Απαντήσεις σε ερωτήματα της εφημερίδας «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ» σχετικές με το γάλα και τα τυροκομικά προϊόντα.


Μπορείτε να μας περιγράψετε με δύο λόγια πώς διαμορφώνεται η αγορά των γαλακτοκομικών προιόντνων σήμερα στην χώρα μας και στη διεθνή σκηνή;

Η αγορά των γαλακτοκομικών προϊόντων στη χώρα μας, στην Ε.Ε. αλλά και στη διεθνή αγορά βρίσκεται σε μία φάση μεγάλων εξελίξεων και αλλαγών. Οι πιέσεις που δέχεται η Ε.Ε. μετά το γύρο της Ουρουγουάης , το 1993, αλλά και ο συνεχώς αυξανόμενος ανταγωνισμός από χώρες όπως οι Η.Π.Α. η Αυστραλία, η Ν. Ζηλανδία και άλλες μικρότερες δημιουργούν μία κατάσταση που προδιαθέτει για μεγάλες και άμεσες εξελίξεις στο χώρο, ενώ σήμερα η αγορά κινείται με πολύ χαμηλά περιθώρια κέρδους. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Δασμών και Εμπορίου πιέζει την Ε.Ε. για την άμεση μείωση των επιδοτούμενων ποσοστώσεων και την απελευθέρωση των εισαγωγών από τρίτες χώρες, ενώ παράλληλα προβλέπεται η μείωση κατά 10% των τιμών του γάλακτος τα επόμενα 5-8 χρόνια. Παρ΄ όλα αυτά η εξέλιξη του κλάδου θεωρείται αισιόδοξη, αφού η παγκόσμια κατανάλωση αυξάνει ενώ από την άλλη το καταναλωτικό κοινό ζητά συνεχώς νέα προϊόντα.

Με δεδομένα τα πλαίσια αυτά πώς λειτουργούν σήμερα οι βιομηχανίες του κλάδου;

Οι εταιρείες του κλάδου τα τελευταία πέντε χρόνια λειτουργούν σε ένα περιβάλλον έντασης και ανταγωνισμού στον κλάδο των γαλακτοκομικών το οποίο προέκυψε λόγω της απελευθέρωσης της εσωτερικής αγοράς της Ευρωπαϊκής Ένωσης μετά την 01/01/1993, της κυριαρχίας των αλυσίδων S/M επί του λιανεμπορίου και της συγκέντρωσης της παραγωγής γαλακτοκομικών προϊόντων σε έναν πυρήνα ισχυρών εταιρειών με σκοπό την αντιμετώπιση του ανταγωνισμού από καλύτερες θέσεις.

Δυστυχώς για τη χώρα μας και τους καταναλωτές αυτή η αντιμετώπιση του ανταγωνισμού δεν λειτούργησε μέχρι σήμερα και στον κλάδο των γαλακτοκομικών προϊόντων κάτω από σύγχρονες μορφές μάρκετινγκ και ανταγωνισμού με αποτέλεσμα να δούμε στις οθόνες μας πριν λίγο καιρό των πόλεμο των γιαουρτιών «ζωντανών» και μη, διαβάσαμε και διαβάζουμε σενάρια συγχωνεύσεων και εξαγορών για να φτάσουμε στον σημερινό πόλεμο του παστεριωμένου φρέσκου γάλακτος.

Δεν παύει όμως να είναι μία μορφή ανταγωνισμού…

Ζούμε σε μια ελεύθερη οικονομία και ο ανταγωνισμός μεταξύ ομοειδών εταιρειών είναι και θεμιτός και επιθυμητός, θα πρέπει όμως οι αρμόδιοι από τη μία και οι καταναλωτές από την άλλη να ξεκαθαρίσουν και να μπορούν να ξεχωρίσουν τις έννοιες θεμιτός και αθέμιτος ανταγωνισμός και στην περίπτωση των γαλακτοκομικών στην περιοχή μας οι όροι αυτοί δεν είναι αρκετά ευδιάκριτοι. Η Γαλακτοβιομηχανία «ΟΛΥΜΠΟΣ» ΑΕ συγκεντρώνει γάλα από κτηνοτρόφους της περιοχής και σε απόσταση όχι μεγαλύτερη των εξήντα χιλιομέτρων από την έδρα της στη Γυρτώνη, το παστεριώνει αμέσως και σε λιγότερο από 24 ώρες βρίσκεται στο ποτήρι του καταναλωτή.

