Ο τρύγος. Ένας χορός με το χρόνο. Προσκύνημα στο ιερό αμπέλι. Γιατί το αμπέλι έχει την αγιότητα του άχρονου καρπού. Χιλιάδες χρόνια τώρα το προσκυνούν άνθρωποι σχεδόν σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης. Διαφορετικοί μεταξύ τους. Κι όμως, λες και τα λεπτά κλαδιά του αμπελιού τους ενώνουν. Για να φτιάχνει κάθε λαός το δικό του Διόνυσο.
Ξεκινήσαμε απογευματάκι από το χωριό για το κτήμα του φίλου μας του Στέργιου. Ο φίλος μου ο Νίκος έλεγε πως φέτος θα βάλουμε το δικό μας κρασί. Εγώ είχα στο μυαλό πώς να δείξω στην Φλώρα τι είναι το αμπέλι, τι σημαίνει τρύγος.
Ο φίλος μας ο Στέργιος με τη Βάσω τη γυναίκα του, μαζί με τα ξαδέλφια μας το Γιώργο και τη Σούλα αλλά και τους φίλους μας, τον Κώστα, τον Γιάννη και την Τούλα, που ήρθαν από τη Λάρισα για βοηθήσουν, μας περίμεναν στο κτήμα. Είπαμε «καλή σοδειά», «καλά κρασιά» και ο τρύγος ξεκίνησε …  Πανηγύρι ο τρύγος. Αράδα, όλοι, πίσω από τον Στέργιο. Με το κλαδευτήρι, τρυγούμε τσαμπί το τσαμπί. Με το χέρι, ρώγα, τη ρώγα… Σκύβουμε ευλαβικά μπροστά σε κάθε φυτό. Γιατί του πρέπει το προσκύνημα. Να μην λαβώσουμε τα κλαδιά. Να πάρουμε τον καρπό και να το αφήσουμε στην ησυχία του, μέχρι να ‘ρθει και πάλι ο καιρός να καρπίσει.
Γεμίζουν τα τελάρα… «Χέρια να έχεις στο αμπέλι. Πόλεμος είναι ο τρύγος», λέει ο Τάκης, αδελφός του Στέργιου. Πόλεμος με τον καιρό. Γιατί άμα κάνει και βρέξει προτού τρυγήσεις, πάει χάθηκε ο κόπος. Τα χέρια του Στέργιου χαϊδεύουν το αμπέλι, λες κι είναι χέρια νεαρού αγοριού που ερωτοτροπεί με γυναικείο κορμί. Γνωρίζει το αμπέλι σαν το χέρι του. Μας λέει πού είναι τα καλά κλήματα, για να κόψουμε σταφύλια για το σπίτι. Κείνος χαϊδεύει τα τσαμπιά.
Το κρασί και το τσίπουρο θέλουν σταφύλι, θέλουν αμπέλι, θέλουν ευλογημένο χώμα, ζωογόνες ηλιαχτίδες, βροχές στην ώρα τους, παιχνιδιάρικα μελτέμια, υπομονή, σοφία, γνώση, θέλουν χάδια, θέλουν διάχυτες συλλογικές αγάπες. Ξεκινάνε με το αμπέλι, με την πρωινή αύρα. Το αμπέλι πρέπει να ετοιμαστεί, να καλλωπιστεί, να συνουσιαστεί με τα στοιχειά της φύσης, με το χαμόγελο του Διόνυσου. Ο αμπελουργός πρέπει να του μιλά, να το χαϊδεύει, να νοιάζεται, να μυρίζει τον ουρανό, τα χώματα, τους αέρηδες. Ώρες εργασίας, πρέπει να γίνουν ένα, να συντονιστούνε, να αντιμετωπίσουν τις νευρικές καταιγίδες, τους πειναλέους εισβολείς. 

Κι όταν όλα πάνε καλά και βγουν τα γλευκόμετρα, οι καλλίφωνοι κελαηδούν, οι εργάτες συλλέγουν και ο αμπελουργός ανησυχεί μην τραυματίσουν τις μάνες. Καλή σοδειά σημαίνει καλό κρασί και καλό τσίπουρο. Θα πατήσουμε τα σταφύλια, θα αφαιρέσουμε τα ξυλώδη και θα περιμένουμε τους καλούς πειναλέους εισβολείς να αναλάβουν την ζύμωση. Να γιατί, αργότερα,  η κόπωση και το ξενύχτι μπροστά στον άμβυκα είναι γιορτή είναι ιεροτελεστία…

«Απ’ τους θεούς και τους ημίθεους στους πατέρες κι απ’ τους πατέρες στους γιούς.Απ’ το νέκταρ την αμβροσία και το τρίμμα στο τσίπουρο. Αυτή είναι η παράδοσή μας»…