Διατροφικά σκάνδαλα και προοπτικές

Πριν φτάσουμε στο διατροφικό σκάνδαλο των διοξινών να θυμίσουμε στους φίλους αναγνώστες του περιοδικού, ότι σκάνδαλα τροφίμων είχαμε και παλαιότερα και φυσικά δεν θα είναι κατά τη γνώμη μου αυτό το τελευταίο. Έτσι έχουμε : 1981 : Τοξικό λάδι σε Ισπανικά σπορέλαια, 1985 : Αντιψυκτικό σε αυστριακά κρασιά, 1986 – 1999 : Σπογγώδης εγκεφαλοπάθεια των βοοειδών, 1989 : Σαλμονέλα σε βρετανικά αυγά. 1990 : Καρκινογόνα στοιχεία στα νερά Περιέ, 1992 – 1995 : Λιστέρια σε γαλλικά τυριά και χοιρινά, 1993 : Πατουλίνη σε βρετανικούς μηλοχυμούς, 1996 – 1997 : Κολοβακτηρίδιο Ε σε μαγειρεμένα κρέατα στη Σκοτία. Σήμερα με τις διοξίνες πολλές εταιρείες του κλάδου στο Βέλγιο αλλά και σε ολόκληρη την Ευρώπη, μηδέ της χώρας μας εξαιρουμένης, καλέστηκαν να αντιμετωπίσουν μία από τις μεγαλύτερες κρίσεις των τελευταίων χρόνων.

Το ανταγωνιστικό μοντέλο παραγωγής που βασίζεται στην εντατικοποίηση της παραγωγής, στη μείωση του κόστους, και στο κυνήγι του υπερκέρδους, ευθύνεται για αυτού του είδους τα φαινόμενα. Ένα τέτοιο μοντέλο που σαν μοναδικό στόχο έχει την παραγωγή όλο και περισσότερο φτηνών αγροτικών προϊόντων και τροφίμων, είναι σαφές ότι δεν αναγνωρίζει ως δεσμεύσεις την προστασία του περιβάλλοντος και την υγεία των καταναλωτών. Με το σκάνδαλο των διοξινών αναδείχθηκε σίγουρα και μια σκοτεινή πλευρά της βιομηχανίας τροφίμων, την οποία όλοι υποψιάζονται, αλλά κανείς δεν είναι εύκολο να την αποδεχθεί. Η πλήρης εκβιομηχάνιση του τομέα των τροφίμων και η τυποποίηση των προϊόντων του δεν οδηγεί, όπως όλοι ευχόμαστε και περιμέναμε, στην απάλειψη των προβλημάτων υγιεινής. Ειδικά στις μεγάλες βιομηχανίες και τις πολυεθνικές του κλάδου συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο: τους δίνει τερατώδεις διαστάσεις. Μέσα από τέτοια γεγονότα οι πολίτες της Ευρώπης, συνειδητοποιούν ότι η μόλυνση μίας φάρμας στην Ολλανδία μπορεί να αφορά εξίσου την Ολλανδή και την Ελληνίδα μητέρα.

Οι διαστάσεις του κλάδου των τροφίμων, είτε πρόκειται για αγροτικές επιχειρήσεις, είτε πρόκειται για βιομηχανίες τροφίμων, είτε για αγρο-χημικές βιομηχανίες μεταλλαγμένων τροφίμων, εδώ και χρόνια καθιστούν κάθε τοπικισμό δύσκολο και αδύναμο. Οι βιομηχανίες τροφίμων προχωρούν σε απανωτές συγχωνεύσεις ή έστω σε στρατηγικές συνεργασίες που ξεπερνούν τα εθνικά σύνορα, στις οποίες πλέον συμπεριλαμβάνεται και η Ελλάδα. Αλλού η έδρα της εταιρείας, αλλού η συγκέντρωση της πρώτης ύλης, αλλού η παραγωγή, αλλού τα σημεία πώλησης…Εξαίρεση στον κανόνα αυτό αποτελούν σήμερα τοπικές εταιρείες τροφίμων σαν την Συνεταιριστική Γαλακτοβιομηχανία «ΟΛΥΜΠΟΣ» οι οποίες, όμως, δέχονται το τελευταίο διάστημα έναν αμείλικτο εμπορικό πόλεμο και αν δεν βοηθηθούν για να μπορέσουν να στηριχθούν από τους καταναλωτές, τους πελάτες, τους εργαζόμενους και τις διοικήσεις των, θα είναι δύσκολο να αντέξουν τον ανταγωνισμό στο άμεσο μέλλον. Αποτέλεσμα όλων αυτών θα είναι γιγαντισμός των εταιρειών και σαν επακόλουθο θα έχει την αποδυνάμωση των ίδιων των τοπικών βιομηχανιών και των παραδοσιακών παραγωγών (κτηνοτρόφων, γεωργών κ.λ.π.) με αποτέλεσμα όλοι αυτοί να μετατρέπονται στην ουσία σε υπαλλήλους που απλώς εκτελούν τις παραγγελίες των μεγάλων εταιρειών.

