Συνέντευξη για τα μολυσμένα τρόφιμα
Του Διευθυντή Πωλήσεων της Γαλακτοβιομηχανίας «ΟΛΥΜΠΟΣ» Α.Ε.
Δημήτρη Ζ. Γουγουλιά
1. Η κρίση, κ. Γουγουλιά, στη Βελγική βιομηχανία ζωοτροφών, που είχε σαν αποτέλεσμα την ανίχνευση επικίνδυνων ουσιών σε φάρμες πουλερικών, παρέσυρε στη δύνη της τους πάντες. Χώρες, βιομηχανίες τροφίμων, εμπορικές εταιρείες, σουπερμάρκετ και καταναλωτές. Εσείς τι λετε για όλα αυτά;
Αφού πρώτα σας ευχαριστήσω, κ. Ζαχαριά, για την φιλοξενία σας στην έγκριτη εφημερίδα σας, θα ήθελα πριν φτάσουμε στο διατροφικό σκάνδαλο των διοξινών να θυμίσουμε στους φίλους αναγνώστες της «Ε», ότι σκάνδαλα τροφίμων είχαμε και παλαιότερα και φυσικά δεν θα είναι κατά τη γνώμη μου αυτό το τελευταίο. Έτσι έχουμε : 1981 : Τοξικό λάδι σε Ισπανικά σπορέλαια, 1985 : Αντιψυκτικό σε αυστριακά κρασιά, 1986 – 1999 : Σπογγώδης εγκεφαλοπάθεια των βοοειδών, 1989 : Σαλμονέλα σε βρετανικά αυγά. 1990 : Καρκινογόνα στοιχεία στα νερά Περιέ, 1992 – 1995 : Λιστέρια σε γαλλικά τυριά και χοιρινά, 1993 : Πατουλίνη σε βρετανικούς μηλοχυμούς, 1996 – 1997 : Κολοβακτηρίδιο Ε σε μαγειρεμένα κρέατα στη Σκοτία. Σήμερα με τις διοξίνες πολλές εταιρείες του κλάδου στο Βέλγιο αλλά και σε ολόκληρη την Ευρώπη, μηδέ της χώρας μας εξαιρουμένης, καλούνται να αντιμετωπίσουν μία από τις μεγαλύτερες κρίσεις των τελευταίων χρόνων.
1. Πού οφείλονται κατά τη γνώμη σας τα σκάνδαλα αυτά;
Το ανταγωνιστικό μοντέλο παραγωγής που βασίζεται στην εντατικοποίηση της παραγωγής, στη μείωση του κόστους, και στο κυνήγι του υπερκέρδους, ευθύνεται για αυτού του είδους τα φαινόμενα. Ένα τέτοιο μοντέλο που σαν μοναδικό στόχο έχει την παραγωγή όλο και περισσότερο φτηνών αγροτικών προϊόντων και τροφίμων, είναι σαφές ότι δεν αναγνωρίζει ως δεσμεύσεις την προστασία του περιβάλλοντος και την υγεία των καταναλωτών.
2. Είναι αυτό κατά τη γνώμη σας η «πίσω» πλευρά των βιομηχανιών τροφίμων;
Με το σκάνδαλο των διοξινών αναδείχθηκε σίγουρα και μια σκοτεινή πλευρά της βιομηχανίας τροφίμων, την οποία όλοι υποψιάζονται, αλλά κανείς δεν είναι εύκολο να την αποδεχθεί. Η πλήρης εκβιομηχάνιση του τομέα των τροφίμων και η τυποποίηση των προϊόντων του δεν οδηγεί, όπως όλοι ευχόμαστε και περιμέναμε, στην απάλειψη των προβλημάτων υγιεινής. Ειδικά στις μεγάλες βιομηχανίες και τις πολυεθνικές του κλάδου συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο: τους δίνει τερατώδεις διαστάσεις.
3. Πώς βλέπετε να εξελίσσεται η παγκοσμιοποίηση στις βιομηχανίες τροφίμων;
Οι πολίτες της Ευρώπης, κ. Ζαχαριά, συνειδητοποιούν ότι η μόλυνση μίας φάρμας στην Ολλανδία μπορεί να αφορά εξίσου την Ολλανδή και την Ελληνίδα μητέρα.
