Μαζί με την κρίση της πολιτικής, την κρίση των θεσμών, τα μνημόνια, την τρόικα και το Δ.Ν.Τ., μαζί με την κρισιμότητα των εκλογών της 17 Ιούνη, όπου οι πολίτες καλούνται μέσα σε ένα κλίμα πόλωσης, συκοφαντίας, παραπληροφόρησης, φοβίας και διχασμού, να αποφασίσουν για το μέλλον αυτή της χώρας αλλά και για το μέλλον το δικό τους και των παιδιών τους, κρίσιμη είναι και η κατάσταση στην ύπαιθρο και ιδιαίτερα στον αγροτικό κόσμο. Δεν θα σταθώ στο διαλυμένο συνεταιριστικό κίνημα, στο αυξημένο κόστος παραγωγής που μόνο με αγορές τοις μετρητοίς μπορούν πλέον οι αγρότες να προμηθεύονται σπόρους και γεωργικά εφόδια για να καλλιεργούν τα χωράφια τους, δεν θα μιλήσω για το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον των επιδοτήσεων, την αγρανάπαυση, τις ομάδες παραγωγών και ιδιαίτερα αυτές των καπνοπαραγωγών που τελικά έγιναν για να σταματήσουν οι έλληνες να παράγουν καπνό, έναν καπνό από τις καλύτερες ποιότητες στις διεθνής αγορές, δεν θα μιλήσω για τις «πετυχημένες – θριαμβευτικές» επιστροφές των ελλήνων πρωθυπουργών και υπουργών γεωργίας από τις Βρυξέλες, όλα αυτά τα χρόνια που το μόνο που κατάφεραν ήταν να καταστρέψουν την αγροτική οικονομία της χώρας και να αλλάξουν τα φώτα στο αγροτικό μας ισοζύγιο με την Ε.Ε.

Θέλω να σταθώ με ιδιαίτερη ευαισθησία, μιας και ως Γοννιώτης νοιώθω από κοντά το δράμα των ελαιοπαραγωγών της περιοχής μου, που είναι και δράμα όλων των ελαιοπαραγωγών της χώρας αλλά και των γειτονικών μεσογειακών χωρών με τα αδιάθετα λάδια στις αποθήκες τους. Από τη δεκαετία του ’90 που ασχολήθηκα επιστημονικά, από οικονομική άποψη (εμπορία-μάρκετινγκ), με τη βρώσιμη ελιά και το ελαιόλαδο σε όλες τις εισηγήσεις μου, τις ομιλίες, τα άρθρα και τις αναφορές μου ξεκινούσα με την πρόταση : «Έχουμε σαν χώρα το καλύτερο ελαιόλαδο, αλλά το γνωρίζουμε μόνο εμείς … και μερικοί ιταλοί μεγαλέμποροι που το αγοράζουν για να αναμίξουν τα χαμηλής ποιότητας λάδια τους και να τα εξάγουν στην Ευρώπη και τον κόσμο ολόκληρο». Τελευταία σε συνέδρια και ομιλίες διαπιστώνω με πίκρα, ότι αυτή τη φράση χρησιμοποιούν και αρκετοί πολιτικοί και μάλιστα ορισμένοι που με τα κόμματά τους κυβέρνησαν αυτόν τον τόπο χρόνια τώρα, χωρίς καμία αυτοκριτική στο λόγο τους. Από καθυστερημένες διαπιστώσεις πάμε καλά …
Σε πρόσφατο άρθρο τους, για να μπω στην ουσία του θέματος, οι «Φαϊνάνσιαλ Τάιμς» αναφέρουν : «Η Ισπανία, η Ιταλία και η Ελλάδα, τρεις χώρες οι οποίες ήδη αντιμετωπίζουν προβλήματα από την οικονομική κρίση τώρα καλούνται να αντιμετωπίσουν και μια ακόμα: αυτή του ελαιολάδου», καταγράφοντας τη μεγάλη πτώση στις τιμές παραγωγού του ελαιολάδου στα χαμηλά δεκαετίας. Για τις χώρες αυτές η παραγωγή ελαιολάδου είναι ζωτικής σημασίας καθώς χιλιάδες θέσεις εργασίας στον αγροτικό τομέα εξαρτώνται από αυτήν, ενώ σημαντικό είναι και το ποσοστό των εξαγωγών ελαιολάδου που πραγματοποιούν κάθε χρόνο»…..
