Όπως κάθε μέρα, εκτός απ’ τα Σαββατοκύριακα, για σαράντα ολόκληρα χρόνια, με κρύο ή με ζέστη, ήρθα και σήμερα στη δουλειά. Το οχτάωρό μου σε λίγο τελειώνει. Το στεγνο-καθαριστήριο «Cow Boy Cleaners» σε λίγο θα κλείσει για σήμερα. Τη Δευτέρα θα ξανάρθουν όλοι και θα πιάσουν δουλειά στα πόστα τους. Εγώ δεν θα έρθω γιατί σήμερα είναι η τελευταία μου μέρα στη δουλειά.
Στέκομαι πίσω από την πρέσα ατμού… Το επαγγελματικό ατμοσίδερο με το σπιράλ μεταλλικό καλώδιο καίει δίπλα στο δεξί μου χέρι κι είναι σαν τις σιδερένιες μπάλες που δένονται με αλυσίδα στα πόδια των βαρυποινιτών… Από τα τζάμια μπαίνει ανελέητο το φως του ήλιου, γυαλίζουν τα χρυσά γράμματα της φίρμας του μαγαζιού. Η θερμοκρασία έξω είναι στους σαράντα βαθμούς, στο πόστο μου τουλάχιστον πέντε βαθμούς παραπάνω.
Τα πόδια μου είναι πρησμένα από την ορθοστασία τόσων χρόνων. Κάτω από το δέρμα δεκάδες μπλε αγγεία διακλαδίζονται σε ένα δίκτυο πόνου. Οι γάμπες μου καίνε, τις νοιώθω διασταλμένες κι έτοιμες να εκραγούν. Πατάω δυνατά την πρέσα, το σύννεφο του ατμού θολώνει τα μάτια και τη σκέψη μου.

Πολλές φορές μετά τη δουλειά ή τα μοναχικά μου βράδια καταφεύγω στο πατρικό μου, στην αρχή του δρόμου μας στην Earl st. Σ’ αυτή την πόλη, στην είσοδο της δυτικής Αμερικής, καταστάλαξε ο πατέρας μου μετά από κάποια χρόνια περιπλάνησης και δοκιμασιών. Σαν μεγαλύτερος μόλις στάθηκε στα πόδια του τράβηξε και τα άλλα τρία αδέλφια του στην Αμερική. Τις αδελφές τους τις πάντρεψαν στην πατρίδα. Δούλεψαν σαν πολίτες δεύτερης κατηγορίας στα σφαγεία και στα ψυγεία. Τα παγωμένα χέρια τους ήταν κατακόκκινα κι από το δέρμα τους έκανε καιρό να φύγει η μυρωδιά του αίματος. Τα δολάρια για να είναι καταπράσινα και ζωντανά πρέπει να ποτίζονται…Ποτίζονται με ιδρώτα και κάποιες φορές και με αίμα.
Δούλεψαν σκληρά ο πατέρας και οι μπαρμπάδες μου, τους βοήθησαν και κάποιες συγκυρίες, έβαλαν όλοι μαζί το κομπόδεμά τους κι άνοιξαν το πρώτο καθαριστήριο. Τώρα τρία λειτουργούν στην πόλη μας κι ένα κατάστημα ρούχων second hand. Μεξικανοί είναι οι περισσότεροι υπάλληλοί μας. «Μαυρούληδες» τους αποκαλούν μεταξύ τους.

Όταν χορτάσεις, ξεχνάς πως είναι να είσαι πεινασμένος. Όταν από εργαζόμενος γίνεσαι εργοδότης με απόλυτη φυσικότητα χρησιμοποιείς τις ίδιες μεθόδους με τις οποίες τα πρώην αφεντικά σου σε αγόραζαν όσο πιο φτηνά μπορούσαν. Αυτή είναι η σειρά των πραγμάτων…
Πατάω το τελευταίο παντελόνι και κλείνω όλους τους διακόπτες. Απ΄ αύριο κάποιος άλλος θα στέκεται στο πόστο μου.
Μαζεύονται όλοι γύρω μου. Αστεία και συγκίνηση. Ο θείος μου ο Βασίλης, ο μικρότερος από όλους που παρά τα εβδομήντα οχτώ χρόνια του εξακολουθεί να έρχεται καθημερινά στο μαγαζί φέρνει μπύρες και μου δίνει δώρο ένα τσεκ. Το ρίχνω στην τσάντα δίχως να κοιτάξω το ποσόν. Μιλάω, χαμογελώ, παρατηρώ σαν να είμαι άλλη κι όχι εγώ… Κάποτε όλο αυτό τελειώνει…
Βγαίνω από το μαγαζί στον καύσωνα και αισθάνομαι σαν να έχει δροσιά … έχει άπνοια αλλά τουλάχιστον δεν έχει σύννεφα ατμού. Όχι πιά… Τα γκρίζα σύννεφα όμως εξακολουθούν να βαραίνουν την ζωή μου.

