηση όλων όσων έχουν ελπίδα να αναγεννηθούν.
«Όλες οι γενιές των θνητών από δω θα περάσουν. Κι αυτές σαν τις εποχές…», συνηθίζει να της λέει η ηλικιωμένη καντηλανάφτισσα, κρυφά όμως, «για να μην ακούσουν οι άλλοι και τρομάξουν».
Ακολουθώντας την ίδια διαδρομή, η Δάφνη επιστρέφει ξανά στο σπίτι της. Φυσικά, δεν είναι η μόνη που έχει το προνόμιο να περνάει από το «εδώ» στο «απέναντι» και το αντίθετο. Καθημερινά κι άλλοι άνθρωποι, διασχίζοντας τους δικούς τους δρόμους-ποταμούς, τις δικές τους άγονες ή γόνιμες γαίες, φτάνουν σ’ αυτόν τον σιωπηλό τόπο. Καθαρίζουν τα μάρμαρα, γεμίζουν με λουλούδια τα βάζα, ανάβουν κεριά και προσεύχονται σιωπηρά για να αναπαυθούν οι ψυχές των αγαπημένων τους, μαζί και οι δικές τους. Κατόπιν, παρηγορημένοι κάπως ή εντελώς συντετριμμένοι, γυρίζουν στο δικό τους «εδώ», το προσωρινό πάντοτε.

«Εδώ μέσα είναι όλος μου ο πόνος», ψιθυρίζει αποκαμωμένη η Χαρά, δείχνοντας με απελπισμένα χέρια ένα μικρό κομμάτι ανθισμένης γης. Εντός του βρίσκεται- κοιμάται της λένε κάποιοι- ο γιος της.
«Πώς είναι δυνατόν», δυσπιστεί απέναντί τους εκείνη, «πώς μπορεί, εικοσιτεσσάρων χρονών παιδί, να κοιμάται;»
Τις Κυριακές η Ελένη, προδομένη από τη μνήμη της, αναζητά το μνήμα του άντρα της. Περπατά στους διαδρόμους σαστισμένη, γυρεύοντας στις ξεθωριασμένες φωτογραφίες ν’ αναγνωρίσει τα μάτια του. Σταματά για λίγο, οπισθοχωρεί, συνεχίζει πάλι… Κάπως έτσι, επάνω σ’ αυτήν την αγωνιώδη αναζήτηση μνήμης και μνήματος, καταλήγει να ανάβει τα καντήλια όλων των ξεχασμένων-να είναι καλά-μέχρι να βρει το σωστό και να ησυχάσει.
Επί μία δεκαετία, ο Κίμωνας έρχεται καθημερινά, συνήθως νωρίς το πρωί, κι εναποθέτει ένα λευκό τριαντάφυλλο πλάι στη φωτογραφία της γυναίκας του. Θυμάται πάντα την τρυφερή της αγάπη.

Ανήμερα της ονομαστικής γιορτής του αδερφού της, η Ερμιόνη υποδέχεται φίλους και γνωστούς στη σκιερή του αυλή. Τους περιποιείται κερνώντας τους αμυγδαλωτά, αγαπημένο του γλυκό, και τσίπουρο με γλυκάνισο. Κόλλυβα δεν μοιράζει αυτή την ημέρα. Δεν χρειάζεται, βέβαια, να δικαιολογήσει την απουσία του εορτάζοντος. Όλοι γνωρίζουν πως ο Απόστολος, τρία χρόνια τώρα, λείπει ταξίδι.
Ο Στέφανος και η Δήμητρα, από το φθινόπωρο και μέχρι την άνοιξη, αφήνουν πάνω στην κρύα κλίνη της κόρης τους σπόρους ροδιού μέσα σ’ ένα γυάλινο πιάτο. Από έναν τέτοιο πορφυρό και γλυκό σπόρο, πνίγηκε η Περσεφόνη τους και βρέθηκε στον Άδη. Από τότε, και παρά τις ικεσίες τους, δεν εννοεί να τον εγκαταλείψει και να βρεθεί κοντά τους, έστω για λίγο, με τη μορφή ενός μικρού πουλιού ή μιας κίτρινης πεταλούδας. Ακόμα και στα όνειρά τους σπάνια έρχεται και το ’χουν παράπονο.
«Κάναμε λάθος…», ψιθυρίζουν αποχωρώντας. «Έπρεπε Αθανασία να την βαπτίσουμε».
Κάθε Παρασκευή, καταμεσήμερο το καλοκαίρι και σούρουπο το χειμώνα, ο Πέτρος παρκάρει το μαύρο Ford κάτω από τη φλαμουριά, πλάι στο κόκκινο Fiat της Ελπίδας. Εκείνη είναι ήδη μέσα και τον περιμένει κοιτάζοντας γύρω της ανήσυχη. Άτολμοι σαν έφηβοι κι ας είναι μεσήλικες, καλησπερίζονται δειλά, μουδιασμένα. Ανάβουν τα καντήλια των γονιών τους και στέκονται για λίγο ο ένας κοντά στον άλλο. Καπνίζουν ένα τσιγάρο βιαστικά και συζητούν χαμηλόφωνα. Έπειτα, δίχως ούτε ένα άγγιγμα γι’ αποχαιρετισμό, φεύγουν με τον ίδιο τρόπο που ήρθαν. Ακολουθώντας ο καθένας τον δρόμο του, επιστρέφουν στην μοναξιά τους.