Οι διαστάσεις του κλάδου των τροφίμων, είτε πρόκειται για αγροτικές επιχειρήσεις, είτε πρόκειται για βιομηχανίες τροφίμων, είτε για αγρο-χημικές βιομηχανίες μεταλλαγμένων τροφίμων, εδώ και χρόνια καθιστούν κάθε τοπικισμό δύσκολο και αδύναμο. Οι βιομηχανίες τροφίμων προχωρούν σε απανωτές συγχωνεύσεις ή έστω σε στρατηγικές συνεργασίες που ξεπερνούν τα εθνικά σύνορα, στις οποίες πλέον συμπεριλαμβάνεται και η Ελλάδα. Αλλού η έδρα της εταιρείας, αλλού η συγκέντρωση της πρώτης ύλης, αλλού η παραγωγή, αλλού τα σημεία πώλησης…
Εξαίρεση στον κανόνα αυτό αποτελούν σήμερα τοπικές εταιρείες τροφίμων σαν την Συνεταιριστική Γαλακτοβιομηχανία «ΟΛΥΜΠΟΣ» οι οποίες, όμως, δέχονται το τελευταίο διάστημα έναν αμείλικτο εμπορικό πόλεμο και αν δεν βοηθηθούν για να μπορέσουν να στηριχθούν από τους καταναλωτές, τους πελάτες, τους εργαζόμενους και τις διοικήσεις των, θα είναι δύσκολο να αντέξουν τον ανταγωνισμό στο άμεσο μέλλον.
4. Ποιες είναι οι συνέπειες όλων αυτών;
Αποτέλεσμα όλων αυτών θα είναι γιγαντισμός των εταιρειών και σαν επακόλουθο θα έχει την αποδυνάμωση των ίδιων των τοπικών βιομηχανιών και των παραδοσιακών παραγωγών (κτηνοτρόφων, γεωργών κ.λ.π.) με αποτέλεσμα όλοι αυτοί να μετατρέπονται στην ουσία σε υπαλλήλους που απλώς εκτελούν τις παραγγελίες των μεγάλων εταιρειών.
6. Να επανέλθουμε, όμως κ. Γουγουλιά, στο σκάνδαλο των διοξινών. Στη χώρα μας αλλά και στην περιοχή μας έγιναν κάποιοι έλεγχοι, τι απέδωσαν;
Σε ότι αφορά την «ΟΛΥΜΠΟΣ» ΑΕ αλλά και το εργοστάσιο συνθέτων ζωοτροφών (ΒΙΟΖΕΛ) της Ε.Α.Σ. Λάρισας, οι έλεγχοι ήταν αποκαλυπτικοί για την γνησιότητα και την τοπικότητα των πρώτων υλών τόσο των παραγομένων ζωοτροφών όσο και των προϊόντων γάλακτος και τυροκομικών της εταιρείας μας. Η χρήση 100% πρώτης ύλης από αυστηρά ελεγχόμενες κτηνοτροφικές μονάδες της περιοχής έχει σαν αποτέλεσμα την παραγωγή γνήσιων – αγνών – φρέσκων και παραδοσιακών προϊόντων με καταγωγή την Θεσσαλική μας γη. Είναι επίσης γεγονός ότι οι εγκαταστάσεις της εταιρείας μας στη Γυρτώνη είναι ανοιχτές στους επισκέπτες – καταναλωτές κάθε μέρα, ενώ μόνο την περασμένη Άνοιξη παιδιά από 50 και πλέον σχολεία της περιοχής επισκέφτηκαν το εργοστάσιο και ξεναγήθηκαν σ’ αυτό.