Για άλλη μια φορά θα πάρω το παλιό μου αυτοκίνητο και θα οδηγήσω αργά… Τελευταία στιγμή αποφασίζω να μην σταματήσω στο σπίτι μου αλλά να συνεχίσω ένα στενό πιο κάτω. Παρκάρω στο γκαράζ που κάποτε πάρκαρε ο πατέρας μου την αγαπημένη του Ford.
Ανοίγω την πόρτα του πατρικού μου και μπαίνοντας στο σιωπηλό σπίτι νομίζω πως θα τον βρω στην δερμάτινη πολυθρόνα με τα πόδια απλωμένα στο υποπόδιο να καπνίζει ατέλειωτα τσιγάρα ακούγοντας λαϊκά. Στον τοίχο, στο μεγάλο σύνθετο. αραδιασμένα ακόμα στα ράφια δεκάδες σαρανταπεντάρια δισκάκια, μεγάλα L.P, μπομπίνες, κασέτες μαγνητοφώνου και άλλες των 8 track εκτεθειμένα στη σκόνη και στη λησμονιά. Aυτά ήταν τα μεράκια του…
Ανοίγω το συρτάρι και βλέπω το όπλο του, ένα clock 17 που από τότε που μας λήστεψαν για πρώτη φορά το άφηνε οπλισμένο, έτοιμο σ ΄αυτό το συρτάρι. Κάθομαι στον παλιομοδίτικο καναπέ σαν να περιμένω να έρθει από την κουζίνα η μάνα μου με τον δίσκο φορτωμένο καφέδες και κουλουράκια. Κανένας δεν μένει πιά εδώ, μόνο εγώ κουβαλάω σαν φορτίο τη μοναξιά μου, παντρεύω τη σιωπή μου με τη σιωπή του σπιτιού και τις σκιές των απόντων.
Μέσα εδώ μεγάλωσα σαν να μη ζούσα στην Αμερική αλλά στο χωριό των γονιών μου, με τις συνήθειες και τις κοινωνικές απόψεις που κουβάλησαν από την πατρίδα. Οι οικογενειακές συγκεντρώσεις, ο εκκλησιασμός και οι εκδηλώσεις της ελληνικής κοινότητας στον Άγιο Κωνσταντίνο ήταν όλη η κοινωνική μας ζωή.

Δεν υπήρξα ποτέ όμορφη…είμαι κοντή με κάποια παραπανήσια κιλά, το δέρμα μου είναι θαμπό και λιπαρό και η ακμή από τα χρόνια της εφηβείας μου έχει αφήσει σημάδια στο πρόσωπο. Τα μαλλιά μου κοντά, σγουρά κι ατίθασα. Όλα αυτά σε συνδυασμό με το ότι δεν ήμουν ποτέ κοκέτα ούτε φημίζομαι για την υψηλή μου αισθητική, με καθιστούν στην καλύτερη περίπτωση αδιάφορη. Ανήκω στην κατηγορία των ανθρώπων που δεν μπαίνουν στα όνειρα των άλλων γιατί δεν έχουν τις προδιαγραφές.
Αντίθετα η μικρή μου αδελφή είναι τσαχπίνα, νόστιμη, της αρέσουν τα λούσα και τα καλλυντικά και ποτέ δεν της έλειψαν οι παρέες και τα φλερτ. Είμαι κλειστός τύπος. Στις σελίδες των βιβλίων, στις σκηνές των ταινιών και στους στίχους των τραγουδιών βρίσκω κομμάτια του εαυτού μου ή των ονείρων μου… Η αλήθεια είναι ότι κάποια φορά τόλμησα να κάνω όνειρα…
Όταν έγινα δεκαοχτώ και τέλειωσα το σχολείο, μια σπίθα ελπίδας και χαράς άναψε μέσα στην ψυχή μου. Επιτέλους θα μπορούσα να σπουδάσω φιλολογία, θα έφευγα από αυτό το μονότονο μέρος, θα γινόμουνα καθηγήτρια, θα αποκτούσα τη δική μου ζωή!