Είναι, λοιπόν, καιρός οι ίδιοι οι καταναλωτές να ψάξουν για τις απαντήσεις σε ερωτήματα όπως : Πως είναι δυνατόν ένα γάλα να συγκεντρώνεται στον Νομό Έβρου να μεταφέρετε και να παστεριώνεται στην Αθήνα και να καταναλώνετε σαν γάλα ημέρας στη Λάρισα, τα Τρίκαλα ή τη Δράμα; Γιατί βιομηχανίες του κλάδου να επιδοτούν με 50 και 100 δραχμές το γάλα τους στη Λάρισα τη Δράμα ή τα Τρίκαλα και τα Γιάννενα όπου το ποσοστό των πωλήσεών τους σε σχέση με τη συνολική παραγωγή τους είναι αρκετά χαμηλό και πως μπορεί να μην συνδυαστεί το γεγονός αυτό με την ύπαρξη στις συγκεκριμένες πόλεις τοπικών βιομηχανιών παραγωγής φρέσκου γάλακτος; Είναι λογικό ο καταναλωτής να αναρωτιέται : Μήπως μ΄ όλα αυτά επιδιώκεται να φύγει το φρέσκο – παστεριωμένο γάλα από την αγορά, προς όφελος των μεγάλων βιομηχανιών και το αδύναμο κράτος αδυνατεί να πάρει θέση;

Η ευαισθητοποίηση του κοινού μέσω των αρμόδιων φορέων του, η ενεργητική δράση των καταναλωτικών συλλόγων, και τα τοπικά ΜΜΕ θα πρέπει να δουν σοβαρά, όπως ήδη κάνουν, αυτές τις εξελίξεις στον κλάδο σε συνδυασμό με την αξιόλογη προσπάθεια που γίνεται την περίοδο αυτή για την στήριξη των τοπικών προϊόντων και με τη συμμετοχή όλων να γίνουν σοβαρές προσπάθειες από όλους και προς όλες τις κατευθύνσεις με σκοπό ο Θεσσαλός καταναλωτής να μπορεί και στο μέλλον να πίνει το δικό του φρέσκο γάλα ημέρας.

Τι ισχύει σήμερα στην Ευρώπη ;

Στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες δεν υπάρχει δέσμευση για την ισχύ του παστεριωμένου γάλακτος, ενώ σε όσες υπάρχει υπερβαίνει τις 7 ημέρες. Η πιθανότητα πλήρους απελευθέρωσης του νομικού πλαισίου που διέπει την κυκλοφορία του παστεριωμένου γάλακτος εξετάζεται από το Υπ. Γεωργίας και οι πληροφορίες που υπάρχουν λένε ότι η τελική απόφαση θα αποδεσμεύει εντελώς τις εταιρείες. Nα τονίσω στο σημείο αυτό ότι μία παράταση ζωής στο φρέσκο γάλα μπορεί να ανοίξει το δρόμο για περισσότερες εισαγωγές σε βάρος της μικρής ελληνικής ποσόστωσης γάλακτος που μένει καθηλωμένη στους 625.000 τόνους, όταν για παράδειγμα στην Πορτογαλία (που είναι αγροτική χώρα σε μικρότερο ποσοστό έναντι της Ελλάδας), οι κτηνοτρόφοι έχουν ποσόστωση σχεδόν τριπλάσια. Το θέμα είναι ότι εάν υπογραφεί αυτή η απελευθέρωση θα πρέπει να υπάρξει κατά τη γνώμη μου περιορισμός σε ότι αφορά την ονομασία κάθε προϊόντος σε γάλα φρέσκο ημέρας, σε παστεριωμένο, μακράς διάρκειας, κ.λ.π.

