Στεκόταν διακριτικά στην άκρη του πεζοδρομίου. Ήταν μια νεαρή, μα αρκετά ανεπτυγμένη για την ηλικία της, μανόλια. Με δυνατές ρίζες, ψηλό καλοσχηματισμένο κορμό και κλαδιά μακριά, τρυφερά σαν μπράτσα μπαλαρίνας. Όταν άνθιζε έμοιαζε όνειρο. Σκεπτόταν πως ήταν πολύ τυχερή γιατί την είχαν φυτέψει σ’ έναν κεντρικό δρόμο γεμάτο κίνηση και ζωή. Θα πάθαινε κατάθλιψη και θα μαράζωνε σίγουρα, αν βρισκόταν σε κάποιον ήσυχο κι απόμερο κήπο, κάνοντας παρέα μόνο με δέντρα και άνθη. Της άρεσαν οι άνθρωποι. Τους αγαπούσε γιατί έλεγαν ιστορίες. Μιλούσαν στους φίλους, στο κινητό, στον εαυτό τους. Εκείνη τους άκουγε…

Η πόλη, παραμονή Χριστουγέννων, ήταν στολισμένη, ολόφωτη. Και η ίδια ήταν τυλιγμένη με μικροσκοπικά λαμπάκια που τόνιζαν με το λευκό τους την όμορφη γύμνια της. Νυσταγμένη κάπως από το βραδινό κρύο, παρατηρούσε τα όσα συνέβαιναν γύρω της. Ο κόσμος είχε βγει στην αγορά για τα ψώνια της τελευταίας στιγμής. Η ατμόσφαιρα ωστόσο, παρά τα τόσα φώτα, δεν ήταν ιδιαίτερα γιορτινή. Έλειπε η διάθεση κι αυτή η ανεμελιά που μεταδίδονταν από τα παιδιά στους μεγάλους, σαν θεραπευτική ίωση, κάνοντας τους να ξεχνούν προβλήματα και υποχρεώσεις. Όλοι κυκλοφορούσαν βιαστικά, ‘’άντε να τελειώνουμε’’, φροντίζοντας να αποφεύγουν οποιαδήποτε επαφή μεταξύ τους. Είχαν αλλάξει τα πράγματα.

Η μανόλια χάρηκε όταν είδε την Κλαίρη να έρχεται από απέναντι. Την γνώριζε καιρό και τη συμπαθούσε. Κάτω από τα κλαδιά της περνούσε καθημερινά για να πάει στο λογιστικό γραφείο που εργαζόταν. Είχε φροντίσει να μάθει για κείνη κάποια πράγματα. Ήξερε, ας πούμε, ότι είχε κλείσει τα σαράντα πέντε, ότι ζούσε μόνη σε ένα διαμέρισμα κάπου κοντά, ότι είχε λίγους καλούς φίλους, ότι της άρεσε η μουσική, τα ταξίδια, το θέατρο. Ήξερε ότι αγαπούσε τα γλυκά κι ότι έπινε τον καφέ της πικρό. Ήξερε επίσης, πως φέτος δεν θα πήγαινε στο χωριό, να δει τη μητέρα και τον αδερφό της, όχι μόνο εξαιτίας της δύσκολης κατάστασης, αλλά και για να αποφύγει δυσάρεστες συζητήσεις γύρω από την προσωπική της ζωή.

Η Κλαίρη ήταν περιποιημένη. Φορούσε μαύρο παντελόνι και μαύρο πουλόβερ με λαιμό ζιβάγκο. Από πάνω το αγαπημένο της μπλε παλτό, ασορτί με τα μάτια της. Μόνο η μάσκα της ήταν παράταιρη. Λουλουδάτη, καλοκαιριού ψευδαίσθηση. Στα χέρια της κρατούσε, σαν νυφική ανθοδέσμη, ένα μικρό αλεξανδρινό. Δεν έδειχνε να βιάζεται. Είχε κάνει τα ψώνια της την προηγούμενη. Κοτόπουλο, σαλάτα, κρασί. Δεν χρειαζόταν κάτι περισσότερο. Ως εκ τούτου, η μετακίνησή της αυτή, η επιθυμία της να βρεθεί μέσα σε κόσμο, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί άσκοπη ακόμα και επικίνδυνη. Την είχε όμως ανάγκη.