Ένα ζεστό βράδυ βγήκα από το δωμάτιο μου για να πιώ νερό. Από το διάδρομο άκουσα τις ομιλίες των γονιών μου να έρχονται από την κουζίνα και κοντοστάθηκα.
-Κούλα συμμάζεψε την τη μεγάλη… Θέλει σπουδές και δασκαλίκια… μη της δίνεις αέρα…
έλεγε ο πατέρας μου σκυμμένος κάτω από τη λάμπα της κουζίνας σαν να ήθελε να πάρει από αυτή φώτιση για να λύσει το πρόβλημα του.
-Γιατί βρε Μήτσο, αφού τα παίρνει τα γράμματα να μείνει ξύλο απελέκητο σαν εμάς;
-Μωρή τυφλή είσαι δεν βλέπεις; Κανένας δεν την θέλει.. Τη μικρή την παίρνουν από πίσω όλα τα αγόρια, νομίζεις ότι δεν τα βλέπω; Την ζητάνε για τους χορούς κι όλο γύρω της ζουζουνίζουν σαν τις μέλισσες… Την Ελένη δεν την ζυγώνει άνθρωπος… Θα απομείνει γεροντοκόρη με βιβλία και με γάτες…
– Ας την να πάει ένα χρόνο και βλέπουμε…
-Αν φύγει από δω τη χάσαμε… Θα γλυκαθεί και θα σηκώσει μπαϊράκι, δεν θα γυρνάει… Τέλος! Το αποφάσισα…Τον άλλο μήνα ετοιμαστείτε για Ελλάδα. Θα βρούμε ένα καλό παιδί να την παντρέψουμε…
Νόμιζα ότι έπεσε πάνω μου κεραυνός… Κάηκε η ψυχή μου, κάηκαν τα όνειρά μου… Δεν είπα τίποτα για ότι άκουσα… Παραδόθηκα σαν πρόβατο στη σφαγή. Δεν ήθελα την σύγκρουση, δεν μπορούσα να σηκώσω το βάρος να πικράνω τους γονείς μου. Δεν είχα το σθένος και τη γενναιότητα να υπερασπιστώ τα θέλω και τα όνειρά μου… Δεν μίλησα… μονάχα έκλαψα πικρά.
Tι είναι η αγάπη; Πώς την αναγνωρίζεις; Πώς ξέρεις αν είναι αληθινή; Πόση μπορεί να χωρέσεις στην καρδιά σου; Γίνεται να την δεσμεύσεις, να την αποθηκεύσεις για τις δύσκολες ώρες;

Με το που προσγειωθήκαμε στην Αθήνα, πριν προλάβουμε να δούμε έστω κι από μακριά την Ακρόπολη, μπήκαμε σε ένα καλογυαλισμένο ταξί και φύγαμε κατευθείαν για Πελοπόννησο. Οι αδελφές του πατέρα μου ντυμένες με εμπριμέ φορέματα, τόσο διαφορετικές μεταξύ τους, με δάκρυα στα μάτια και γέλιο στα χείλη, μας έκλεισαν στις αγκαλιές τους. Θα μέναμε στο σπίτι της θείας Μίνας που ήταν στο κέντρο της πόλης. Στη νεόκτιστη οικοδομή που από κάτω φιλοξενούσε τον φούρνο τους, από τους πιο γνωστούς στην περιοχή κι από πάνω το σπίτι. Η θεία Δήμητρα έδειξε κάπως απογοητευμένη από την απόφαση του αδελφού της αλλά έκανε πως παρηγορήθηκε όταν της υποσχέθηκε ότι θα την βλέπει κάθε μέρα. Σε όλη τη γειτονιά έγινε σούσουρο «ήρθαν οι Αμερικάνοι» και δεν ήταν λίγοι εκείνοι που κατέφθασαν να δουν τα «παράξενα όντα» και να βγάλουν το πρώτο δελτίο ειδήσεων.
Η πόλη ήταν θορυβώδης κι ο κόσμος κινούνταν διαρκώς, σε αντίθεση με τη περιοχή που ζούσαμε στην Αμερική όπου σπάνια έβλεπες άνθρωπο να περπατά. Δεν ήταν η πρώτη φορά που ερχόμουν, την αγαπούσα την Ελλάδα. Από τότε που τα οικονομικά το επέτρεπαν όλα τα αδέλφια έρχονταν κάθε δυο- τρία χρόνια για ένα μήνα, πάντα καλοκαίρι. Τα ξαδέλφια μας ήταν μεγαλύτερα από μένα και την αδελφή μου, είχαν παρέες, πήγαιναν τα απογεύματα για μπάνιο, βγαίναν στις καφετέριες και στις ντισκοτέκ που τότε ήταν στη μόδα , πράγματα άπιαστα για μας που ζούσαμε σε μια κλειστή και συντηρητική κοινωνία.

