Η ιστορία του συνεταιριστικού κινήματος έρχεται από πολύ παλιά. Στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα  οι συνεταιρισμοί των τριών νησιών, Ύδρας, Σπετσών και Ψαρών, άλλαξαν όχι μόνο την ιστορία της επανάστασης αλλά και το ναυτιλιακό τοπίο από τα μέσα του 18ου αιώνα. Ο καθένας, είτε ήταν καπετάνιος είτε απλός ναύτης, είχε δικαίωμα στα κέρδη κι έτσι, με τον καιρό, ακόμη κι ο απλός ναύτης μπορούσε να γίνει συμπλοιοκτήτης.  Οι λεγόμενοι «συντροφοναύτες» έφτασαν και πέρασαν τα όρια της Μεσογείου. Μάλιστα, τα υδραίικα καράβια περνούσαν το Γιβραλτάρ και έφταναν ως το Μοντεβίδεο της Ουρουγουάης στη Λατινική Αμερική, όπου μετέφεραν και πωλούσαν κρασί και φόρτωναν δέρματα. Το 1821 η Ύδρα είχε 121 καράβια και οι Σπέτσες  47. Από αυτά μόνο τα 14 ήταν προσωπικές ιδιοκτησίες ενώ τα υπόλοιπα 154 ήταν συνεταιριστικά.  Στον κτηνοτροφικό και αγροτικό χώρο, ανεπίσημες  μορφές συνεργατισμού θεωρούνται τα τσελιγκάτα όπου οι  νομάδες κτηνοτρόφοι βρήκαν εδώ και αιώνες, τρόπους να συνεργάζονται μεταξύ τους, με τη συνένωση των κοπαδιών τους. Τα ενοίκια των βοσκότοπων και το κόστος των ζωοτροφών ήταν επιμερισμένα ανάλογα με τις ανάγκες του κοπαδιού των μετεχόντων. Η εκκαθάριση λογαριασμών γινόταν κάθε άνοιξη και φθινόπωρο, με τη μετανάστευση των κοπαδιών και την εξάμηνη δέσμευση συνεργασίας.  Στη Μαύρη Θάλασσα και πιο συγκεκριμένα στη Σωζόπολη, οι Έλληνες της περιοχής κατά το 18ο αιώνα αφού πρώτα εξασφάλισαν μια υποτυπώδη αυτονομία από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, ως ιδιοκτήτες των ανοιχτών ιχθυοτροφείων συνεταιρίζονται με τους ψαράδες  και μοιράζονταν τα συμφωνημένα μερίδια.
Στην περιοχή μας τέλος συναντάμε μια πρώιμη μορφή συνεταιρισμού, αυτή  των Αμπελακίων, που άλλοι τοποθετούν την ίδρυσή του χρονικά το 1778 κι άλλοι το 1780. Το πείραμα των Αμπελακίων, με 6.000 άτομα στην παραγωγή και εξαγωγή νημάτων, λειτούργησε για 30 και πλέον χρόνια, κάνοντας εξαγωγές με επίκεντρο τη Βιέννη στον ευρωπαϊκό χώρο. Η λειτουργία του συνεταιρισμού αυτού άλλαξε τα δεδομένα της περιοχής: οργανώθηκε υγειονομική περίθαλψη, δημιουργήθηκαν δρόμοι, νοσοκομεία, εκκλησίες, σχολεία, βιβλιοθήκες, ειδικές ενισχύσεις για άπορα και ορφανά παιδιά, μέχρι και πειραματικό εργαστήριο Φυσικής. Δυστυχώς μια σειρά από συγκυρίες και γεγονότα, το 1811 και 1812 (η πτώχευση των τραπεζών της Αυστρίας, όπου είχε τα χρήματά του ο συνεταιρισμός, η εισβολή του στρατού του Αλί Πασά στην περιοχή, η εκβιομηχάνιση των αγγλικών νηματουργείων, η επιδημία πανώλης, αλλά και οι έριδες μεταξύ των συνεταιριστών), οδήγησαν τον  συνεταιρισμό αυτό σε μαρασμό.
