Ο Νοέμβρης ήταν προ των πυλών και το καλοκαίρι δεν έλεγε να φύγει. «Γαϊδουροκαλόκαιρο» το έλεγαν οι παλιοί αυτό το παρατεταμένο καλοκαίρι με την ανομβρία και τις ψηλές θερμοκρασίες. Το φθινόπωρο περίμενε υπομονετικά σαν ασθενής έξω από δημόσιο ιατρείο να έρθει η σειρά του, να ανοίξει η πόρτα της εποχής με τα κίτρινα φύλλα και τις βροχές, να βγουν από τις ντουλάπες οι ζακέτες και να βράσουν τα μπρίκια τα πρώτα ροφήματα.
Από τα γειτονικά χωριά τα ακτινίδια είχαν μαζευτεί, το ίδιο και τα κάστανα και τώρα είχε έρθει η σειρά της ελιάς.
Από μικρό παιδί ο Βασίλης στα χωράφια με τα καπνά και τις ελιές και τώρα στα γεράματα, τα τελευταία πέντε- έξι χρόνια είχε εμφανίσει αλλεργία στην ελιά. Με το που πήγαινε στο χωράφι γέμιζε το κορμί του σπυριά, ακολουθούσε φαγούρα και στο τέλος τα σπυριά γίνονταν φουσκάλες με υγρό. Αλοιφές με κορτιζόνη και χάπια επιστρατεύονταν για αρκετές μέρες για να καθαρίσει, ενώ η υπόδειξη του γιατρού ήταν να μην έρχεται σε επαφή με το δέντρο.

Ένα πρωί κι ενώ είχε αρχίσει το μάζεμα χωρίς εκείνον, μη έχοντας τι να κάνει στο άδειο σπίτι, βγήκε στην αυλή για να ξεδιαλέξει από τα στοιβαγμένα τελάρα με τις πρώτες ελιές, μερικές για σκίσιμο για να τις βάλει στο νερό για ξεπίκρισμα και στη συνέχεια να τις αλατίσει για να γίνουν επιτραπέζιες και να συνοδέψουν τα όσπρια του χειμώνα κι όχι μόνο. Φόρεσε τα γάντια του και μακρύ μανίκι ώστε ούτε σπιθαμή δέρματος να μην μένει εκτεθειμένο κι άρχισε τη διαλογή. Άρχισε να εισπράττει και τις πρώτες καλημέρες μιας και το σπίτι ήταν μπροστά στο δρόμο κι όλοι οι περαστικοί τον έβλεπαν. Δεν είχε κανένα πρόβλημα μ΄ αυτό, ίσα- ίσα που ήταν κοινωνικός άνθρωπος… Εκεί που έβγαζε όμως σπυριά ήταν με την αδιακρισία. Όταν η καλημέρα γινόταν ανάκριση, του στυλ : που πας, για βόλτα; Για ψώνια; Παίρνεις καλό μισθό; Καθαρίζεις κανένα χιλιάρικο σύνταξη;
Αυτά δεν τα άντεχε… Θυμός και η αμηχανία τον κυρίευαν και με δυσκολία διαχειρίζονταν την κατάσταση. Νόμιζε ότι το κορμί του θα γέμιζε σπυριά όμοια με της αλλεργίας από τα νεύρα του. Για κακή του τύχη εκείνη το πρωί περνούσε και η Ευσταθία. Σταθούλα την φώναζαν όλοι. Με μαύρο παντελόνι που από την πολυχρησία είχε αποκτήσει μια περίεργη γυαλάδα και μια μπλούζα σε μωβ χρώμα με βάτες που μεσουρανούσαν στη μόδα πριν τέσσερεις δεκαετίες προχωρούσε κοιτάζοντας με μάτια μισόκλειστα όπως κοιτάζει κανείς όταν έχει απέναντι τον ήλιο.