Αντίθετα το σκάνδαλο των διοξυνών και οι έλεγχοι απέδειξαν ότι οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις τροφίμων στη χώρα μας, όπως η Γαλακτοβιομηχανία «ΟΛΥΜΠΟΣ» ΑΕ δεν βγάζουν σε πλειστηριασμό την ποιότητα των προϊόντων τους, δεν τα «βαφτίζουν» σε μία νύχτα ελληνικά και δεν ζητήσανε από κανέναν πιστοποιητικά ποιότητας, τους τα έδωσαν και τα δίνουν καθημερινά οι πελάτες τους και γενικότερα οι έλληνες καταναλωτές. Σε ότι αφορά γενικότερα τους ελέγχους στην Ελλάδα μόνο σχόλια θα μπορούσα να κάνω με βάση στοιχεία που είδαν το φως της δημοσιότητας στα ΜΜΕ : « Όλοι παρά τους άμεσους ελέγχους «ξέχασαν» τους 9.000 τόνους γάλα σε σκόνη που εισήχθηκε από το Βέλγιο το κρίσιμο διάστημα και είτε το ήπιαμε, είτε κρίθηκε ότι δεν ήταν μολυσμένο». (13/6/99). «Τις πρώτες μέρες που άρχισαν οι κατασχέσεις βελγικών κοτόπουλων και υποπροϊόντων αναφέρθηκαν μεγάλες και γνωστές εταιρείες ως εισαγωγείς βελγικών τροφίμων. Αυτές τις μέρες, άρχισαν διαφημίσεις των ίδιων εταιρειών, με έμφαση στο γεγονός ότι τα προϊόντα τους είναι μόνο ελληνικά». (ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 20/06/99).

Τα προβλήματα υγείας με τα τρόφιμα έχουν σοβαρές οικονομικές επιπτώσεις, αφού συνοδεύονται από εμπάργκο και άλλες απαγορεύσεις, ενώ τραυματίζουν τόσο την εικόνα των επιχειρήσεων όσο των χωρών όπου ξεσπούν τέτοιου είδους αποκαλύψεις και σκάνδαλα. Η υπόθεση με τις μολυσμένες Coca-Cola ξέσπασε σε μια περίοδο που οι εμπορικές σχέσεις ΗΠΑ – Ε.Ε. ήταν ιδιαιτέρως τεταμένες λόγω του πολέμου της μπανάνας και του ευρωπαϊκού εμπάργκο στις εισαγωγές αμερικανικού βοδινού κρέατος με ορμόνες.

