Απομεσήμερο ήτανε και βαριόμουνα θανάσιμα. Δεν είχα καινούριο βιβλίο για να διαβάσω, δεν είχα όρεξη να καώ στο pc παίζοντας παιχνίδια, για να βγω να περπατήσω ούτε που το διαπραγματευόμουνα με τον εαυτό μου και μες στην απελπισία μου και με τη βεβαιότητα ότι τίποτα δε θα με έκανε να βαρεθώ περισσότερο από ότι ήδη βαριόμουνα πήρα το κομπιούτερ της τηλεόρασης και κόντρα στις συνήθειες μου άρχισα να κάνω ζάπινγκ. Περιδιάβηκα τα κανάλια του τίποτα και της ευτέλειας κι έπεσα σ΄ έναν αγώνα τένις. Άκουσα τον τύπο που τον περιέγραφε να λέει ότι επρόκειτο για μια από τις σημαντικότερες διοργανώσεις του αθλήματος, το Ρολάν Γκαρός, που κάπου το είχα ξανακούσει αλλά εγώ κάπως προκατειλημμένη με κάτι σπορ σαν το τένις, την ιππασία , την ιστιοπλοΐα κλπ. που τα θεωρώ ελιτίστικα δεν έδωσα ποτέ σημασία …

Τόσο άσχετη είμαι που νόμιζα ότι ο Ράφα στον οποίο αναφερότανε κάποιες στιγμές ο εκφωνητής και ο Ναδάλ που έλεγε κάποιες άλλες, ήταν δυο διαφορετικά πρόσωπα και καθώς απέναντι του υπήρχε ένας Σβάρτσμαν, αναρωτιόμουνα ποιος και που είναι ο τρίτος…

Η πλάκα είναι ότι όχι μόνο δεν άλλαξα κανάλι αλλά καρφώθηκα κυριολεκτικά στην οθόνη παρασυρμένη από την ταχύτητα, τη δύναμη, τη δεξιοτεχνία των παιχτών και τις εναλλαγές του παιχνιδιού… Τι κι αν δεν καταλάβαινα γρι από όρους σαν το ματς πόιντ, αβαντάζ, μπακ χαντ , μπρέικ πόιντ κι ένα σωρό άλλα, έμεινα να παρακολουθώ.

Το τακ -τακ από τις συνεχόμενες μπαλιές συνεχιζόταν σε ένα «ράλι» δεκαεφτά χτυπημάτων, όπως έλεγε ο εκφωνητής, όταν μια ανάποδη πάσα σα να έστειλε το μπαλάκι κατευθείαν στο δόξα πατρί μου και έκανα ένα φλάς μπακ σε μια άλλη εποχή, τα χρόνια 75 με 80 όταν στη μεγάλη άνθηση της νιότης μας περνούσαμε τα καλοκαίρια στη Λούτσα. Με το που κλείνανε τα σχολεία, από μικρά, μας παίρνανε οι μανάδες μας και πηγαίναμε στα αυθαίρετα σπίτια που είχαν φτιάξει οι γονείς μας, για να κάνουνε τα μπάνια μας, για να πάρουμε το ιώδιο και να μην αρρωσταίνουμε το χειμώνα.

Έτσι είχε δημιουργηθεί μια παρέα με καμιά δεκαριά γειτονόπουλα που όσο περνούσαν τα χρόνια δενόταν όλο και περισσότερο. Από τα δεκαπέντε και μετά κι ενώ οι ηλικιακές διαφορές μας ήταν κατά μέσο όρο στα τρία χρόνια είχαμε αρχίσει να παίζουμε ρακέτες, ένα παιχνίδι που αποκτούσε όλο και περισσότερους φίλους. Με το πέρασμα του χρόνου γινόμασταν όλο και καλύτεροι… Κατεβαίναμε με τα πόδια από τα σπίτια μας, κάπου δεκαπέντε με είκοσι λεπτά δρόμος, γύρω στις δέκα το πρωί και μετά από το μπάνιο ξεκινούσαμε να κοπανιόμαστε με τις ρακέτες μέχρι τη μία το μεσημέρι. Παίζαμε ζευγάρια ή τετράδες με συνεχόμενες πάσες και καρφιά που αν ξεστράτιζαν σκότωναν γι’ αυτό και παίζαμε μακριά από τον κόσμο. Αλλοίμονο σ΄ όποιον κυνηγούσε το μπαλάκι μετά τις δώδεκα το μεσημέρι που η άμμος έκαιγε τις πατούσες κι έτρεχε ο δόλιος σαν αναστενάρης πάνω στα κάρβουνα. Σιγά – σιγά έρχονταν κι άλλα παιδιά για να παρακολουθήσουνε τα παιχνίδια ή για να παίξουνε μαζί μας. Αυτοί οι δεύτεροι έπρεπε να περάσουνε από «εξετάσεις» σε ένα δοκιμαστικό παιχνίδι κι αν ήταν τίποτα δευτεράτζες τους τρελαίναμε στα καρφιά και δεν ξανάρχονταν.