Η τσιγκουνιά της ήταν παροιμιώδης και γνωστή σε όλους. Τόσο αδύνατη, με το λιγδωμένο κοντό μαλλί της να φαίνεται σαν να του είχε βάλει μπριγιαντίνη, έμοιαζε σαν τσίρος, σαν ρέγκα που το ‘σκασε από το ξύλινο κουτί του παντοπωλείου, ή στην καλύτερη περίπτωση σαν σπανό γεροντοπαλλήκαρο.

-Καλημέρα Βασίλ… Τι κάνεις;
-Γειά σου Σταθούλα …Καλά! Είπε και γύρισε το κεφάλι στη δουλειά του πιστεύοντας ότι ξεμπέρδεψε. Όμως άλλες ήταν οι βουλές της Σταθούλας που στράφηκε προς την αυλή και δρασκέλισε το σκαλί…
‘Έκανε πως δεν την κατάλαβε μέχρι που την ένοιωσε πίσω από την πλάτη του.
-Ελιές ξεδιαλέγεις; Τον ρώτησε κι έτσι του ήρθε να της πει «όχι φακές καθαρίζω», ενώ τα αίματα του άναβαν με την άχρηστη και περιττή ερώτηση αφού έβλεπε τι έκανε. Κράτησε την ψυχραιμία του κι απάντησε ήσυχα
-Ναι… για αλάτισμα τις θέλω.
Εκείνη άνοιξε λίγο παραπάνω τις κουμπότρυπες των ματιών της, μέτρησε το βάρος και το μέγεθος των ελιών κι η φωνή της ήχησε σαν σειρήνα ασθενοφόρου:
-Ιιιιιιιιιι ελιές είναι αυτές; Αυτές είναι στραγάλια, αυτές είναι τζίτζιφα… Οι δικές μας οι ελιές είναι σαν κορόμηλα, χαίρεσαι να τις βλέπεις και να τις μαζεύεις από το δέντρο.
-Μπράβο ρε Σταθούλα, να τις χαίρεστε. (Άντε ξεκουβάλα σκεφτότανε από μέσα του, να ησυχάσουμε).
-Και δε μου λες, έχετε πολλές μέρες ακόμα μάζεμα; Αντέχετε ή σας πονάνε τίποτα μέσες και ποδάρια και σερνόσαστε;
-Έξι-εφτά μέρες πιστεύω ότι θα φτάσουνε για να τελειώσουνε.. είπε και το μάτι του άρχιζε να αλλάζει χρώμα.
-Ιιιιιιιι, ενεργοποίησε πάλι τη σειρήνα. Εμείς ενάμισι μήνα θα μαζεύουμε… Πού να τελειώσουνε τα χωράφια…Ήμαστε όμως τσακάλια στο μάζεμα κι εγώ κι ο Βαγγέλης. Στο πι και φι το γεμίζουμε το τελάρο, να με δεις εμένα να ανεβαίνω στην ελιά, θα πεις από τσίρκο ότι βγήκα, ακροβάτης σου λέω… μωρέ δεν καταλαβαίνω τίποτα…
….Δεν μιλάει ο Βασίλης μόνο μετράει τις στιγμές της σιωπής μήπως κι αποφασίσει να φύγει. Όμως…
-Και δε μου λες Βασίλ… γιατί είσαι έτσι μπουμπουλωμένος και πώς και δεν πήγες εσύ στις ελιές; Ήρθαν με καθυστέρηση τα αμείλικτα ερωτήματα.
-Έχω αλλεργία, βγάζω σπυριά… Δεν μπορώ να πάω, της απάντησε χαμηλόφωνα με ένα τόνο παράπονου στη φωνή του.