Στην πορεία των χρόνων το ελληνικό συνεταιριστικό κίνημα επηρεάζεται από τις διεθνείς εξελίξεις και ειδικότερα από τον συνεταιρισμό του Ροτσντέιλ, που ιδρύεται το 1844 στη βόρεια Αγγλία κοντά στο Μάντσεστερ και αλλάζει τα δεδομένα. Το παράδειγμα του Ροτσντέιλ, που θεωρείται ο πρώτος σύγχρονος συνεταιρισμός γιατί βασίζεται σε συγκεκριμένο σύστημα κανόνων και λειτουργιών, θ’ ακολουθήσουν μετέπειτα εκατομμύρια άνθρωποι σε όλο τον κόσμο.  Ο πρώτος σύγχρονος γνωστός ελληνικός συνεταιρισμός, σύμφωνα με το πεντάτομο έργο του καθηγητή Αριστείδη Ν. Κλήμη, δεν είναι αγροτικός, αλλά καταναλωτικός με τίτλο «Εταιρεία Εργατικού Λαού, η Αυτοβοήθεια». Ιδρύεται το 1870 στην Αθήνα με 26 ιδρυτικά μέλη, τα οποία στη συνέχεια έγιναν 200, προκειμένου να προμηθεύονται φθηνότερα καταναλωτικά αγαθά, ενώ την ίδια σχεδόν εποχή ακολουθούν η «Ένωσις των Τιμίων Τεχνητών, Δευτέρα εν Αθήναις εταιρεία του Λαού» με πρωτεργάτη τον γνωστό γλύπτη Γιαννούλη Χαλεπά και η «Ελληνική Στρατιωτική Ένωσις» που ιδρύουν οι στρατιωτικοί για να αγοράζουν καταναλωτικά προϊόντα σε καλύτερες τιμές.
Στον αγροτικό χώρο η Θεσσαλία και πάλι πρωτοπόρα με τον πρώτο σύγχρονο αγροτικό συνεταιρισμό με την επωνυμία: «Μετοχικόν Γεωργικόν Ταμείον Αλληλοβοήθειας», ο οποίος δημιουργείται στον Αλμυρό Μαγνησίας με πρωταγωνιστές τον δάσκαλο Ν. Μιχόπουλο και τον γεωπόνο Δ. Γρηγοριάδη με 48 γεωργούς μέλη του είναι αυτός που εγκαινιάζει το σύγχρονο αγροτοσυνεταιριστικό κίνημα στην Ελλάδα. Το 1915 ψηφίζεται ο πρώτος νόμος για τη λειτουργία των συνεταιρισμών και με την ψήφισή του παρατηρείται ένας οργασμός δημιουργίας αγροτικών συνεταιρισμών, ενώ το 1917  δημιουργείται στη Μεσσηνία η πρώτη Ένωση Αγροτικών Συνεταιρισμών (ΕΑΣ). Στις 12 Φεβρουαρίου 1935 ιδρύεται η Πανελλήνια Συνομοσπονδία Ενώσεων Γεωργικών Συνεταιρισμών (ΠΑΣΕΓΕΣ), με πρώτο πρόεδρο τον Αλέξανδρο Μπαλτατζή, ο οποίος ήταν τότε πρόεδρος της Ένωσης Γεωργικών Συνεταιρισμών Ξάνθης. Το 1940, που η Ελλάδα μπαίνει σε πόλεμο, οι συνεταιρισμοί είναι 6.568. Επτά χρόνια αργότερα ιδρύεται η Συνεταιριστική Ένωση Καπνοπαραγωγών Ελλάδας, η γνωστή ως ΣΕΚΕ, που θα είναι η πρώτη μεταπολεμική προσπάθεια σε πανελλαδικό επίπεδο.  Το 1967, με τη δικτατορία των συνταγματαρχών, λειτουργούν 7.622 και οι δικτάτορες προσπαθούν να καπελώσουν το συνεταιριστικό κίνημα αλλάζοντας τις διοικήσεις. Με την επαναφορά της δημοκρατίας, εξαιρετικά βραχύβιος αποδεικνύεται ο νόμος 921 του 1979. Ο νόμος 1257 του 1982, που θ’ αλλάξει τα δεδομένα  (έχει ήδη υπογραφή από το 1979 η ένταξη της χώρας μας στην τότε ΕΟΚ) είναι γνωστός ως ο 1ος νόμος Σημίτη: «Για την αποκατάσταση της δημοκρατικής λειτουργίας των Συνεταιριστικών