Έχοντας στο μυαλό μου έναν επεξεργαστή αργό, θέλω το χρόνο μου πρωτού καταλήξω σε κάποια συμπεράσματα, για όσα συμβαίνουν γύρω μου. Κι όταν ακόμη τα βγάζω, νοιώθοντας ότι είμαι απολίτικο όντο – με μισή γνώση και ανεπαρκή πληροφόρηση – κωλώνω να πω τη γνώμη μου, μην μου τη βγει κανένας ξερόλας, μου φύγει η μαγκιά και γελάσει κάθε πικραμένος …
Θα μου πεις αυτό το παραμύθι του μη μιλάς δεν ξέρεις, είναι ένα φρουτάκι που όμορφα καλλιεργήθηκε, γιατί με το που ζεις μέσα στον κόσμο αυτόματα είσαι μέρος μιας πολιτικής διεργασίας. Άρα κι ο πιο μαλάκας νάσαι δικαιούσε να μιλάς. Όμως οι λιγότερες φωνές αναλογούν και σε λιγότερες διαφωνίες και ενδεχομένως αντιστάσεις … κι αυτό βολεύει αφάνταστα γιατί στα γκαλά οι προσκλήσεις είναι ορισμένες και ο σολομός δε φτάνει για όλους.
Κάποιες φορές οι ευγενείς καλεσμένοι μας βγαίνουν κατά τι πιο πεινάλες, τρώνε τα φουά-γκρα, τα φιλέτα, τους αστακούς κι όλα τα σχετικά κι όταν μείνουν άδειες οι πιατέλες και όλοι τους ακόμα ψωμολυσσάνε δεν απομένει τίποτα άλλο στον οικοδεσπότη τον κύριο Γιώργο, παρά να φορέσει το καλό του το χαμόγελο και δώδεκα παραπέντε το βράδυ να χτυπήσει τα κουδούνια της διπλανής πολυκατοικίας. Πετάγονται έξω τσιμπλιασμένοι και έντρομοι οι νοικοκυραίοι και τον ακούνε να εκλιπαρεί να του δώσουν έστω τους χτεσινούς κεφτέδες, λίγο παριζάκι κι ότι έχει μείνει στο ψυγείο τους για να ξεντροπιαστεί.
Βλέπεις ανάμεσα στους καλεσμένους είναι κάποια σημαντικά πρόσωπα που θα του φέρουν γνωριμίες, προοπτικές, χρήμα και μια καλή συστατική επιστολή για τον διευθυντή του στις Βρυξέλες. Τι να κάνουν οι δόλιοι τα δίνουν με μισή καρδιά και τραβάνε να μετρήσουν στο πορτοφόλι τους τα ψιλά, αν φτάνουν για το ψωμί της επόμενης μέρας.
Κοιτάει γύρω του ο Γιώργος μπας και δει φως στις γύρω του επαύλεις αλλά τίποτα … σκοτάδι. Όλοι μαζεύτηκαν στο δικό του γκαλά. Αφήνει στο τραπέζι όσα καλούδια μάζεψε για να κερδίσει χρόνο ταΐζοντας τους καλεσμένους και ξεκινάει να ζητήσει και τη συνδρομή της αρχιεπισκοπής. Χτυπάει δειλά και του ανοίγουν με έναν μικρό εκνευρισμό να ξεφεύγει από το πράο βλέμμα. Ακούγοντας το αίτημά του για συνδρομή στο τραπέζι του απαντάνε με στωικότητα : «Μα τέκνο μου δεν γνωρίζεις ότι διάγουμε περίοδον νηστείας;» … Το μάτι του Γιώργου απ’ τη μισάνοιχτη πόρτα έβλεπε στρωμένα τραπέζια με μισοτελειωμένα πιάτα και κουτιά κόκα κόλας και σόδας παντού. Ακόμα οι μυρωδιές των φαγητών κυκλοφορούσαν στον αέρα.
Έτσι δεν μοιράστηκαν ούτε καν άρτοι, όσοι πρόλαβαν έφαγαν κι έμεινα κι εγώ που είμαι καλό παιδί να κλαίω το παριζάκι μου που ήταν του Υφαντή, να αμφισβητώ την ανάσταση των ψυχών και να προσδοκώ την επανάστασή τους …