Εμείς στην «ΟΛΥΜΠΟΣ» ΑΕ δεν βγάζουμε σε πλειστηριασμό την ποιότητα των προϊόντων μας, δεν τα «βαφτίζουμε» ελληνικά και δεν ζητήσαμε από κανέναν πιστοποιητικά ποιότητας, μας τα έδιναν και μας τα δίνουν καθημερινά οι πελάτες μας και τα βλέπουμε, τελευταία, στις βεβαιώσεις που αναρτούν στα καταστήματά τους δηλώνοντας ότι προμηθεύονται το γάλα για την παραγωγή των προϊόντων τους από την εταιρεία μας, αυτό το τελευταίο μας γεμίζει όλους με υπερηφάνεια και μας δίνει δύναμη για μπορέσουμε να είμαστε συνεπείς και στο μέλλον. Η επιλογή μας αυτή είναι για μας στάση ζωής. Οι μεγάλες εταιρείες του κλάδου, τώρα, στη χώρα μας σε μια νύχτα «βάφτισαν» τα προϊόντα τους Ελληνικά !. Τα συμπεράσματα, πιστεύω ότι τα έχουν βγάλει οι καταναλωτές, εκείνο μόνο που φοβάμαι είναι η «ασθενής μας μνήμη», αν και εύχομαι ολόψυχα να μην έχουν υποστεί ζημιά οι καταναλωτές προϊόντων που παράγονται από εισαγόμενο γάλα αμφιβόλου ποιότητας.
Σε ότι αφορά γενικότερα τους ελέγχους στην Ελλάδα μόνο σχόλια θα μπορούσα να κάνω με βάση στοιχεία που είδαν το φως της δημοσιότητας στα ΜΜΕ : « Όλοι παρά τους άμεσους ελέγχους «ξέχασαν» τους 9.000 τόνους γάλα σε σκόνη που εισήχθηκε από το Βέλγιο το κρίσιμο διάστημα και είτε το ήπιαμε, είτε κρίθηκε ότι δεν ήταν μολυσμένο». (13/6/99). «Τις πρώτες μέρες που άρχισαν οι κατασχέσεις βελγικών κοτόπουλων και υποπροϊόντων αναφέρθηκαν μεγάλες και γνωστές εταιρείες ως εισαγωγείς βελγικών τροφίμων. Αυτές τις μέρες, άρχισαν διαφημίσεις των ίδιων εταιρειών, με έμφαση στο γεγονός ότι τα προϊόντα τους είναι μόνο ελληνικά». (ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 20/06/99).
Χρειάζεται όπως καταλαβαίνετε και εσείς ένας φορέας ανεξάρτητος με διεπαγγελματική εκπροσώπηση και με αυξημένες αρμοδιότητες, χωρίς να του λείπει το απαραίτητο εξειδικευμένο επιστημονικό προσωπικό και ο απαραίτητος τεχνολογικός εξοπλισμός, ο οποίος θα μπορεί να ελέγχει αλλά και να κερδίζει την εμπιστοσύνη του καταναλωτή.
5. Μπορεί τελικά να υπάρξει έλεγχος και ποιες θα είναι οι επιπτώσεις;
Τα προβλήματα υγείας με τα τρόφιμα έχουν σοβαρές οικονομικές επιπτώσεις, αφού συνοδεύονται από εμπάργκο και άλλες απαγορεύσεις, ενώ τραυματίζουν τόσο την εικόνα των επιχειρήσεων όσο των χωρών όπου ξεσπούν τέτοιου είδους αποκαλύψεις και σκάνδαλα.
Η υπόθεση με τις μολυσμένες CocaCola ξέσπασε σε μια περίοδο που οι εμπορικές σχέσεις ΗΠΑ – Ε.Ε. ήταν ιδιαιτέρως τεταμένες λόγω του πολέμου της μπανάνας και του ευρωπαϊκού εμπάργκο στις εισαγωγές αμερικανικού βοδινού κρέατος με ορμόνες.