Υπάρχει όμως και το θέμα της ποιότητας, τι απαντάτε στο ερώτημα αυτό ;

Να τονίσω τρία πράγματα μόνο :

Ελέγχουμε καθημερινά, τις μονάδες, τα ζώα τους και συνεργαζόμαστε με τους παραγωγούς κουβαλώντας μια εμπειρία χρόνων στα θέματα αυτά εφαρμόζοντας αυστηρά ευρωπαϊκά πρότυπα παραγωγής με αποτέλεσμα ένα γάλα άριστης ποιότητας πριν ακόμη αρχίζει η βιομηχανική του επεξεργασία. Το υψηλό επίπεδο των κτηνοτρόφων μας οι φυλές των αγελάδων οι ελεγχόμενες αυστηρά συνθήκες διατροφής και διαβίωσης των ζώων ο τεχνολογικός εξοπλισμός των μονάδων είναι η πρώτη αλλά και η βασικότερη εγγύηση για ένα γάλα αυξημένων ποιοτικών προδιαγραφών.

Οι νέες υπερσύγχρονες εγκαταστάσεις (εγκαινιάστηκαν το Δεκέμβριο του 1998) στη Γυρτώνη, είναι ότι πιο μοντέρνο και πιο σύγχρονο διαθέτει η τεχνολογία παραγωγής φρέσκου γάλακτος αλλά και τυροκομικών προϊόντων σε διεθνές επίπεδο.

Η «ΟΛΥΜΠΟΣ» ΑΕ σέβεται τον καταναλωτή και η συνεταιριστική μας παράδοση δεν μας επιτρέπει να τον προδώσουμε. Υπάρχουν γάλατα τεσσάρων και πέντε ημερών, θα δούμε ακόμη στο μέλλον και γάλατα δεκατεσσάρων και δεκαπέντε ημερών. Εμείς παρ’ όλα αυτά θα είμαστε δίπλα στο Θεσσαλό καταναλωτή με φρέσκο γάλα ημέρας. Το τεχνικά «φρέσκο» γάλα μπορεί να έχει αόριστη διάρκεια ζωής. – Το φυσικό φρέσκο γάλα ημέρας έχει συγκεκριμένη ημερομηνία λήξης. Η εταιρεία μας διαθέτει την τεχνολογία παρασκευής γάλακτος 5 ή 7 ημερών, δεν θα τη χρησιμοποιήσει όμως για να παραβιάσει τη βασική για μας αρχή που λεει ότι φρέσκο γάλα ημέρας δεν είναι κανένα άλλο από το σημερινό.

Βλέπουμε, όμως, στις διαφημίσεις των μεγάλων εταιρειών του κλάδου να μιλάνε για γάλα εγγυημένης ποιότητας ;

Ο διαφημιστικός πόλεμος των μεγάλων εταιρειών δεν γίνεται για το σημερινό φρέσκο γάλα, αλλά για το αν το χθεσινό, το προχθεσινό και το γάλα της μιας εβδομάδας είναι καλό για τον καταναλωτή. Μπορεί να είναι δεν θα είναι όμως το σημερινό φρέσκο γάλα που εμείς διαθέτουμε στην αγορά. Αυτό που κάνει το γάλα μας να ξεχωρίζει είναι ότι παστεριώνεται μία και μοναδική φορά στους 72ο C και αυτό σημαίνει ότι το γάλα δεν χάνει τα σημαντικά και πολύτιμα θρεπτικά συστατικά του που μόνο το γάλα διαθέτει και που είναι αναγκαία για τη σωστή φροντίδα και την υγιεινή διατροφή της οικογένειας. Για το Θεσσαλό καταναλωτή η επιλογή είναι μία και μοναδική, φρέσκο σημερινό γάλα «ΟΛΥΜΠΟΣ»!