Η ζωντάνια και ο ενθουσιασμός τους με παρέσυρε κι εμένα και θα ξεχνούσα τον λόγο που κρυβότανε πίσω από τον ερχομό μας αν δεν έβλεπα την κινητικότητα των γονιών μου και τις συχνές συναντήσεις τους με διάφορους συγγενείς και γνωστούς που με έβαζαν σε υποψίες. Είχα έλθει κοντά με τα ξαδέλφια μου, ειδικά με την Μαρία με την οποία διατηρούσα αλληλογραφία που μπορεί να μην ήταν τακτική ωστόσο κρατούσε την επαφή μας σε ένα καλό επίπεδο. Ήταν καλόκαρδη και ζωηρή και κάθε τόσο με πείραζε για τα χάλια ελληνικά μου με την βαριά χωριάτικη προφορά μου.
Ένα Σαββατόβραδο που είχαμε βγει βρεθήκαμε με την παρέα του ξαδέλφου μου. Εκεί γνώρισα τον Σάκη. Ήταν τόσο ωραίος που σχεδόν δεν τολμούσα να τον κοιτάξω. Έδειχνε να το ξέρει … Γελούσε, μιλούσε με όλους, είχε μια άνεση και μια φινέτσα ανθρώπου με στυλ, παρόλο που τα παπούτσια του ήταν φθαρμένα και το παντελόνι του είχε την γυαλάδα του πολυφορεμένου. Τα καστανόξανθα μαλλιά του ήταν άψογα, τα δόντια του κατάλευκα και τα νύχια του καθαρά. Κοίταζε στα μάτια τον συνομιλητή του πράγμα που μου έφερε μια αμηχανία όταν με πλησίασε. Ανταλλάξαμε μερικές κουβέντες «περί ανέμων και υδάτων» αλλά τα μάτια μου εξακολούθησαν να τον παρακολουθούν σε όλη τη διάρκεια της βραδιάς κι όπως είμαι άτσαλη σε κάτι τέτοια δεν άργησε να με καταλάβει η Μαρία.
-Καλός ο Σάκης; Με ρώτησε με υπονοούμενο.
-Μια χαρά παιδί είναι… της απάντησα
– Μόνο; Μου είπε κι άρχισε να γελάει …

Στο μεταξύ οι κινήσεις των γονιών μου άρχισαν να έχουν αποτέλεσμα. Ένα απόγευμα μου είπαν πως θα δεχόμαστε επίσκεψη τάχα από ένα παλιό φίλο του πατέρα μου που κατά τύχη τον είχε συναντήσει στο κέντρο με τον γιό του. Με βαριά καρδιά φόρεσα ό,τι η μάνα μου θεωρούσε πως μου πάει και φορτώθηκα μια αρμαθιά χρυσαφικά σαν να ήμουνα λατέρνα, αφού δεν είχαμε να δείξουμε ομορφιά, να δείξουμε τουλάχιστον χρήμα, θα σκέφτηκε η καημένη η μάνα. Ο υποψήφιος γαμπρός ήταν χειρότερος από μένα, κοντόχοντρος, δυσκίνητος, τουλάχιστον δέκα χρόνια μεγαλύτερός μου με φαλάκρα καπουτσίνου μοναχού. Ήτανε ψευδός και σε κάθε του λέξη τα σάλια του εκσφενδονίζονταν σαν σκάγια προς κάθε κατεύθυνση. Ακόμα κι η μάνα μου έδειχνε με το ύφος της πως δεν θα με χαλάλιζε γι’ αυτόν κι έτσι η πρώτη προσπάθεια απέτυχε. Ήξερα όμως ότι αυτή ήταν μόνο η αρχή.
Από τον έναν στον άλλον άρχισε να απλώνεται ένα σούσουρο «οι Αμερικάνοι ήρθαν για να παντρέψουν τη μεγάλη».
Κάποια στιγμή η Μαρία την ώρα που πίναμε τον πρωϊνό μας καφέ είπε στη θεία Μίνα
-Μαμά κοίταξε το φλυτζάνι της Ελένης… Είναι κανένας ψηλός , καστανός μέσα; Κανένα Σίγμα;
Η μάνα μου με κοίταξε περίεργα και μετά από ώρα τις πήρε το μάτι μου, τις τρείς τους, τη θεία , την Μαρία και την μάνα μου να συζητούν χαμηλόφωνα στην κουζίνα και να διακόπτουν μόλις με είδαν. Από εκείνη τη μέρα δεν προέκυψε επίσκεψη από κάποιον επίδοξο γαμπρό, πράγμα που με έκανε να πιστέψω ότι μπορεί και να άλλαξαν γνώμη και να εγκατέλειψαν το σχέδιο. Ίσως και να τους επηρέασε η γνώμη της θείας Μίνας που ήταν πιο ανοιχτόμυαλος άνθρωπος και ούτε κατά διάνοια θα σκεφτόταν να παντρέψει την κόρη της με προξενιό.

