Πορευτήκαμε δέκα χρόνια με τον Καποδίστρια και χωρίς να το αξιολογήσουμε τον κάνουμε Καλλικράτη. Η Έκθεση του Ινστιτούτου της Τοπικής Αυτοδιοίκησης αναφέρει «η διοικητική μεταρρύθμιση δεν έγινε δυνατό στην προηγούμενη φάση να γίνει αντικείμενο συστηματικής αξιολόγησης και δεν πέτυχε τους στόχους της». .. «δεν επήλθε ο αναμενόμενος εκσυγχρονισμός του τοπικού πολιτικού συστήματος, αλλά η πλήρης επιβεβαίωση του τοπικού κοινοβουλευτικού κομματικού συστήματος … δεν εξασφαλίστηκε η διοικητική και οικονομική αυτοτέλεια των νέων Δήμων, δεν έγινε η αναγκαία χρηματοδότηση από το κράτος, αλλά αντίθετα παρακρατήθηκαν πόροι της τοπικής αυτοδιοίκησης … η οργάνωση τεχνικών και οικονομικών υπηρεσιών έμεινε στα χαρτιά … η διαφάνεια στη διαχείριση των πόρων και ο κοινωνικός έλεγχος της τοπικής εξουσίας δεν επετεύχθη … οι λειτουργικές δαπάνες όχι μόνο δεν μειώθηκαν αλλά αυξήθηκαν» …
Σε ότι αφορά τώρα την διατήρηση της πρωτοκαθεδρίας της κοινωνίας των πολιτών στους νέους Ο.Τ.Α. είναι αναγκαία η τήρηση ενός μέτρου στην γεωγραφική έκταση και στην πληθυσμιακή σύνθεση τους. Η δημιουργία εκτεταμένων μονάδων Ο.Τ.Α. πέρα από το όριο αυτό φοβάμαι πως δημιουργεί αυτομάτως μία αποξένωση του δημότη από τον φορέα που διαχειρίζεται τις «τοπικές» υποθέσεις του, οι οποίες ακριβώς λόγω της αποστασιοποίησης δημότη-φορέα παύουν να είναι «τοπικές». Η ποσοτική αύξηση της εδαφικής υπόστασης των Ο.Τ.Α επιδρά αρνητικά στην ποιοτική ουσιαστική σχέση των τοπικών κοινωνιών με τους εκπροσώπους τους στην διαχείριση των τοπικών υποθέσεων και αποδυναμώνει αυτή την ίδια την κοινωνία των πολιτών. Έτσι στην πραγματικότητα, δημιουργούνται διατοπικά και όχι τοπικά συστήματα. Στον κυκλικό συλλογισμό «ό,τι ονομάζεται Δήμος, είναι εξ ορισμού ΟΤΑ α’ βαθμού, και ό,τι κάνει αυτός ο Δήμος, είναι εξ ορισμού τοπική υπόθεση», δεν φαίνεται να υπάρχει πρόβλημα. Δεν είναι όμως σωστό. Γιατί, και αν ακόμη ένας Δήμος μπορεί, κατ’ εξαίρεση, να χειρίζεται και κάποιες κρατικές υποθέσεις, οφείλει να τηρεί οπωσδήποτε τον συνταγματικό κανόνα, δηλ. να διοικεί ο ίδιος τις τοπικές του υποθέσεις. Και για να τις διοικεί, πρέπει αυτές να υπάρχουν ως τοπικές και όχι να έχουν απορροφηθεί και μεταλλαχθεί σε διατοπικές.
Κάθε επανασχεδιασμός των ορίων των Δήμων της χώρας έχει, επομένως, ως συνταγματικό όριο τη διατήρηση της τοπικής υπόθεσης. Πώς όμως οριοθετείται ένα γνήσιο τοπικό σύστημα, πώς δηλ προσδιορίζονται τα εδαφικά όρια μιας μονάδας ΟΤΑ α’ βαθμού; Τα κριτήρια δεν μπορεί να είναι μονοσήμαντα, ούτε προκρούστεια, και για το λόγο αυτό, η απάντηση δεν μπορεί να προέρχεται από τα πάνω, δηλ. από το νομοθέτη σύμφωνα με την ελεύθερη εκτίμησή του. Ειδικά στην Ελλάδα, η ταυτότητα κάθε συγκεκριμένου Δήμου δεν είναι δοτή, αλλά είναι αποτέλεσμα μιας σειράς πολύπλοκων διεργασιών ιστορικού, κοινωνικού, πολιτικού, πολιτιστικού και οικονομικού χαρακτήρα. Για το λόγο αυτό, τί αποτελεί τοπική υπόθεση προέχουσας σημασίας και με ποιό κριτήριο προσδιορίζεται, αποτελεί διαφορετικό ζήτημα για κάθε Δήμο και το γνωρίζει εκείνος καλύτερα από τον καθένα. Για άλλον είναι η διατήρηση της ιστορικής του ταυτότητος, για άλλον η προστασία της οικιστικής του φυσιογνωμίας, για άλλον η ανάδειξη κάποιων στοιχείων της παράδοσης ή του φυσικού του περιβάλλοντος, για άλλον η παραγωγή κάποιου τοπικού προϊόντος, η μετάδοση κάποιων τοπικών δεξιοτήτων, η τουριστική προβολή κ.ο.κ. Αυτό δεν σημαίνει βεβαίως ότι η υφιστάμενη κατάσταση έχει παγώσει και αδυνατεί να προσαρμοστεί στις σύγχρονες απαιτήσεις. Αντίθετα, η νομοθεσία προέβλεπε τη δυνατότητα συνένωσης Δήμων και Κοινοτήτων, πάντοτε όμως με αποφασιστική συμμετοχή της τοπικής κοινωνίας στη λήψη της σχετικής απόφασης.