Οι αιτίες του προβλήματος, γράφει σε ρεπορτάζ της η Δήμητρα Σκούφου στα ΝΕΑ, το οποίο καλούνται να αντιμετωπίσουν οι ισπανοί, ιταλοί και έλληνες παραγωγοί, έχουν σχέση με την οικονομική κρίση που οδήγησε τους καταναλωτές να στραφούν σε φθηνότερα προϊόντα, όπως τα σπορέλαια. Ενδεικτικό είναι ότι στα ράφια των σουπερμάρκετ μεγάλης ισπανικής αλυσίδας η τιμή ενός λίτρου ηλιέλαιου είναι σήμερα στα 1,25 ευρώ, όταν το έξτρα παρθένο ελαιόλαδο πωλείται στα 3,25 ευρώ. Στην Ελλάδα η τιμή για ένα μπουκάλι ηλιέλαιο κυμαίνεται από 1,85 έως 2,69 ευρώ το λίτρο, ενώ για το έξτρα παρθένο ελαιόλαδο από 3,2 έως 6,5 ευρώ.
Την ίδια ώρα οι παραγωγοί βρίσκονται αντιμέτωποι και με τον ανταγωνισμό αναπτυσσόμενων χωρών όπως η Χιλή, η οποία λόγω των μεγάλων εκτάσεων αλλά και της διαφορετικής εποχής συγκομιδής σε σχέση με τις χώρες της μεσογειακής λεκάνης προκαλεί πιέσεις στις διεθνείς τιμές, ενώ φέτος η μεγάλη σοδειά της Ισπανίας που έφτασε τους 1,6 εκατ. τόνους δημιούργησε πλεονάζουσα προσφορά.
Από τα μέχρι τώρα στοιχεία, το μεγαλύτερο πρόβλημα καλείται να αντιμετωπίσει η Ισπανία, οι ελαιοπαραγωγοί της οποίας είδαν την τιμή του έξτρα παρθένου ελαιολάδου στην αγορά χονδρικής να μειώνεται τον Μάιο στα 2.900 δολάρια ανά τόνο, που είναι η μεγαλύτερη μείωση από το 2002 (-47,8%). Σύμφωνα με το Διεθνές Συμβούλιο Ελαιολάδου, φέτος η προσφορά ξεπερνά κατά πολύ τη ζήτηση καθώς τα αποθέματα ελαιολάδου θα αυξηθούν έως το τέλος του 2012 κατά 1,1 εκατ. τόνους, ποσότητα που αντιπροσωπεύει περίπου το 1/3 της ετήσιας παγκόσμιας κατανάλωσης, ωστόσο η Ισπανία αναμένεται να καταναλώσει φέτος τόσο ελαιόλαδο όσο και το 2002, ενώ Ελλάδα και Ιταλία θα δουν την εγχώρια ζήτησή τους να πέφτει στα επίπεδα του 1995.
Οι εκτιμήσεις για την ελληνική αγορά κάνουν λόγο για μείωση της κατανάλωσης τυποποιημένου ελαιολάδου κατά 10%. «Στην Ελλάδα δεν έχουμε εισαγωγές ελαιολάδου για εσωτερική κατανάλωση. Αυτό κρατά σε ένα επίπεδο τις τιμές, οι οποίες ωστόσο δέχονται πιέσεις εξαιτίας της μείωσης της κατανάλωσης», λέει ο Γιώργος Οικονόμου, γενικός διευθυντής του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών Τυποποιητών Ελαιολάδου (ΣΕΒΙΤΕΛ). Όπως εξηγεί, από 2,2-2,3 ευρώ το κιλό που ήταν πέρυσι η τιμή παραγωγού, σήμερα έχει διαμορφωθεί στο 1,9-1,8 ευρώ για το έξτρα παρθένο ελαιόλαδο οξύτητας 0,5. Και φυσικά δεν μιλάμε για τις τιμές που απολαμβάνουν ή ζητάνε οι ντόπιοι ελαιοπαραγωγοί που ξεκινάνε από τα 4,00 και φτάνουν στα 5,00 ευρώ το κιλό με δεδομένη την πολύ καλύτερη ποιότητα λαδιού που διαθέτει η περιοχή μας. Μάλιστα, αναφέρει ότι και στην Ελλάδα υπάρχουν αδιάθετες ποσότητες από τη σοδειά 2010-2011 που υπολογίζονται στους 30.000 τόνους, δηλαδή περίπου στο 10% της παραγωγής της χώρας.
Τόσα χρόνια το ελληνικό ελαιόλαδο εξάγεται χύμα σε χαμηλές τιμές για τον παραγωγό, χωρίς η πολιτεία να έχει πετύχει το αυτονόητο, που είναι η τυποποίηση ολόκληρης της ελληνικής παραγωγής. Έτσι ότι δεν πετύχαμε σε καιρούς ευνοϊκούς στην ευρωπαϊκή και την παγκόσμια αγορά καλούμαστε να το πετύχουμε σήμερα με την κρίση. Καλό είναι, βέβαια, τα παραπάνω στοιχεία να έχουν υπόψη τους τόσο οι παραγωγοί και οι συνεταιρισμοί τους, όσο και η μέλλουσα ηγεσία του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων …