Απαντήσεις σε ερωτήματα του περιοδικού “ΤΡΟΦΙΜΑ και ΠΟΤΑ» σχετικές με τα τυροκομικά προϊόντα.

Ποιες προοπτικές διαγράφονται για τα ελληνικά τυριά (Φέτα, Γραβιέρα, κλπ) στην Ελληνική και διεθνή αγορά;

Η ελληνική αγορά τυροκομικών παρουσιάζει μια αξιόλογη ανάπτυξη τα τελευταία χρόνια και έγιναν σημαντικές προσπάθειες για αναδιάρθρωση και εκσυγχρονισμό, συνεχίζοντας βέβαια να διατηρεί αρκετά παραδοσιακά στοιχεία. Στα θετικά της εγχώριας αγοράς είναι η τάση για τυποποίηση και συσκευασία πολλών τύπων τυριών, η διαφοροποίηση στη ζήτηση με εντονότερη προτίμηση στα σκληρά τυριά αν και η φέτα εξακολουθεί να κατέχει το 70% της συνολικής κατανάλωσης. Στα αρνητικά θα μπορούσα επιλεκτικά να αναφέρω το ότι ο κλάδος στηρίζεται σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις, κυριαρχούν μη εξελιγμένες μορφές λειτουργίας, υποδομής, εμπορίας, ενώ λόγω διαρθρωτικών αδυναμιών το κόστος παραγωγής είναι υψηλό, μη ανταγωνιστικό με αρνητικές επιπτώσεις στον κλάδο. Καθοριστικός παράγοντας είναι επίσης η αύξηση τα τελευταία χρόνια του εξωτερικού ανταγωνισμού και είναι καθοριστικός γιατί οι μεν εισαγωγές αυξάνουν με σταθερά βήματα, οι εξαγωγές συναντούν δυσκολίες στο να σταθεροποιηθούν ή και να αυξηθούν. Η αγορά του τυριού εξακολουθεί όμως να είναι από τις μεγαλύτερες του γαλακτοκομικού κλάδου και οι βιομηχανίες με σύγχρονο εξοπλισμό και σωστά οργανωμένο δίκτυο διανομής έχουν μεγάλες πιθανότητες σημαντικής αύξησης των μεριδίων τους λόγω του ότι μεγάλο μέρος κατέχουν ακόμη οι μικρές μονάδες.

Σε ότι αφορά τη φέτα πολλά θα εξαρτηθούν από την τελική απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου στο οποίο έχουν προσφύγει η Δανία, Γερμανία, Γαλλία και για την οποία έχει ενταθεί η διαμάχη στο παρασκήνιο ενάντια στην απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που κατοχυρώνει την ονομασία «φέτα» μόνο για το γνήσιο παραδοσιακό ελληνικό προϊόν. Πέρα όμως από το αποτέλεσμα να πούμε στο σημείο αυτό ότι ήδη έρχονται από τη Δανία περίπου 7.000 τόνοι λευκού τυριού σε ετήσια βάση, το οποίο στη συνέχεια διατίθεται στην αγορά ως φέτα με αποτέλεσμα ο καταναλωτής να πληρώνει το δανέζικο λευκό τυρί των 800 δρχ. ως φέτα στην τιμή των 1600 δρχ. περίπου.

Να επισημάνω τέλος ότι η κατά κεφαλή κατανάλωση έφθασε στη χώρα μας στα 22 κιλά ετησίως και είναι η υψηλότερη όχι μόνο στην Ευρώπη αλλά και σε ολόκληρο τον κόσμο, πράγμα που σημαίνει ότι η μάχη της κατανάλωσης στη χώρα μας στο μέλλον θα δίνεται μεταξύ των ελληνικών και των εισαγόμενων τυριών, ενώ η αύξηση των εξαγωγών θα πρέπει να γίνει συντονισμένα και με τη συμπαράσταση του κρατικού παράγοντα.

Ποιες προσπάθειες πιστεύετε ότι θα πρέπει να καταβληθούν, τόσο από τις ίδιες τις εταιρείες του κλάδου, όσο και από την πολιτεία για την προώθηση των ελληνικών τυριών στο εξωτερικό;

Οι εταιρείες του κλάδου τα τελευταία πέντε χρόνια λειτουργούν σε ένα περιβάλλον έντασης και ανταγωνισμού στον κλάδο των τυροκομικών ο οποίος προέκυψε λόγω της απελευθέρωσης της εσωτερικής αγοράς της Ευρωπαϊκής Ένωσης μετά την 01/01/1993 και της κυριαρχίας των αλυσίδων S/M επί του λιανεμπορίου.