Οργανώσεων». Ψηφίζεται σε μια περίοδο που η νεοσύστατη τότε κυβέρνηση Ανδρέα Παπανδρέου έχει τάξει γην και ύδωρ στους αγρότες προεκλογικά …  Με το νόμο αυτό, εγγράφονται μέσα σε λίγες μέρες στους συνεταιρισμούς 182.000 νέα μέλη! Το αποτέλεσμα αν και δεν φάνηκε αμέσως ήταν για τους αγρότες καταστροφικό, γιατί ναι μεν οι συνεταιρισμοί ανοίγονται στην κοινωνία, αλλά όχι και στους ίδιους τους παραγωγούς. Τα πράσινα και μπλε καφενεία μεταφέρονται μέσω των παραταξιακών ψηφοδελτίων στους συνεταιρισμούς που από υποδοχείς και προστάτες της παραγωγής, καταντούν κομματικά μαγαζάκια.  Ακολουθούν ο 2ος νόμος Σημίτη, 1541 του 1985, ο νόμος 2169 του 1993 επί υπουργίας Χρήστου Κοσκινά (Ν.Δ.), ο νόμος 2181 του 1994 με τον Γιώργο Μωραΐτη (ΠΑΣΟΚ), ο νόμος 2810 του 2000 πάλι του Ανωμερίτη ή νόμος «Αλέξανδρου Παπαναστασίου», όπως ονομάστηκε τότε προς τιμήν του εκλιπόντος και προέβλεπε ότι μπορούσε να γίνει συνεταιρισμός ακόμα και με 7 μέλη. Κάθε κυβέρνηση και ένα νομοσχέδιο κάθε υπουργός γεωργίας και ένας καινούργιος νόμος για γίνει ένας κύκλος 85 χρόνων και να διαπιστώνουμε σήμερα ότι έβλεπε πιο μακριά ο νομοθέτης του 1915 ! Η παραδοχή είναι ότι δεν είναι τα πολλά μέλη που κάνουν έναν συνεταιρισμό υγιή και εύρωστο, αλλά η δυναμική, η αλληλεγγύη, η συνεκτικότητα, η καλή συνεργασία μεταξύ των μελών του αλλά και το σύστημα που αναδεικνύει τους ηγέτες του …
Και επειδή η κυβέρνηση άλλαξε δεν θα ήταν λογικό, με βάση τα ιστορικά πλέον δεδομένα και την παράδοση, να μην έχουμε άλλον ένα νόμο για τους συνεταιρισμούς, το ξεκίνησαν και αυτό. Αφού χρόνια τώρα τους υποβαθμίσαμε, τους κομματικοποιήσαμε, τους απαξιώσαμε ή τους δώσαμε «ευκαιρίες» μόνοι τους να απαξιωθούν και αφού για γεωργική ανάπτυξη μιλάμε όλα αυτά τα χρόνια, αλλά τα αποτελέσματα αρνητικά γίνονται και χειροτερεύουν κάθε μέρα στην αγροτική και κτηνοτροφική οικονομία της χώρας, ρίξαμε στο τραπέζι της «διαβούλευσης» κάτι υποτίθεται καινούργιο …
Με το νέο νομοσχέδιο, όπως έχει διαμορφωθεί μέχρι τώρα, οι συνεταιρισμοί διακρίνονται σε τρείς ομάδες:
1η) Αγροτικές Συνεταιριστικές Οργανώσεις (ΑΣΟ), με τη μορφή του συνεταιρισμού μεριδιούχων. Αν για δύο συνεχόμενα χρόνια δεν τηρούν κριτήρια βιωσιμότητας και παραγωγής, τίθενται σε αναγκαστική εκκαθάριση. 2η) Αγροτικές Εταιρικές Συμπράξεις (ΑΕΣ) με τη μορφή κεφαλαιουχικής εταιρείας Α.Ε. ή ΕΠΕ και 3η) Ομάδες Παραγωγών (Ο.Π.), οι οποίες εντάσσονταν μέχρι σήμερα στις Ενώσεις (ΕΑΣ). Το νέο νομοσχέδιο προβλέπει ρητά και αποκλειστικά ότι θα υπάρχουν ομάδες παραγωγών εφόσον πληρούν το κοινοτικό κανονιστικό πλαίσιο, τους περιορισμούς και τις οριοθετήσεις του, ανεξάρτητα από τη νομική μορφή που αυτές θα έχουν.