Μπροστά στην απειλή που αποτελεί πλέον για την παγκόσμια υγεία η παγκοσμιοποίηση της βιομηχανίας τροφίμων, αναζητούνται τρόποι διεθνούς εποπτείας. Μία εποπτεία που θα εγγυάται την υγιεινή των τροφίμων, ένα διεθνές συμβούλιο τροφίμων. Θεωρώ ότι κάτι τέτοιο είναι δύσκολο να υπάρξει σήμερα, χωρίς να υπάρχει η αναγκαία πολιτική βούληση των κυβερνώντων. Σε ότι αφορά τη χώρα μας, κοινή διαπίστωση και αίτημα όλων των φορέων και παραγόντων της αγοράς για την αντιμετώπιση, όχι μόνο του τωρινού προβλήματος, αλλά του γενικότερου που λέγεται υγιεινή των τροφίμων και έλεγχος, αποτελεί αναγκαιότητα άμεσης δημιουργίας του Ενιαίου Φορέα Τροφίμων.
6. Οι διοξίνες ξανάφεραν στο προσκήνιο την κουβέντα για την σωστή διατροφή του ανθρώπου…
Η αναταραχή που προκλήθηκε σε όλη την Ευρώπη από το σκάνδαλο των διοξινών ξανάφερε στο προσκήνιο τη συζήτηση για τη διατροφή του σύγχρονου πολίτη. Ακούστηκαν οι γνωστές προτάσεις για «μεσογειακή δίαιτα» με σκοπό την αντιμετώπιση των κινδύνων κ.λ.π. προτάσεις, επιθυμητές βέβαια αλλά που δύσκολα γίνονται πραγματικότητα στην σημερινή καταναλωτική κοινωνία που ζούμε και στην οποία η κυριαρχία των αλυσίδων φάστ –φούντ τείνει να αλλάξει ακόμα και τη συμπεριφορά και νοοτροπία των παιδιών μας.
9. Μπορούν να υπάρξουν αλλαγές;
Η αλλαγή στη διατροφική συμπεριφορά του σύγχρονου ανθρώπου προϋποθέτει πολύ μεγαλύτερη προσπάθεια και οπωσδήποτε δεν μπορεί να καθοριστεί από την ατομική απόφαση αλλαγής. Ακόμα και σε καταστάσεις άμεσων και απρόβλεπτων κινδύνων – σαν αυτών της διοξίνης – ο καταναλωτής δεν είναι σε θέση μόνος του να τροποποιήσει τη δίαιτά του. Και αυτό γιατί έστω να το κάνει με τα γαλακτοκομικά και τυροκομικά προϊόντα ο Θεσσαλός καταναλωτής προτιμώντας τα ντόπια αγνά προϊόντα της «ΟΛΥΜΠΟΣ» ή με κάποια άλλη εταιρεία τροφίμων που λειτουργεί δίπλα του, δεν μπορεί, όμως, να το κάνει με πολλά άλλα είδη τροφίμων π.χ. αν τον στερήσουν την CocaCola θα στραφεί στη Pepsi και πάει λέγοντας…
Αν υπάρχει κάποια διέξοδος, αυτή πρέπει να αναζητηθεί σε ένα συνολικό κίνημα αμφισβήτησης του σημερινού τρόπου διατροφής, του οποίου σήμερα δεν έχουμε ακόμα δει ούτε ένα σημάδι στον ορίζοντα. Και όλα τα παραπάνω, βέβαια, αφού συνεχώς αναρωτιόμαστε και απαιτούμε από τους ειδικούς και το κράτος απαντήσεις σε ερωτήματα όπως: …Πόσες καρκινογόνες ουσίες, οι οποίες δεν αποτελούν αντικείμενο ελέγχου, βρίσκονται στα τρόφιμα που καταναλώνει ο πολίτης, επειδή κάποια βιομηχανία σκέφτηκε να περιορίσει το κόστος παραγωγής χρησιμοποιώντας κάποια «πατέντα» αντίστοιχη με τα πολυτηγανισμένα λάδια της βελγικής Βερκέστ; …Πόσες βλαβερές ουσίες, οι οποίες σήμερα δεν μπορούν να εντοπιστούν ή να μετρηθούν, θα βρίσκονται στα τρόφιμα μετά τη μαζική εισαγωγή της βιοτεχνολογίας και των μεταλλαγμένων ποικιλιών στο γεωργικό τομέα;