Το καλοκαίρι κυλούσε γλυκά κι όπου και να πηγαίναμε ο Σάκης ήταν μαζί μας. Καθόταν κοντά μου, μου έλεγε αστεία, μου ζητούσε να χορέψουμε… Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι ανάμεσα από τόσα όμορφα κορίτσια προτιμούσε τη δική μου συντροφιά. Δεν ήμουν δα κι η πιο διασκεδαστική παρέα… Πίστεψα στην ευγενική του καρδιά και στην πάντα φιλική του διάθεση. Ώσπου ήρθε το πρώτο φιλί κι όλα άλλαξαν για μένα! Άρχισα να ζώ σε ένα όνειρο. Προσπαθούσα να γίνω πιο όμορφη, σαν να το χρωστούσα σ΄ αυτό το όμορφο πλάσμα που μου προσφερόταν σαν δώρο από τον ουρανό. Ήθελα τόσο πολύ να τον αγκαλιάσω, να του πω τα τόσα ερωτικά λόγια που περνούσαν από το μυαλό μου όταν τον σκεφτόμουν αλλά ντρεπόμουν τόσο…κι απ΄ την άλλη δεν έβλεπα την ώρα να βρεθώ κοντά του να γευτώ το χάδι και το φιλί του, να ακούσω τα όμορφα λόγια του, να ονειρευτώ με τα μάτια ανοιχτά όλο αυτό που μου συνέβαινε.
-Ελένη, θέλεις να γίνεις γυναίκα μου;
Δεν πίστευα στ’ αυτιά μου… Μέσα μου πίστευα ότι στην καλύτερη περίπτωση θα ήμουν για τον Σάκη μια καλοκαιρινή παρένθεση που θα έκλεινε με το έμπα του φθινοπώρου. Εγώ θα γυρνούσα στην Αμερική κι αυτός θα έκανε μια καινούρια σχέση.
-Λοιπόν; Θα με αφήσεις μόνο και θα γυρίσεις στην Αμερική ή θα με πάρεις μαζί σου;
– Είσαι σίγουρος; Το σκέφτηκες καλά αυτό που μου ζητάς; Τον ρώτησα σαν να έκανα μια ύστατη προσπάθεια να τον αποτρέψω από κάτι παράλογο που ούτε εγώ η ίδια δεν μπορούσα να εξηγήσω αλλά μου έφερνε έξαψη και μόνο η σκέψη ότι θα πραγματοποιηθεί. Μελλοντικές σπουδές και πτυχία δεν είχαν καμιά αξία μπροστά σε μια ζωή μαζί του, μια ζωή σα ρομαντικό μυθιστόρημα μπεστ σέλερ, μια ζωή ταινία του Χόλυγουντ, όπου θα πρωταγωνιστούσαμε εμείς οι δυο.

Είπα στη Μαρία τις εξελίξεις και μετά τα είπαμε στην θεία Μίνα που χάρηκε που βρήκα τον έρωτα και θα το προχωρούσε το θέμα στους γονείς μου.
Το πόσο γρήγορα εξελίχθηκαν τα πράγματα ήταν αξιοπερίεργο. Οι γονείς μου χωρίς καμιά αντίρρηση δέχτηκαν τον Σάκη. Πήγαμε στο κέντρο για ψώνια. Του αγόρασαν ολόκληρη γκαρνταρόμπα, χρυσή ταυτότητα, ρολόι, σταυρό… Έλαμπε μέσα στα καινούρια του σαν ευρωπαίος κοσμοπολίτης. Πότε κλείστηκε εκκλησία, πότε κλείστηκαν το νυφικό, το γαμπριάτικο κοστούμι κι οι μπομπονιέρες δεν είχε καμιά σημασία για μένα… Θα μπορούσα να παραλείψω όλο αυτό το τελετουργικό και αυτό που μονάχα με ένοιαζε ήταν να έχω τον Σάκη δικό μου, μόνο δικό μου. Μέσα σ΄ αυτό το ροζ σύννεφο βρεθήκαμε για γαμήλιο ταξίδι στη Ρόδο.
Το πρώτο μας βράδυ έμελλε να μου μείνει αξέχαστο για όλη μου τη ζωή. Παραδόθηκα στα χάδια και στα φιλιά του με όλη τη δίψα της γυναίκας που αγαπά κι επιθυμεί έναν άντρα αλλά η συστολή της δεν την αφήνει να εκφραστεί. Με κράτησε στην αγκαλιά του και με κοίταξε βαθιά στα μάτια. Τα δικά του ήταν υγρά.
-Ελένη πρέπει να σου πω κάποια πράγματα…
-Αύριο, έλα πάρε με αγκαλιά να κοιμηθούμε.
– Τα πράγματα δεν είναι έτσι όπως φαίνονται… Πρέπει να ξέρεις…
-Τι να ξέρω είπα κι ανακάθισα στο κρεβάτι.
– Σε συμπαθώ και η σχέση μας θέλω να είναι ειλικρινής…
Δεν ξέρω ποιος είπε στον πατέρα σου ότι σου άρεσα και λίγο καιρό από όταν αρχίσαμε να κάνουμε παρέα ήρθε και με βρήκε. Μου είπε ότι σκόπευε να σε παντρέψει κι ότι αν δεχόμουν να γίνω άντρας σου θα με εξασφάλιζε οικονομικά και θα φεύγαμε μαζί στην Αμερική. Η οικογένειά μου έχει οικονομικά προβλήματα, ο πατέρας μου είχε υποθηκευμένα τα χωράφια στην τράπεζα και την αδελφή μου έτοιμη για γάμο. Το ποσόν που μου έδωσε έλυσε τα προβλήματά μας, αλλά έδινε και σε μένα μια διέξοδο, που ήθελα να φύγω μακριά. Αγαπάω άλλη Ελένη… Εκείνη όμως δεν ανταποκρίνεται… Δεν ξέρω αν θα την ξεχάσω. Μην περιμένεις λοιπόν να σ΄ αγαπήσω…
-Θα αγαπώ εγώ και για τους δυο του είπα .