Ένα άλλο μεγάλο κομμάτι είναι τα τυροκομικά προϊόντα. Ποιες προοπτικές διαγράφονται για τα ελληνικά τυριά στην Ελληνική και διεθνή αγορά;

Η ελληνική αγορά τυροκομικών παρουσιάζει μια αξιόλογη ανάπτυξη τα τελευταία χρόνια και έγιναν σημαντικές προσπάθειες για αναδιάρθρωση και εκσυγχρονισμό, συνεχίζοντας βέβαια να διατηρεί αρκετά παραδοσιακά στοιχεία. Στα θετικά της εγχώριας αγοράς είναι η τάση για τυποποίηση και συσκευασία πολλών τύπων τυριών, η διαφοροποίηση στη ζήτηση με εντονότερη προτίμηση στα σκληρά τυριά αν και η φέτα εξακολουθεί να κατέχει το 70% της συνολικής κατανάλωσης. Στα αρνητικά θα μπορούσα επιλεκτικά να αναφέρω το ότι ο κλάδος στηρίζεται σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις, κυριαρχούν μη εξελιγμένες μορφές λειτουργίας, υποδομής, εμπορίας, ενώ λόγω διαρθρωτικών αδυναμιών το κόστος παραγωγής είναι υψηλό, μη ανταγωνιστικό με αρνητικές επιπτώσεις στον κλάδο. Καθοριστικός παράγοντας είναι επίσης η αύξηση τα τελευταία χρόνια του εξωτερικού ανταγωνισμού και είναι καθοριστικός γιατί οι μεν εισαγωγές αυξάνουν με σταθερά βήματα, οι εξαγωγές συναντούν δυσκολίες στο να σταθεροποιηθούν ή και να αυξηθούν. Η αγορά του τυριού εξακολουθεί όμως να είναι από τις μεγαλύτερες του γαλακτοκομικού κλάδου και οι βιομηχανίες με σύγχρονο εξοπλισμό και σωστά οργανωμένο δίκτυο διανομής έχουν μεγάλες πιθανότητες σημαντικής αύξησης των μεριδίων τους λόγω του ότι μεγάλο μέρος κατέχουν ακόμη οι μικρές μονάδες.

Υπάρχει και το θέμα της ελληνικής φέτας για την οποία η τελευταία απόφαση του Ευρωπαίκού δικαστηρίου δεν είναι καθόλου ευνοική;

Σε ότι αφορά τη φέτα πολλά θα εξαρτηθούν από την τελική απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου στο οποίο έχουν προσφύγει η Δανία, Γερμανία, Γαλλία και για την οποία έχει ενταθεί η διαμάχη στο παρασκήνιο ενάντια στην απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που κατοχυρώνει την ονομασία «φέτα» μόνο για το γνήσιο παραδοσιακό ελληνικό προϊόν. Η Ελλάδα έστω και τώρα δεν πρέπει να παραιτηθεί από την προσπάθεια κατωχήρωσης της φέτας ως προϊόν Π.Ο.Π. Υπήρξαν σίγουρα σφάλματα κατά τη σύνταξη του σχετικού φακέλου που εξασθένισαν τα επιχειρήματα της γεωγραφικής καταγωγής, θα πρέπει όμως το Υπ. Γεωργίας να επανέλθει άμεσα στο θέμα εξαντλώντας όλα τα νομικά και πολιτικά μέσα προωθώντας παράλληλα ενέργειες που θα στηρίζουν την ελληνική φέτα τόσο στην εσωτερική κατανάλωση όσο και στο εξωτερικό. Πέρα όμως από το αποτέλεσμα να πούμε στο σημείο αυτό ότι ήδη έρχονται από τη Δανία περίπου 7.000 τόνοι λευκού τυριού σε ετήσια βάση, το οποίο στη συνέχεια διατίθεται στην αγορά ως φέτα με αποτέλεσμα ο καταναλωτής να πληρώνει το δανέζικο λευκό τυρί των 800 δρχ. ως φέτα στην τιμή των 1600 δρχ. περίπου.