Ο νέος νόμος βασισμένος στη λογική των τεχνοκρατών των Βρυξελών και του Αθηναϊκού κράτους – μάλλον δεν πήραν χαμπάρι τι ακριβώς γίνεται στην μαραζωμένη και υποβαθμισμένη ύπαιθρο αυτής της έρμης χώρας – γράφουν ή λένε μεταξύ τους διάφορα όπως ότι οι Έλληνες παραγωγοί οφείλουν κι αυτοί να ξεφύγουν από νοοτροπίες δεκαετιών, αν θέλουν να επιβιώσουν και να μπορούν να βελτιώσουν τις συνθήκες ζωής τους. Κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου, καθώς οι επιδοτήσεις περιορίζονται δραματικά με την αναθεώρηση της Νέας Κοινής Αγροτικής Πολιτικής με ορίζοντα 2014-20, λέγοντας ότι μέλλον έχει μόνο ο αγρότης που διαθέτει τυποποιημένο και πιστοποιημένο προϊόν και σέβεται το περιβάλλον. Το δε νέο μοντέλο αγρότη, όπως προβάλλεται από τη γραφειοκρατία των Βρυξελλών, είναι ο εκπαιδευμένος ανταγωνιστικός παραγωγός. Μετέχει σε «ομάδες παραγωγών», οι οποίες θεσμοθετούνται και ενισχύονται με το νέο νόμο, δικτυώνεται και ασχολείται με τις νέες τεχνολογίες, προχωρά σε καινοτόμες δράσεις, είναι ευέλικτος στην αγορά (ναι αυτήν την μεγάλη αγορά της Ευρώπης και της παγκοσμιοποίησης) και, όταν χρειαστεί, στην αναδιάρθρωση καλλιεργειών, ενώ δεν βασίζεται στη μονοκαλλιέργεια.
Ο Έλληνας παραγωγός, όμως, καλείται να πράξει και κάτι άλλο: να συσπειρωθεί, όπως κάνουν συνάδελφοί του στο εξωτερικό, που οργανώνονται σε λόμπι (δεν μας φτάνουν οι συνεταιρισμοί θέλουμε και τα λόμπι – δεν έρχεται η κυρία Αποστολάκη να μας τα πει σε κανένα καφενείο εδώ στους Γόννους, να γελάσει κάθε πικραμένος), διότι, λέει, η παρουσία του έλληνα αγρότη στην Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είναι ισχυρή (και πώς να είναι όταν τριάντα τόσα χρόνια κυβερνήσεις, πρωθυπουργοί και υπουργοί γεωργίας κατάφεραν για τη χώρα μας το ακατόρθωτο : να κερδίζουν όλες τις μάχες στις Βρυξέλες, αλλά και να γυρίζουν τούμπα το αγροτικό ισοζύγιο της Ελλάδας με τις χώρες της Ε.Ε. τόσο στα αγροτικά όσο και στα κτηνοτροφικά προϊόντα). Έτσι μόνο, συνεχίζουν, θα καταφέρει ο νέος αγρότης να διεκδικήσει καλύτερες τιμές και συνθήκες για τα προϊόντα του, καθώς η Κοινότητα, είτε το θέλει είτε όχι, μαζί με την αγορά και τα διεθνή χρηματιστήρια κανονίζουν τους όρους και τους κανόνες του παιχνιδιού (διαβλέπω μια απειλή ή μου φαίνεται …).
Κλείνοντας αυτό το σημείωμα να πω ότι πράγματι πιστεύω κι εγώ ότι οι παλιοί συνεταιρισμοί πρέπει πλέον, αν θέλουν να συνεχίσουν να υπάρχουν,  να γυρίσουν σελίδα και να επιστρέψουν στον πραγματικό τους ρόλο που δεν είναι άλλος από τη στήριξη της παραγωγικής διαδικασίας, τη υποστήριξη των όποιων προϊόντων τους και των ίδιων των μελών τους. Χρειάζεται, βέβαια οι ίδιοι να πάρουν αγωνιστικά τις τύχες στα χέρια τους, να μην αφήσουν πια περιθώριο να εμπλακούν στα εσωτερικά τους κόμματα και κομματάρχες, αλλά και να υπάρξει ουσιαστικός έλεγχος των διοικήσεών τους που φυσικά δεν θα εκλέγονται με σημαδεμένες ομάδες πλειοψηφικών συστημάτων.
Το θέμα δεν κλείνει εδώ και σίγουρα θα επανέλθουμε γιατί ο νέος νόμος τώρα ξετυλίγεται …..
Δημήτρης Ζ. Γουγουλιάς
(* Πολλά τα ερεθίσματα από σχετικό αφιέρωμα της «Ελευθεροτυπίας» πριν λίγες μέρες).