-Ιιιιιιιιι (τρίτος συναγερμός). Εμένα θα μου πεις για αλλεργία … Τι να σου πρωτοπώ…είπε και την είδε με τρόμο να τραβάει μια καρέκλα και στρογγυλοκάθεται… Πρώτη φορά, έπαθε αλλεργία ο Βαγγέλης… Πήγε στο χωράφι και ράντιζε και κάπνιζε. Ξαφνικά άρχισε να τον καίει και να τον πονάει ο λαιμός του μέχρι κάτω τα άντερα, να μη μπορεί να ανασάνει ντιπ… Ευτυχώς ήταν στο κέντρο υγείας ο Σωτηρίου, ο γιατρός ο αλλήθωρος, τον θυμάσαι; Του σούγλισε μια ένεση και τη γλύτωσε…
-Άντε να πάω λίγο μέσα που έχω μια δουλειά και θα συνεχίσω μετά το ξεδιάλεγμα είπε ο Βασίλης για να την αναγκάσει να φύγει. Όμως αυτή δεν είχε σκοπό…
-Κάτσε ν΄ ακούσεις που σου λέω…Τον έσπρωξε από τον ώμο προς τα κάτω εμποδίζοντάς τον να σηκωθεί από την θέση του. Να δεις τι έπαθα εγώ. Ήταν ανήμερα της Αγίας Παρασκευής, μεγάλη η χάρη της κι είχα συνεννοηθεί με τις γειτόνισσες να πάμε στο πανηγύρι. Φόρεσα τα καλά μου, ένα ωραίο φουστάνι που είχα πάρει όταν αρραβωνιάστηκα τον Βαγγέλ και κάτι γόβες μπεζ που τις είχα βάψει από άσπρες που ήταν πριν χρόνια και τώρα φαίνονταν σαν καινούριες, γιατί η οικονομία Βασίλ μου είναι πάνω απ΄ όλα… Που λες αφού ετοιμάστηκα τί με έβαλε ο σατανάς κι άπλωσα το χέρι μου, που να μου κοβότανε από τη ρίζα και πήρα από το μπολ κι έβαλα στο στόμα μου πέντε μύγδαλα… Εεεε να με κλείσει πέρα για πέρα… να μην μπορώ να πάρω ανάσα …να στεγνώσει το στόμα μου… Να φωνάζω στις άλλες «φεγάτε εσείς, πάτε στα κλαρίνα, εγώ θα κάτσω να πεθάνω»… Με πήρε ευτυχώς η Μαιρούλα με τ’ αγροτικό, γιατί ήταν έξω ο Βαγγέλς και με πήγε στο Κέντρο Υγείας. Μου σουγλίσανε μια ένεση κι αναστήθηκα…
-Περαστικά σου Σταθούλα, να προσέχεις, είπε ο αθώος άνθρωπος κι έκανε κίνηση να σηκωθεί ξανά. Όμως το στιβαρό χέρι της Σταθούλας άσκησε την απαιτούμενη πίεση στον ώμο του και τον καθήλωσε στη θέση του πάλι.
-Αμ’ με τα ψάρια… συνέχισε εκείνη… Ξέρεις τί είναι να τηγανίζεις για όλη την οικογένεια ψάρια κι εσύ να μην μπορείς να φας ούτε ένα γιατί πρήζεσαι; Να τα βλέπεις, να τα καθαρίζεις, να τα αλατίζεις, να τα ρίχνεις μέσα στο καυτό λάδι, να πιάνουν από πάνω την τραγανή πέτσα, να μυρίζει όλο το σπίτι, να σου έρχεται να φας και το τηγάνι, να βλέπεις όλους να ντερλικώνουνε κι εσύ να μη μπορείς να φας ούτε μπουκιά…

Σηκώθηκε κι πατίκωσε το ίσιο λιγδωμένο της μαλλί. Σαν γερασμένο παιδί άπλωσε το χέρι στον ώμο του Βασίλη και του είπε
-Άντε φεύγω τώρα, με την κουβέντα πέρασε η ώρα. Γύρισε και βγήκε από την αυλή στο δρόμο κοιτώντας με τα μάτια μισόκλειστα πάλι.
Ο Βασίλης ανάσανε βαθιά και τράβηξε λίγο το πουκάμισο κοιτάζοντας το σώμα του έχοντας την εντύπωση ότι είχε βγάλει σπυριά.