Μπροστά στην απειλή που αποτελεί πλέον για την παγκόσμια υγεία η παγκοσμιοποίηση της βιομηχανίας τροφίμων, αναζητούνται τρόποι διεθνούς εποπτείας. Μία εποπτεία που θα εγγυάται την υγιεινή των τροφίμων, ένα διεθνές συμβούλιο τροφίμων. Θεωρώ ότι κάτι τέτοιο είναι δύσκολο να υπάρξει σήμερα, χωρίς να υπάρχει η αναγκαία πολιτική βούληση των κυβερνώντων. Σε ότι αφορά τη χώρα μας, κοινή διαπίστωση και αίτημα όλων των φορέων και παραγόντων της αγοράς για την αντιμετώπιση, όχι μόνο του τωρινού προβλήματος, αλλά του γενικότερου που λέγεται υγιεινή των τροφίμων και έλεγχος, αποτελεί η αναγκαιότητα άμεσης δημιουργίας του Ενιαίου Φορέα Τροφίμων, ενός φορέα, όμως, ανεξάρτητου με διεπαγγελματική εκπροσώπηση και με αυξημένες αρμοδιότητες, χωρίς να του λείπει το απαραίτητο εξειδικευμένο επιστημονικό προσωπικό και ο απαραίτητος τεχνολογικός εξοπλισμός, έτσι ώστε να μπορεί να ελέγχει αλλά και να κερδίζει την εμπιστοσύνη του καταναλωτή.

Η αναταραχή που προκλήθηκε σε όλη την Ευρώπη από το σκάνδαλο των διοξινών ξανάφερε στο προσκήνιο και τη συζήτηση για τη διατροφή του σύγχρονου πολίτη. Ακούστηκαν οι γνωστές προτάσεις για «μεσογειακή δίαιτα» με σκοπό την αντιμετώπιση των κινδύνων κ.λ.π. προτάσεις, επιθυμητές βέβαια αλλά που δύσκολα γίνονται πραγματικότητα στην σημερινή καταναλωτική κοινωνία που ζούμε και στην οποία η κυριαρχία των αλυσίδων φάστ –φούντ τείνει να αλλάξει ακόμα και τη συμπεριφορά και νοοτροπία των παιδιών μας. Η αλλαγή στη διατροφική συμπεριφορά του σύγχρονου ανθρώπου προϋποθέτει πολύ μεγαλύτερη προσπάθεια και οπωσδήποτε δεν μπορεί να καθοριστεί από την ατομική απόφαση αλλαγής. Ακόμα και σε καταστάσεις άμεσων και απρόβλεπτων κινδύνων – σαν αυτών της διοξίνης – ο καταναλωτής δεν είναι σε θέση μόνος του να τροποποιήσει τη δίαιτά του. Και αυτό γιατί έστω να το κάνει με τα γαλακτοκομικά και τυροκομικά προϊόντα ο Θεσσαλός καταναλωτής προτιμώντας τα ντόπια αγνά προϊόντα της «ΟΛΥΜΠΟΣ» ή με κάποια άλλη εταιρεία τροφίμων που λειτουργεί δίπλα του, δεν μπορεί, όμως, να το κάνει με πολλά άλλα είδη τροφίμων π.χ. αν τον στερήσουν την CocaCola θα στραφεί στη Pepsi και πάει λέγοντας…

Αν υπάρχει κάποια διέξοδος, αυτή πρέπει να αναζητηθεί σε ένα συνολικό κίνημα αμφισβήτησης του σημερινού τρόπου διατροφής, του οποίου σήμερα δεν έχουμε ακόμα δει ούτε ένα σημάδι στον ορίζοντα. Και όλα τα παραπάνω, βέβαια, αφού συνεχώς αναρωτιόμαστε και απαιτούμε από τους ειδικούς και το κράτος απαντήσεις σε ερωτήματα όπως: …Πόσες καρκινογόνες ουσίες, οι οποίες δεν αποτελούν αντικείμενο ελέγχου, βρίσκονται στα τρόφιμα που καταναλώνει ο πολίτης, επειδή κάποια βιομηχανία σκέφτηκε να περιορίσει το κόστος παραγωγής χρησιμοποιώντας κάποια «πατέντα» αντίστοιχη με τα πολυτηγανισμένα λάδια της βελγικής Βερκέστ; …Πόσες βλαβερές ουσίες, οι οποίες σήμερα δεν μπορούν να εντοπιστούν ή να μετρηθούν, θα βρίσκονται στα τρόφιμα μετά τη μαζική εισαγωγή της βιοτεχνολογίας και των μεταλλαγμένων ποικιλιών στο γεωργικό τομέα;