Το κεφάλι μου βούιζε σαν να βρισκόμουνα σε ανεμοθύελλα. Δάκρυα καυτά έτρεχαν ασταμάτητα από τα μάτια μου κι η ντροπή έβαφε κόκκινο το πρόσωπό μου που το ένοιωθα να φλέγεται. Σήκωσα το σκέπασμα για να βρω το νυχτικό μου και βλέποντας τους λεκέδες από αίμα στο σεντόνι δεν ήξερα αν ήταν από τη χαμένη μου παρθενιά ή από την πληγωμένη καρδιά μου. Το παραμύθι είχε τελειώσει…
Στα μέσα του Σεπτέμβρη γυρίσαμε στην Αμερική και ήταν ακόμα σαν καλοκαίρι. Η δεντροστοιχία καταπράσινη και η ζέστη καλά κρατούσε. Όλοι οι συγγενείς ήρθαν να υποδεχτούν τους νιόπαντρους και να γνωρίσουν το γαμπρό. Εμείς παίζαμε στους ρόλους μας, σαν ένα ευτυχισμένο ζευγάρι. Ο πατέρας μας παρέδωσε τα κλειδιά του καινούριου μας σπιτιού. Μεγάλο, χτισμένο με τούβλο σε αντίθεση με τα ξύλινα που ήταν η πλειοψηφία στη γειτονιά. Μαζί με αυτό μας έκανε δώρο όλο το νοικοκυριό, από τις ηλεκτρικές συσκευές και τα έπιπλα ως τα σεντόνια και τα μαχαιροπήρουνα.
Μετά από δυο βδομάδες ο Σάκης πήγε στο καθαριστήριο για δουλειά. Γύρισε απογοητευμένος. Η ζέστη του φάνηκε ανυπόφορη και η ορθοστασία στο ίδιο μέρος εξαντλητική. Βαβούρα από τα μηχανήματα, άσπροι και μαύροι να μιλάνε άγνωστες γλώσσες και να μην καταλαβαίνει τίποτα. Ήταν μηχανικός αυτοκινήτων, αγαπούσε τη δουλειά του κι είχε μάθει να δουλεύει αλλιώς, πιο ανεξάρτητα… Το πολύ με έναν- δυο βοηθούς, με το ραδιοφωνάκι να παίζει μουσική, τις δυνατές φωνές και τα καλαμπούρια, το κολατσιό και το ουζάκι το μεσημέρι… Αλλά αυτά ήταν τώρα μίλια μακριά σε κάποιο χρόνο που ήδη φαινόταν μακρινός.