Να επισημάνω στο σημείο αυτό ότι η κατά κεφαλή κατανάλωση έφθασε στη χώρα μας στα 22 κιλά ετησίως και είναι η υψηλότερη όχι μόνο στην Ευρώπη αλλά και σε ολόκληρο τον κόσμο, πράγμα που σημαίνει ότι η μάχη της κατανάλωσης στη χώρα μας στο μέλλον θα δίνεται μεταξύ των ελληνικών και των εισαγόμενων τυριών, ενώ η αύξηση των εξαγωγών θα πρέπει να γίνει συντονισμένα και με τη συμπαράσταση του κρατικού παράγοντα.

Ποιες προσπάθειες πιστεύετε ότι θα πρέπει να καταβληθούν, τόσο από τις ίδιες τις εταιρείες του κλάδου, όσο και από την πολιτεία για την προώθηση των ελληνικών τυριών στο εξωτερικό;

Για την απουσία συγκεκριμένου σχεδιασμού για την προώθηση και την επικράτηση των ελληνικών τυριών στην εξωτερική αγορά, για την αποσπασματική τροφοδότηση της αγοράς αυτής, για την έλλειψη της αναγκαίας προβολής των προϊόντων οι ευθύνες είναι όλων μας με πρώτη αυτή του κρατικού παράγοντα λόγω της έλλειψης μίας συντονισμένης δυναμικής εξαγωγικής πολιτικής για την οποία θα χρειαστεί η διάθεση πόρων και ικανών στελεχών. Θα πρέπει, επίσης, να καταβληθούν προσπάθειες ώστε να γίνει ουσιαστικός έλεγχος των εισαγωγών με σκοπό να διαπιστωθεί αν το λευκό τυρί που εισάγεται από άλλες χώρες πωλείται ως λευκό τυρί ή –παράνομα- ως ελληνική φέτα. Η μάχη που θα δοθεί στο Ε.Δ. για την ελληνικότητα της φέτας θα κρίνει τελικά και την έκβαση του «πολέμου» που διαρκεί αρκετά χρόνια τώρα και γίνεται για την «τιμή» ενός παραδοσιακού ελληνικού προϊόντος. Τέλος οι τάσεις μεγάλων συγχωνεύσεων σε παγκόσμιο και ευρωπαϊκό επίπεδο θα πρέπει να προβληματίσουν την ελληνική βιομηχανία, τους αρμόδιους κρατικούς φορείς και κυρίως τα συνεταιριστικά εργοστάσια του κλάδου με σκοπό τον καλύτερο συντονισμό και μια πιο στενή συνεργασία με σκοπό την αντιμετώπιση του ανταγωνισμού, της αύξησης των εισαγωγών με τυροκομικά άλλων χωρών της Ευρώπης και τέλος την αύξηση των εξαγωγών.

Ποιες τάσεις εκτιμάτε ότι θα επικρατήσουν στον κλάδο των τυροκομικών προϊόντων τα αμέσως προσεχή χρόνια;

Σαν νέες τάσεις, οι οποίες προέρχονται και από το γεγονός ότι πλέον οι καταναλωτές γίνονται όλο και πιο απαιτητικοί και ζητούν υψηλής ποιότητας προϊόντα, θα έλεγα ότι είναι η αύξηση της κατανάλωσης τυριών με Προστατευόμενη ονομασία προέλευσης (ΠΟΠ), η στροφή κυρίως των νέων καταναλωτών προς τα τυριά «ήπιας γεύσης» τύπου edam, η ανάπτυξη της τυποποίησης με μικρές συσκευασίες επώνυμων τυριών καθώς και με μία στροφή σε εύχρηστες για τον καταναλωτή συσκευασίες.

Κλείνοντας θα θέλαμε κ. Γουγουλιά να μας πείτε δύο λόγια για το μέλλον του μεγάλου κλάδου της βιομηχανίας των τροφίμων γενικότερα.