Για την απουσία συγκεκριμένου σχεδιασμού για την προώθηση και την επικράτηση των ελληνικών τυριών στην εξωτερική αγορά, για την αποσπασματική τροφοδότηση της αγοράς αυτής, για την έλλειψη της αναγκαίας προβολής των προϊόντων οι ευθύνες είναι όλων μας με πρώτη αυτή του κρατικού παράγοντα λόγω της έλλειψης μίας συντονισμένης δυναμικής εξαγωγικής πολιτικής για την οποίας θα χρειαστεί η διάθεση πόρων και ικανών στελεχών.

Θα πρέπει, επίσης, να καταβληθούν προσπάθειες ώστε να γίνει ουσιαστικός έλεγχος των εισαγωγών με σκοπό να διαπιστωθεί αν το λευκό τυρί που εισάγεται από άλλες χώρες πωλείται ως λευκό τυρί ή –παράνομα- ως ελληνική φέτα. Η μάχη που θα δοθεί στο Ε.Δ. για την ελληνικότητα της φέτας θα κρίνει τελικά και την έκβαση του «πολέμου» που διαρκεί αρκετά χρόνια τώρα και γίνεται για την «τιμή» ενός παραδοσιακού ελληνικού προϊόντος.

Τέλος οι τάσεις μεγάλων συγχωνεύσεων σε παγκόσμιο και ευρωπαϊκό επίπεδο θα πρέπει να προβληματίσουν την ελληνική βιομηχανία, τους αρμόδιους κρατικούς φορείς και κυρίως τα συνεταιριστικά εργοστάσια του κλάδου με σκοπό τον καλύτερο συντονισμό και μια πιο στενή συνεργασία με σκοπό την αντιμετώπιση του ανταγωνισμού, της αύξησης των εισαγωγών με τυροκομικά άλλων χωρών της Ευρώπης και τέλος την αύξηση των εξαγωγών.

Ποιες τάσεις εκτιμάτε ότι θα επικρατήσουν στον κλάδο των τυροκομικών προϊόντων τα αμέσως προσεχή χρόνια;

Απ.: Η αγορά των τυροκομικών προϊόντων στη χώρα μας, στην Ε.Ε. αλλά και στη διεθνή αγορά βρίσκεται σε μία φάση μεγάλων εξελίξεων και αλλαγών. Οι πιέσεις που δέχεται η Ε.Ε. μετά το γύρο της Ουρουγουάης , το 1993, αλλά και ο συνεχώς αυξανόμενος ανταγωνισμός από χώρες όπως οι Η.Π.Α. η Αυστραλία, η Ν. Ζηλανδία και άλλες μικρότερες δημιουργούν μία κατάσταση που προδιαθέτει για μεγάλες και άμεσες εξελίξεις στο χώρο, ενώ σήμερα η αγορά κινείται με πολύ χαμηλά περιθώρια κέρδους. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Δασμών και Εμπορίου πιέζει την Ε.Ε. για την άμεση μείωση των επιδοτούμενων ποσοστώσεων και την απελευθέρωση των εισαγωγών από τρίτες χώρες, ενώ παράλληλα προβλέπεται η μείωση κατά 10% των τιμών του γάλακτος τα επόμενα 5-8 χρόνια. Παρ΄ όλα αυτά η εξέλιξη του κλάδου θεωρείται αισιόδοξη, αφού η παγκόσμια κατανάλωση αυξάνει ενώ από την άλλη το καταναλωτικό κοινό ζητά συνεχώς νέα προϊόντα.

Ποιο συγκεκριμένα σαν νέες τάσεις, οι οποίες προέρχονται και από το γεγονός ότι πλέον οι καταναλωτές γίνονται όλο και πιο απαιτητικοί και ζητούν υψηλής ποιότητας προϊόντα, θα έλεγα ότι είναι η αύξηση της κατανάλωσης τυριών με Προστατευόμενη ονομασία προέλευσης (ΠΟΠ), η στροφή κυρίως των νέων καταναλωτών προς τα τυριά «ήπιας γεύσης» τύπου edam, η ανάπτυξη της τυποποίησης με μικρές συσκευασίες επώνυμων τυριών καθώς και με μία στροφή σε εύχρηστες για τον καταναλωτή συσκευασίες.

Σας ευχαριστώ πολύ.

Λάρισα : 02 / 03 / 1999

(Οι απαντήσεις δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό ΤΡΟΦΙΜΑ & ΠΟΤΑ τον Μάρτιο 1999)