Η ζωή έμπαινε στο κανάλι της καθημερινότητας. Κάθε μέρα το πρώτο πράγμα που ηχούσε στα αυτιά μου με το που άνοιγα τα μάτια μου ήταν το «δεν σ΄ αγαπάω» του Σάκη. Ηχούσε σαν ξυπνητήρι ρυθμισμένο για να μην ξεχάσω…Και δεν το ξεχνούσα, μα ούτε γινόταν εμπόδιο για να τον αγαπώ κάθε μέρα και πιο πολύ, να νοιώθω την παράνοια της ευχαρίστησης να τον βλέπω κάθε μέρα, να τον νοιώθω κοντά μου κι από την άλλη να νοιώθω την ενοχή πως τον έχω εξαγορασμένο.
-Δεν είναι ανάγκη να κοιμόμαστε μαζί του είχα πει.
-Υποσχέθηκα στον πατέρα σου πως θα κάνουμε οικογένεια, εγώ κρατάω το λόγο μου.
Έξι μήνες μετά την εγκατάστασή μας στο σπίτι έμεινα έγκυος κι έτσι εκπληρώθηκαν τα συμφωνηθέντα. Κανένας δεν είχε την παραμικρή υποψία ότι γνώριζα, όμως εγώ δεν είχα πια τα ίδια αισθήματα απέναντι στους γονείς μου και ιδιαίτερα στον πατέρα μου.
Ο Σάκης δεν άντεξε τη δουλειά στο καθαριστήριο και με δανεικά από τον πατέρα μου άνοιξε συνεργείο αυτοκινήτων. Δεν άντεχε και τη ζωή στο μικρόκοσμό μας όμως δεν μπορούσε να την αλλάξει. Όλη τη βδομάδα δουλειά και το απόγευμα ούτε καφενείο, ούτε φίλοι, ούτε παρέες. Τα Σαββατοκύριακα εκκλησία, μπάρμπεκιου και μπύρες και επαναλαμβανόμενα κρύα αστεία. Προσπαθούσα να σέβομαι την ιδιωτικότητα του και τις ώρες που καταλάβαινα πως ήθελε να είναι μόνος έπαιρνα ένα βιβλίο και τον άφηνα στον κόσμο του. Όταν μιλούσε στο τηλέφωνο πήγαινα σ΄ άλλο δωμάτιο και του παρέδιδα πάντα ανέγγιχτη την αλληλογραφία του.

Είχαν έρθει οι πρώτες βροχές κι έβλεπα την μελαγχολία να στάζει αργά στα μάτια του. Τα χέρια του τα αγαπημένα τύλιγαν την κούπα με τον καφέ και ζήλευα που δεν ήμουνα στη θέση της. Ο λογισμός του δραπέτευε από το νοτισμένο τζάμι και ποιος ξέρει που ταξίδευε. Μετά σαν να συνέρχονταν με ρωτούσε αν θέλω κάτι, αν βολεύομαι ή χρειάζομαι κι άλλο μαξιλάρι, αν πήρα το χάπι για τον σίδηρο, πότε είναι το επόμενο ραντεβού με τον γιατρό…
Σιγά σιγά μάθαινε και την γλώσσα και πολλά απογεύματα καθόμασταν και διαβάζαμε μαζί και όταν τα κατάφερνε είχε τέτοια χαρά που μου ερχότανε να τον αγκαλιάσω, να ακουμπήσω το πρόσωπό μου στον λαιμό του, να νοιώσω τη μυρουδιά του δέρματος του ανακατωμένη με το άφτερ σέιβ του να με ζαλίζει. Απολάμβανα τα μικρά τυχαία αγγίγματα, τις φορές που μου έδινε το χέρι για να ανέβω ή να κατέβω μια σκάλα, όταν τον κρατούσα από το μπράτσο, όταν…
Γεννήθηκε ο γιός μας και γίνανε πιο έντονα τα χρώματα της ζωής. Μέσα από τα μάτια του αρχίσαμε να βλέπουμε τον κόσμο αλλιώς. Εγώ δούλευα στο καθαριστήριο και το παιδί το κρατούσε η μάνα μου. Και κύλησαν τα χρόνια σαν ένα επαναλαμβανόμενο εικοσιτετράωρο με ρουτινιάρικες μέρες και νύχτες χωρίς όνειρα. Το παιδί μεγάλωσε, μαζί του κι εμείς. Όταν τέλειωσε τις σπουδές του κι εγκαταστάθηκε στη Βοστώνη ήμασταν ήδη μεσήλικες. Τρία χρόνια πριν είχα χάσει τον πατέρα μου και μόλις πριν έξι μήνες είχε ακολουθήσει κι η μάνα.