Η κοσμογονία των αλλαγών στο λιανεμπόριο τα τελευταία χρόνια μόνο τη βιομηχανία δεν βοήθησε κι αυτό για τι λειτούργησε και λειτουργεί μέσο συνεργασιών, εξαγορών και διεθνών μονοπωλίων, όπου νόμος είναι ο μικρός να γίνεται μεγάλος και ο μεγάλος να γίνεται «τέρας», όσον αφορά στις απαιτήσεις του, πράγμα που έχει άμεση επίπτωση στο κόστος πώλησης των προϊόντων γενικότερα. Είναι καιρός η πολιτεία να κάνει βήματα προς τα μπρος γιατί η κατάσταση πλήττει άμεσα τη βιομηχανία και γενικότερα το κόστος του προϊόντος, που τελικά το επιβαρύνεται ο καταναλωτής. Και για να γίνει αυτό πιο κατανοητό θέλω να τονίσω ότι ο κλάδος τροφίμων – ποτών συνεισφέρει στο 21% της απασχόλησης, στο ¼ της ακαθάριστης παραγωγής και της προστιθέμενης αξίας και στο 31% της ακαθάριστης δημιουργίας παγίων όλων των κλάδων της ελληνικής βιομηχανίας. Είναι ο πρώτος κλάδος, σε επίπεδο επενδύσεων, καθαρών κερδών, τζίρου, κλπ. Το μέλλον του, η θετική ή αρνητική του εξέλιξη, θα καθορίσουν και το μέλλον της ελληνικής οικονομίας.

Υπάρχουν άμεσοι κίνδυνοι και ποιες είναι οι προκλήσεις που θα δεχθεί η ελληνική βιομηχανία τροφίμων;

Μια σημαντική πρόκληση που ισοδυναμεί με σοβαρό κίνδυνο και την οποία καλείται να αντιμετωπίσει η ελληνική βιομηχανία τροφίμων είναι ότι, εκτός από την πανίσχυρη πίεση της παγκοσμιοποιημένης αγοράς, στη διεθνή κονίστρα κυριαρχούν οι πολυεθνικές εταιρείες – μαμούθ. Οι 600 μεγαλύτερες πολυεθνικές τροφίμων ελέγχουν το μισό της παγκόσμιας αγοράς, οι δε 100 από αυτές το 36%. Η αξία της παραγωγής των θυγατρικών των πολυεθνικών ξεπερνά κατά πολύ την αξία των παγκόσμιων εξαγωγών τροφίμων.

Ποια είναι τέλος η γνώμη σας για τα λεγόμενα «μεταλλαγμένα» τρόφιμα;

Με τη διαγονιδιακή επέμβαση σε φυτά και ζώα, πολυεθνικές εταιρείες και κράτη αποκτούν πανίσχυρα όπλα. Θα μπορούν να εξαρτούν κάτω από τα δικά τους συμφέροντα ολόκληρους κλάδους (ίσως ολόκληρη τη γεωργία και την κτηνοτροφία) αλλά σε κάποιο βαθμό και ολόκληρα κράτη. Ένας δίχως οίκτο πόλεμος διεξάγεται στις μέρες μας κυρίως μεταξύ Αμερικής και Ευρώπης. Στο επίκεντρο βρίσκεται ο πρωτογενής και γενικά, θα έλεγα, ο λεγόμενος αγροδιατροφικός τομέας και η βιομηχανία τροφίμων και ζωοτροφών. Για τον έλληνα, για το Θεσσαλό καταναλωτή εκείνο που θα έλεγα είναι αυτό που και το ΙΝ.ΚΑ. προτείνει, δηλαδή μία καταναλωτική συμπεριφορά στα τρόφιμα παραδοσιακή, μεσογειακή. Την έχουν σαν πρότυπο σχεδόν όλες οι ανεπτυγμένες χώρες σ΄ ανατολή, δύση, νότο και βορρά γιατί όχι και εμείς!

Σας ευχαριστώ πολύ.

(Η συνέντευξη δόθηκε στον δημοσιογράφο της «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ» κ. Γιώργο Νούλη

και δημοσιεύτηκε στο Κυριακάτικο φύλο της «Ε» στις 21 Μαρτίου 1999)