Τώρα αν το νέο αυτό διευρυμένο σχήμα, στο οποίο ενσωματώνονται οι παλαιοί Δήμοι, θα λύσει πράγματι τα προβλήματά τους… Η εντύπωση που απεκόμισα από τα διαθέσιμα στοιχεία είναι ότι η προσέγγιση των προβλημάτων της Τοπικής Αυτοδιοίκησης καθώς και η λύση που δίδεται σε αυτά, είναι μάλλον απλουστευτική. Παρ’ ό,τι διακηρύσσονται πολλά και ωραία για τους στόχους του Καλλικράτη (συμμετοχή των πολιτών, εμβάθυνση της δημοκρατίας, διαδραστικές υπηρεσίες διαφάνεια, αξιοκρατία κ.λπ.), διαφαίνεται ότι βασικός στόχος της μεταρρύθμισης είναι να αυξηθεί η επιχειρησιακή ικανότητα των ΟΤΑ. Όμως ο Δήμος δεν είναι επιχείρηση. Ακόμα και ο πιο μικρός Δήμος αποτελεί ένα σύστημα το οποίο οφείλει να επιτελεί πολλαπλές λειτουργίες, σε τοπική μεν κλίμακα, οι περισσότερες από τις οποίες, όπως λ.χ. η πολιτιστική καλλιέργεια, η δημοτική πρόνοια και αλληλεγγύη, η συμμετοχή των δημοτών στα κοινά σε προσωπικό και όχι ψηφιακό επίπεδο, η ανάδειξη και διαχείριση ενός τοπικού φυσικού ή πολιτιστικού στοιχείου κ.λπ., δεν έχουν επιχειρησιακό χαρακτήρα.
Κανείς δεν ισχυρίζεται ότι η Τοπική Αυτοδιοίκηση δεν χρειάζεται αλλαγές. Αλλά ποιές θα είναι οι αλλαγές αυτές, τί έχει ανάγκη ο κάθε Δήμος και αν θα ωφεληθεί μεγαλώνοντας ή μικραίνοντας, είναι ένα απολύτως εξατομικευμένο ερώτημα που επιδέχεται μόνον ειδική και εξατομικευμένη απάντηση. Το κρίσιμο ερώτημα, ποιός Δήμος θα συνενωθεί με ποιόν και με ποιά κριτήρια, απαιτεί επιστημονική προσέγγιση που μόνον η διοικητική διαδικασία μπορεί από τη φύση της να διασφαλίσει. Απαιτεί επίσης αποφασιστική συμμετοχή των ενδιαφερομένων, όχι απλώς «ναι ή όχι» διά βοής, αλλά ουσιαστική ανταλλαγή απόψεων και αντικρούσεις ισχυρισμών και επιχειρημάτων, σε όλα τα στάδια λήψης της απόφασης. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι μέχρι τον «Καποδίστρια» οι συνενώσεις των Δήμων και Κοινοτήτων γίνονταν με Προεδρικά Διατάγματα και όχι με νόμους. Στη σημερινή εποχή της ελεύθερης συμβίωσης, οι γάμοι από συνοικέσιο ίσως έχουν ακόμα κάποιες πιθανότητες επιτυχίας. Οι υποχρεωτικοί όμως γάμοι, όπως αυτοί του Καλλικράτη, στους οποίους οι όροι της αναγκαστικής συμβίωσης και η πορεία της νέας ζωής καθορίζονται «από τα πάνω για το καλό όλων μας», είναι μάλλον καταδικασμένοι.
Το συμπέρασμα είναι ότι ο υπερβολικά μικρός αριθμός των 370 περίπου δήμων για την χώρα μας δεν είναι προς όφελος ούτε της Αυτοδιοίκησης ούτε της ποιότητας της Δημοκρατίας.
Γόννοι 02 Φλεβάρη 2010

* Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ» της Λάρισας την Κυριακή 07 Φεβρουαρίου 2010 στη στήλη «Αντιρρήσεις».