Από τη αντίθετη πλευρά του δρόμου ερχόταν ο Δημήτρης. Φορούσε, ανάποδα, μια χειρουργική μάσκα που θάμπωνε τους φακούς στα στρογγυλά του γυαλιά και τον εκνεύριζε. Κρατούσε μια τσάντα από κατάστημα αθλητικών. Φόρμες, ασφαλώς, το ένδυμα της εποχής. Σίγουρα θα του πήγαιναν. Είχε ωραίο σώμα. Γι’ αυτόν η μανόλια ήξερε λιγότερα. Ήταν νεοφερμένος στην πόλη, δάσκαλος μουσικής, χωρισμένος με έναν γιο που ζούσε μόνιμα στο εξωτερικό. Εργαζόταν στο Ωδείο και ήταν πελάτης στο γραφείο της Κλαίρης. Η μανόλια, έβαζε στοίχημα πως η φιλενάδα της τον είχε γοητεύσει. Όταν τη συναντούσε το βλέμμα του άλλαζε. Έπειτα χάθηκαν…

Υπολόγισε την απόσταση που τους χώριζε. Μέτρησε τα βήματα. Ένιωσε ανακούφιση όταν οι δυο τους συναντήθηκαν ακριβώς από κάτω της. Έτσι δεν θα χρειαζόταν να τεντωθεί για να κρυφακούσει. Για μια στιγμή φοβήθηκε πως δεν θα αναγνώριζαν ο ένας τον άλλο μα, ευτυχώς, αυτό δεν συνέβη. Τα μάτια πάντα θυμούνται.
Είδε τα χέρια τους να απλώνονται. Θα ακολουθούσε ο μοδάτος χαιρετισμός, αυτός ο ξενέρωτος, της γροθιάς. Τα δάχτυλά τους, δείχνοντας ανυπακοή, άνοιξαν και οι παλάμες ενώθηκαν ξαφνικά. Ενθουσιάστηκε. Μια θερμή ανθρώπινη χειραψία! Εντάξει, λάθος, αλλά διορθωνόταν. Το οινόπνευμα ενενήντα βαθμών θα καθάριζε. Η Κλαίρη είχε το μπουκαλάκι πάντα στην τσάντα της.

Έστησε κλαδί να ακούσει τι θα ’λεγαν. Είπαν αυτά που λένε όλοι όσοι έχουν καιρό να συναντηθούν. Όσο για νέα δεν είχαν. Ευχήθηκαν να καλυτερέψουν τα πράγματα σύντομα. Για όλους.
«Που θα κάνεις Χριστούγεννα;» ρώτησε, επιτέλους, η Κλαίρη.
«Στο σπίτι, που αλλού;»
«Μόνος;»
«Κατάμονος. Εσύ;»
«Μια από τα ίδια κι εγώ».
Κανείς τους δεν είχε δεχτεί να περάσει αυτή την ημέρα με φίλους. Τα οικογενειακά τραπέζια ήταν άβολα για ανθρώπους που ζούσαν μόνοι.
Η μανόλια κατάλαβε πως η Κλαίρη ήταν έτοιμη να ξεστομίσει την πρόταση. Κράτησε την ανάσα της.
«Άντε κορίτσι μου!» Αυτό θα της φώναζε αν είχε φωνή.
Εκείνη δίσταζε ακόμα. Ο Δημήτρης αγωνιούσε.
«Θα ήθελες να έρθεις αύριο στο σπίτι μου, να φάμε μαζί;» τον προσκάλεσε τελικά. Το πρόσωπό της κάτω απ’ τη μάσκα θα ήταν, σίγουρα, κατακόκκινο σαν το λουλούδι που κρατούσε.
«Θα κρατήσουμε τις αποστάσεις», τον βεβαίωσε.
«Αν είναι έτσι», γέλασε εκείνος, «θα έρθω ευχαρίστως. Τι να φέρω; Κρασί;»
«Έχω φροντίσει».
«Γλυκό τότε. Ελπίζω να τρως».
«Τρώω».
«Εντάξει. Άστο πάνω μου». Πετούσε από τη χαρά του.

Πριν χωριστούν του έδωσε τη διεύθυνση της. Ο Δημήτρης την καληνύχτισε κι απομακρύνθηκε χωρίς προθυμία. Θα ήθελε να φιλήσει, έστω το χέρι της, μα αυτό δεν γινόταν προς το παρόν. Θα άφηνε αυτό το φιλί για αργότερα.

Η Κλαίρη, με μάτια που έλαμπαν, τον έβλεπε να απομακρύνεται. Περπατούσε σαν έφηβος κι ας είχε γκρίζα μαλλιά. Κι ας είχε περάσει τα πενήντα. Το χέρι της χάιδεψε τον κορμό της μανόλιας. Εκείνη αναρρίγησε. Ζεστό που ήταν το ανθρώπινο άγγιγμα!