Χρειάζεται, λοιπόν, να δημιουργηθεί καινούργια αντίληψη για τη διατροφή. Όταν ο καταναλωτής την ίδια στιγμή που αγοράζει ακριβά ρούχα, αυτοκίνητα κ.λ.π. θέλει να πληρώνει τα αγροτικά προϊόντα με απαράδεκτα φτηνές τιμές, τότε είναι σίγουρο ότι ενισχύει ο ίδιος το βιομηχανικό μοντέλο της γεωργίας και της βιομηχανίας τροφίμων, τη στιγμή μάλιστα που πληθαίνουν οι παράγοντες της αγροτικής οικονομίας της χώρας μας που συνειδητοποιούν ότι η κατεύθυνση της μικρής και μεσαίας, αλλά ποιοτικής και ακριβής παραγωγής είναι περισσότερο κοντά στις σύγχρονες απαιτήσεις. Και η Ελλάδα παρά το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια παρουσιάζει αύξηση των εισροών, αλλά και των φυτοφαρμάκων, παραμένει η μοναδική χώρα της Ε.Ε. που ακολουθεί σε μεγάλο βαθμό τις εκτατικές – παραδοσιακές μεθόδους σε αντίθεση με τις εντατικές – βιομηχανικές μεθόδους του βορρά. Το γεγονός αυτό αν το εκμεταλλευτούμε σωστά θα επιτρέψει στα ελληνικά προϊόντα και κυρίως στα τρόφιμα να κυριαρχήσουν στην εγχώρια αλλά και στην ευρύτερη διεθνή αγορά.
11. Στις εκμεταλλεύσεις αυτές συμπεριλαμβάνεται και την κτηνοτροφία μας;
Οπωσδήποτε ναι. Μόνο που η εξέλιξη αυτή με τις διοξίνες αποκτά στις μέρες μας τραγελαφικές διαστάσεις και τούτο γιατί η μεγάλη κοροϊδία της υπόθεσης είναι το γεγονός ότι ενώ η ανάγκες της χώρας μας σε γάλα ξεπερνούν τους 1.100.000 τόνους το χρόνο η ποσόστωση σήμερα ανέρχεται στους 629.817 τόνους και θα φτάσει το 2001 στους 699.817 ενώ παράλληλα σήμερα οι κτηνοτρόφοι μας καλούνται να πληρώσουν πρόστιμο 2,5 δις γιατί την εμπορική περίοδο 98/99 οι αγελάδες τους έκαναν 22.441 τόνους γάλα παραπάνω. Βέβαια αν η ποσόστωση ήταν όση και οι ανάγκες της χώρας μας σε γάλα ούτε πρόστιμα θα είχαμε, ούτε οι βόρειοι θα μας πούλαγαν χιλιάδες τόνους, άγνωστης ποιότητας, γάλα και το πιο σημαντικό θα είχαμε την πολυπόθητη για την ύπαιθρο ανάπτυξη της κτηνοτροφίας.
10. Εκτός από τις βιομηχανίες και τη λογική της μείωσης του κόστους βλέπετε, κ. Γουγουλιά, να υπάρχουν αλλού ευθύνες;
Πέρα, κ. Ζαχαριά, από την τεράστια ευθύνη των πανίσχυρων βιομηχανιών ζωοτροφών και κτηνοτροφικών προϊόντων της Ευρώπης και της Αμερικής, μπορεί αυτός ο δρόμος μείωσης του κόστους παραγωγής με οποιοδήποτε μέσο , να αποτελεί και «πολιτική επιλογή». Πολλές φορές δηλαδή επιδεικνύεται ανοχή στο «βωμό διατήρησης πλασματικού τιμάριθμου και εξυπηρέτησης σκοπιμοτήτων εισοδηματικής πολιτικής» αφού «οι τιμές φαίνονται στον καταναλωτή μα η νοθεία όχι» γι αυτό, άλλωστε, και το ΙΝΚΑ προτρέπει τους καταναλωτές «να προτιμούν υψηλότερες τιμές για καλύτερα προϊόντα, παρά χαμηλές τιμές για βιομηχανικά σκουπίδια και για πολυτελώς συσκευασμένο καρκίνο».
Σας ευχαριστώ πολύ.
Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ» της Λάρισας
την Κυριακή 18 Ιουλίου 1999.