Ένα καλοκαιρινό βράδι που καθόμασταν στην βεράντα, χαζεύαμε κάτι βεγγαλικά που έσκαγαν στον ουρανό από ένα τοπικό φεστιβάλ όταν τον ρώτησα τελείως αυθόρμητα
-Μήπως θα ήθελες να γυρίσεις στην Ελλάδα; Τώρα πιά δεν σε δεσμεύει καμία συμφωνία, δεν υπάρχει τίποτα να σε κρατάει..
-Πού να πάω; Ποιος με περιμένει; Οι γονείς έχουν χαθεί, οι φίλοι με έχουν ξεχάσει… Είναι πολύ αργά για νέες αρχές… Εκτός αν το θέλεις εσύ.
-Για μένα ισχύει ότι σου είπα χρόνια πριν, την πρώτη μας βραδιά… Θυμάσαι; Μη με φέρνεις λοιπόν σε δύσκολη θέση για να μην αισθάνεσαι κι εσύ αμήχανα μ’ αυτά που σου λέω του είπα μεταξύ σοβαρού κι αστείου.
-Πώς μπορείς να αγαπάς, πώς μπορείς να συγχωρείς; Με ρώτησε και χάθηκε μέσα στο σκοτεινό σπίτι.
Τραβάω την κουρτίνα του παραθύρου και βλέπω τον Σάκη να κάνει το καθημερινό του τρέξιμο γύρω από το τετράγωνο. Έχει σιλουέτα νέου άντρα και παραμένει γοητευτικός με τα γκρίζα μαλλιά του και τα μυωπικά γυαλιά. Ανάβω το φως, κίτρινο, αρρωστιάρικο, μελαγχολικό μου πλακώνει την καρδιά. Πατάω το play στο παλιό μαγνητόφωνο του πατέρα μου κι η κασέτα αρχίζει να παίζει:
«Να σου δώσω μια να σπάσεις άχ βρε κόσμε γυάλινε..»
Παίρνω το μπουκάλι με το ούζο και βάζω ένα ποτηράκι. Ακούω βήματα στην πόρτα, είναι ο Σάκης.
-Τι έγινε μερακλώθηκες ; λέει και μπαίνει μέσα.
Του προτείνω ένα ποτήρι με ούζο. Ίσα που το ακουμπάει στα χείλη του και το αφήνει στο τραπέζι.
-Το πήρα απόφαση, του λέω. Φεύγω! Έχω κανονίσει με τον ανιψιό μου, μου βρήκε σπίτι στην Ελλάδα. Ένα μικρό όμορφο σπίτι γεμάτο βιβλία, με ένα μπαλκόνι που βλέπει στη θάλασσα. Το πατρικό θα το πάρει η μικρή μαζί με το ένα μερίδιο από το μαγαζί. Τα άλλα δυο μερίδια θα τα αγοράσει ο θείος Βασίλης. Το σπίτι είναι δικό σου.
Πήρε από το τραπέζι το ούζο και το ήπιε μονοκοπανιά. Βγήκε στο δρόμο κι άρχισε να τρέχει προς το σπίτι χωρίς ρυθμό.
Πάτησα το stop και το μαγνητόφωνο βουβάθηκε. Έκλεισα τον διακόπτη του ηλεκτρικού και το σπίτι βυθίστηκε στο σκοτάδι. Ύστερα κλείδωσα για τελευταία φορά την πόρτα του, αλλά δεν κατάφερα να κλειδώσω μέσα και τις αναμνήσεις μου. Πάντα βρίσκουν τρόπο να παραβιάζουν τις κλειδαριές και να σε ακολουθούν .

Με συνόδεψε ως το αεροδρόμιο και με αποχαιρέτησε με μια αγκαλιά που με άφησε για στερνή φορά να νιώσω τη θέρμη του δέρματός του, να πάρω μαζί μου την μυρωδιά του… Αυτού του άντρα που τον κουβαλώ μέσα μου τόσα χρόνια, καταθέτοντας όσα κεφάλαια αγάπης υπάρχουν στη μικρή καρδιά μου, χωρίς να προσδοκώ καμιά ανταπόδοση… Εγώ η ανέραστη.
Δυο χειμώνες και δυο καλοκαίρια πέρασαν κι είχε μπει το τρίτο φθινόπωρο. Είχα φτιάξει ένα χαμομήλι με γλυκάνισο και κανέλα και το απολάμβανα κοιτάζοντας τη θάλασσα. Στην αγκαλιά μου γουργούριζε η γάτα μου η Ρίκα. Είχα την πόρτα ανοιχτή γιατί πάντα τέτοια ώρα έρχεται η φιλενάδα μου η Γιούλα για παρέα.
Πήρα το βιβλίο από δίπλα μου αλλά διαπίστωσα ότι δεν είχα τα γυαλιά του διαβάσματος. Με το που έκανα να σηκωθώ η Ρίκα έδωσε ένα σάλτο και βρέθηκε στο πάτωμα. Σήκωσα το μαξιλάρι του καναπέ να δω μην είναι από κάτω τα γυαλιά όταν ένοιωσα ένα χτύπημα στον ώμο κι άκουσα τη φωνή του Σάκη να μου λέει:
-Αυτά ψάχνεις; Και μου πρότεινε τα γυαλιά.
Δεν μπορούσα να πιστέψω στα μάτια και στα αυτιά μου. Δεν κρατήθηκα και τον αγκάλιασα… ανταποκρίθηκε ζεστά.
-Πώς βρέθηκες εδώ; Τον ρώτησα
-Έχεις ούζο απάντησε με ερώτηση. Έχω τόσα πολλά να σου πω…