Η Δάφνη θυμάται πως και τα παιδιά της βρέθηκαν κάποτε απέναντι. Μια νύχτα στερημένη από φεγγάρι, άνοιξαν διάπλατα τις σιδερένιες πόρτες και όρμησαν στο σκοτεινό κοιμητήριο για να παίξουν με την παρέα τους κρυφτό. Κι αφού αναστάτωσαν με τα τρεχαλητά και τα ασυγκράτητα γέλια τους τον αιώνιο ύπνο των κεκοιμημένων, γύρισαν στο σπίτι πετώντας-δυο νεαροί αρχάγγελοι-με πρόσωπα ιδρωμένα και μάτια που έλαμπαν από χαρά. Τα κορμιά τους έτρεμαν από συγκίνηση. Είχαν τολμήσει να αναμετρηθούν με το φόβο τους για τον θάνατο και είχαν καταφέρει να τον νικήσουν μέσα στο άντρο του. Δεν ήταν, πίστευαν, μικρό το κατόρθωμά τους.

Στον χώρο του νεκροταφείου κυκλοφορούν συχνά και ζώα, παρότι δεν είναι ευπρόσδεκτα. Οι γάτες, όταν δεν κυνηγούν τους ασύδοτους ποντικούς, αγαπούν να κοιμούνται στην κεραμοσκεπή του οστεοφυλακίου, ενώ οι σαύρες λιάζονται, ασάλευτες, πάνω στους τοίχους της μάντρας. Ένα ζευγάρι σκίουρων ξεκαλοκαιριάζει στα κλαδιά της πελώριας αμυγδαλιάς, περιμένοντας το φθινόπωρο για να συλλέξει με ζήλο τους καρπούς της. Πριν κάποια χρόνια, μια αδέσποτη σκυλίτσα με συμπονετικό βλέμμα, που όμοιό του σπάνια συναντά κανείς σε μάτια ανθρώπου, είχε βρει καταφύγιο σε έναν κενό, προσωρινά, τάφο. Μέσα στο βαθύ άνοιγμα θήλαζε και ζέσταινε με το ελεεινό της κορμί τα έξι κουτάβια της. Τρία δικά της και άλλα τρία νεογέννητα ορφανά, τα οποία είχε αποφασίσει πως ήταν χρέος της να αναλάβει και να αναθρέψει. Μέχρι που οι άνθρωποι της έκαναν έξωση και βρέθηκε πάλι στον δρόμο. Τελευταία τη θέση της έχει πάρει η Κανέλλα, ένας μικροσκοπικός Κέρβερος, σε νέα… εξευγενισμένη έκδοση. Όμοια με πορσελάνινη μινιατούρα, στέκεται δίπλα στην είσοδο και υποδέχεται τους επισκέπτες κουνώντας φιλικά την ουρά της. Με τον ίδιο τρόπο τους αποχαιρετά κι όταν βγαίνουν. Με ευχαρίστηση απολαμβάνει τα χάδια τους και τις λιχουδιές που συχνά της προσφέρουν. Μόλις τελειώνει την υπηρεσία της τρυπώνει κάτω από μια μαρμάρινη πλάκα, στηριγμένη λοξά στον δυτικό τοίχο, και ξεκουράζεται. Τις νύχτες με βροχή κοιμάται κουλουριασμένη στη ζεστή της φωλιά κι ονειρεύεται το μέρος αυτό που οι άνθρωποι ονομάζουν παράδεισο. Η ίδια δεν βιάζεται να βρεθεί στα λιβάδια του, ξέρει όμως πως κάποτε θα έρθει και η δική της σειρά. Κανείς, ευτυχώς, δεν είναι αθάνατος.