Χρειάζεται, λοιπόν, να δημιουργηθεί καινούργια αντίληψη για τη διατροφή. Όταν ο καταναλωτής την ίδια στιγμή που αγοράζει ακριβά ρούχα, αυτοκίνητα κ.λ.π. θέλει να πληρώνει τα αγροτικά προϊόντα με απαράδεκτα φτηνές τιμές, τότε είναι σίγουρο ότι ενισχύει ο ίδιος το βιομηχανικό μοντέλο της γεωργίας και της βιομηχανίας τροφίμων, τη στιγμή μάλιστα που πληθαίνουν οι παράγοντες της αγροτικής οικονομίας της χώρας μας που συνειδητοποιούν ότι η κατεύθυνση της μικρής και μεσαίας, αλλά ποιοτικής και ακριβής παραγωγής είναι περισσότερο κοντά στις σύγχρονες απαιτήσεις. Και η Ελλάδα παρά το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια παρουσιάζει αύξηση των εισροών, αλλά και των φυτοφαρμάκων, παραμένει η μοναδική χώρα της Ε.Ε. που ακολουθεί σε μεγάλο βαθμό τις εκτατικές – παραδοσιακές μεθόδους σε αντίθεση με τις εντατικές – βιομηχανικές μεθόδους του βορρά. Το γεγονός αυτό αν το εκμεταλλευτούμε σωστά θα επιτρέψει στα ελληνικά προϊόντα και κυρίως στα τρόφιμα να κυριαρχήσουν στην εγχώρια αλλά και στην ευρύτερη διεθνή αγορά.

Στις εκμεταλλεύσεις αυτές συμπεριλαμβάνεται, βέβαια, και η κτηνοτροφία μας… Μόνο που η εξέλιξη αυτή με τις διοξίνες αποκτά στις μέρες μας τραγελαφικές διαστάσεις και τούτο γιατί η μεγάλη κοροϊδία της υπόθεσης είναι το γεγονός ότι ενώ η ανάγκες της χώρας μας σε γάλα ξεπερνούν τους 1.100.000 τόνους το χρόνο η ποσόστωση σήμερα ανέρχεται στους 629.817 τόνους και θα φτάσει το 2001 στους 699.817 ενώ παράλληλα σήμερα οι κτηνοτρόφοι μας καλούνται να πληρώσουν πρόστιμο 2,5 δις γιατί την εμπορική περίοδο 98/99 οι αγελάδες τους έκαναν 22.441 τόνους γάλα παραπάνω. Βέβαια αν η ποσόστωση ήταν όση και οι ανάγκες της χώρας μας σε γάλα ούτε πρόστιμα θα είχαμε, ούτε οι βόρειοι θα μας πούλαγαν χιλιάδες τόνους, άγνωστης ποιότητας, γάλα και το πιο σημαντικό θα είχαμε την πολυπόθητη για την ύπαιθρο ανάπτυξη της κτηνοτροφίας.

Κλείνοντας θέλω να επισημάνω ότι εκτός από την τεράστια ευθύνη των πανίσχυρων βιομηχανιών ζωοτροφών και κτηνοτροφικών προϊόντων της Ευρώπης και της Αμερικής, μπορεί αυτός ο δρόμος μείωσης του κόστους παραγωγής με οποιοδήποτε μέσο , να αποτελεί και «πολιτική επιλογή». Πολλές φορές δηλαδή επιδεικνύεται ανοχή στο «βωμό διατήρησης πλασματικού τιμάριθμου και εξυπηρέτησης σκοπιμοτήτων εισοδηματικής πολιτικής» αφού «οι τιμές φαίνονται στον καταναλωτή μα η νοθεία όχι» γι’ αυτό, άλλωστε, και το ΙΝΚΑ προτρέπει τους καταναλωτές «να προτιμούν υψηλότερες τιμές για καλύτερα προϊόντα, παρά χαμηλές τιμές για βιομηχανικά σκουπίδια και για πολυτελώς συσκευασμένο καρκίνο».

Του Δ. Ζ. Γουγουλιά

Διευθυντή Πωλήσεων της Γαλακτοβιομηχανίας «ΟΛΥΜΠΟΣ» Α.Ε.

Μέλους του Ι.ΑΓ.Ε. – Παράρτημα Λάρισας

Περιοδικό «Ελληνική Βοοτροφία» 1 Αυγούστου 1999