Όταν ο Θοδωράκης πήγε στη σχολή ξυλουργών μας έφτιαχνε ρακέτες με διπλό ξύλο που δεν τις έβρισκες στο εμπόριο κι είχαν τρελή απόδοση στα κατάλληλα χέρια. Αγοράζαμε μπαλάκια συγκεκριμένης μάρκας, πράσινα, συσκευασμένα σε ένα διάφανο κύλινδρο και τα κορίτσια νοιώθαμε πολύ περήφανα όταν μας έλεγαν πως παίζουμε δυνατά σαν άντρες… Ακόμα θυμάμαι τη λύτρωση και την αναζωογόνηση που ένοιωθα όταν μετά από δυο και πλέον ώρες παιχνιδιού κάτω από τον καυτό ήλιο, πετούσαμε τις ρακέτες στην άμμο και πέφταμε όλοι μαζί στη θάλασσα… Δεν φορούσαμε μαρκάτα ρούχα και παπούτσια, δεν είχαμε γήπεδο, δεν είχαμε άλλο χορηγό από τη νιότη μας γι’ αυτό ήτανε όλα τόσο φωτεινά… τόσο έντονα!

Με το πέρασμα των χρόνων, όπως γίνεται σ΄ όλες τις παρέες, έτσι και στη δικιά μας αρχίσαμε να σκορπίζουμε… Άλλοι φύγανε για σπουδές, άλλοι δραστηριοποιήθηκαν επαγγελματικά, άλλοι έφυγαν στην επαρχία… Από την παρέα η Χαρούλα και ο Γιώργος ένωσαν τις ζωές τους κι αυτοί απόμειναν να συνδέουν περιστασιακά την παρέα αλλά και να έχουν μέχρι τα σαράντα τουλάχιστον παρουσία στα παλιά λημέρια παίζοντας ρακέτες με παλιά και καινούρια μέλη μέχρι που τους αποδυνάμωσαν κι αυτούς οι δισκοπάθειες, οι τενοντίτιδες και τα αυχενικά.

Έτσι όπως κάθε χειμώνα έσβηνε το μπρούτζινο χρώμα του καλοκαιριού από το κορμί μας, έτσι ξεθωριάζουν και οι μνήμες ώσπου ένα τραγούδι, μια ταινία, ένα πρόσωπο που τυχαία θα συναντήσουμε να κουνήσει το κουτί που τις έχουμε φυλαγμένες και να ξεπεταχτεί από μέσα, έστω και για λίγο κάποια από αυτές, να φυσήξουμε από πάνω της τη σκόνη και να διαπιστώσουμε ότι έχει ακόμα χρώμα… Να ανταλλάξουμε πάσες αναμνήσεων και να συνεχίσουμε το παιχνίδι της ζωής, σε ατομικά και ομαδικά παιχνίδια άλλοτε σαν πρωταγωνιστές κι άλλοτε επόπτες, διαιτητές, εφεδρικοί… μέχρι το τελευταίο σφύριγμα. Γιατί άμα έχεις γουστάρει το παιχνίδι ποτέ δεν είσαι χαμένος…

Πέρασαν μέρες και είδα αρκετά παιχνίδια ακόμα στην τηλεόραση. Και για να μην ξεχνιόμαστε την Κυριακή είναι ο τελικός του Ρολάν Γκαρός κι εγώ θέλω να νικήσει ο Τζόκοβιτς!