Εκλογές και ξαναζούμε στην παραμυθοχώρα το παραμύθι της Κοκκινοσκουφίτσας όπου μας δώσανε το ρόλο της Γιαγιάς …
Εναλλασσόμενοι διάσημοι λύκοι, αστέρες του πολιτικού σταρ-σύστεμ, ενδύονται το κουστουμάκι της Κοκκινοσκουφίτσας και …τοκ-τοκ χτυπάνε την πόρτα της καλύβας μας για να μας φέρουν το καλάθι με τα γλυκά ..
Εμείς, ξαπλωμένοι (ως γιαγιάδες) στο κρεβάτι, με την τριμμένη πιτζάμα μας, τρομάζουμε στο χτύπημα της πόρτας καθώς μας είχε ψιλοπάρει ο ύπνος μπροστά στην τηλεόραση που έδειχνε σε απ’ ευθείας σύνδεση το Βελλύδειο και στο καπάκι ορδές από γκεστ και στάρλετ να κάνουν τα νουμεράκια τους στη νέα οντισιόν για να πάρουν ένα ρόλο στην υπερπαραγωγή …
Μπαίνει μέσα η Κοκκινοσκουφίτσα, τσαχπίνα, λίγο κουρασμένη, έχει πάρει κιλά, έχει γκριζάρει, η ανάσα της μυρίζει λάδι, πολλά λαδερά έχει φάει …μας χαϊδεύει, ρωτάει για την υγεία μας, αν παίρνουμε τα χάπια μας … και μας χώνει κάτω από τη μύτη την καλαθούνα με τα καλούδια, μας τα χαρίζει. ΟΛΑ … και δε ζητά τίποτα άλλο από ένα χάδι, ένα κανάκεμα … Απλώνουμε το χέρι στο μάγουλό της και πριν προλάβουμε να την ρωτήσουμε γιατί είναι τραχύ, πετάει τη μπέρτα και τη σκούφια της και αποκαλύπτεται ο λύκος με τα νύχια, τις δοντάρες και κάτω από το φουστανάκι τα τριχωτά πόδια του. Το χέρι του χαδιού γλυτώνει παρά τρίχα τη δαγκωνιά κι αρχίζει ένα κυνηγητό με τη γιαγιά γκαζωμένη να καταριέται την καλαθούνα και την αφέλειά της που χρόνια τώρα τη ρίχνει από μαλακία σε μαλακία. Όσο ο λύκος λεηλατεί το ψυγείο και παίρνει από το κομοδίνο τη σύνταξη και τα εισιτήρια της εργατικής εστίας για το θέατρο, εκείνη φωνάζει απεγνωσμένα τον σούπερ κυνηγό του ορίτζιναλ παραμυθιού για να τη σώσει …
Υπήρχαν στην παραμυθοχώρα δύο λέσχες κυνηγών στην αριστερή πλευρά του λόφου. Στην μεν παλιότερη ήταν όλοι απασχολημένοι με την συντήρηση των τροπαίων και την απογραφή και οικονομική τακτοποίηση των μελών τους, στη δε δεύτερη, που το ‘παιζαν και πιο άνετοι πριν κάνα χρόνο, είχαν χτυπήσει τότε ένα μεγάλο ελάφι … Είχαν κλειστεί, λοιπόν, στη Λέσχη τους κι αφού για καιρό γλένταγαν, έβγαλαν από τον καταψύκτη το τελευταίο μπούτι που είχε απομείνει και μάλωναν ποιος θα πρωτοφάει το καλύτερο κομμάτι … κι η γιαγιά στο καλυβάκι της να σκούζει …ποιος να την ακούσει …
Μέσα στην αναμπουμπούλα πέσανε κάτι ψηλές, Κανά δυό γέροι κούναγαν στον αέρα τα σκουριασμένα όπλα τους, τελευταία φορά είχαν τραυματίσει δεινόσαυρο, ενώ ένας άλλος μεσόκοπος έφτανε ως την πίσω πόρτα για να την κάνει και γύρναγε πίσω … Τελικά την πλήρωσε ο πιτσιρικάς της Λέσχης που από το παράθυρο έβλεπε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά στο σπίτι της γιαγιάς και πήρε το όπλο του να τρέξει κατά ΄κει. Τραβώντας του τ’ αυτιά του είπαν να μην βγαίνει έξω χωρίς την άδεια των μεγάλων … Κι έτσι η γιαγιά ακόμα τρέχει γύρω από το κρεβάτι της σε ένα καλυβάκι ρημαδιό φωνάζοντας : «Γαμώ την καταδίκη μου … πότε θ’ αρχίσει το κυνήγι;;;».