Διάβασα μια ενδιαφέρουσα ανάλυση με θέμα  «ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ, ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ» που μου έστειλε από τη Θεσσαλονίκη ο φίλος μου και ομότιμος καθηγητής του Τμήματος Νομικής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Ζήσης Δ. Παπαδημητρίου. Αν και φτάνει τις 16 σελίδες αξίζει τον κόπο να την διαβάσετε και να την μελετήσετε. Γράφει, λοιπόν ο καθηγητής :
«Hοικονομία του χρόνου συμπυκνώνει τελικά μέσα της κάθε οικονομία….. Οικονομία του χρόνου καθώς και συστηματική κατανομή του χρόνου εργασίας στους διάφορους κλάδους της παραγωγής παραμένει λοιπόν πρώτος οικονομικός νόμος οργάνωσης της κοινοτικής παραγωγής»[1].
1.      Το μεταπολεμικό πρότυπο οικονομικής ανάπτυξης


Μετά την κατάρρευση του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος λόγω της κρίσης  του 1929, οι ΗΠΑ, υπό την προεδρία του Φραγκλίνου Ρούσβελτ, εγκαινίασαν την πολιτική του «New Deal», με στόχο την αναδιοργάνωση της αμερικανικής οικονομίας. Παράλληλα με την εφαρμογή ενός προγράμματος λιτότητας, ψηφίστηκαν οι νόμοι «Βάγκνερ» και « Κοινωνικής Ασφάλισης», προκειμένου να αντιμετωπιστεί η σφοδρή αντίδραση των εργαζόμενων. Σύμφωνα με τους νόμους αυτούς ενισχύονταν το δικαίωμα των συλλογικών διαπραγματεύσεων και καθιερώνονταν μεταξύ άλλων σύστημα συνταξιοδότησης, προστασίας από την ανεργία και κοινωνικών παροχών για τα πιο φτωχά κοινωνικά στρώματα κλπ.. Η πολιτική αυτή υπήρξε το προανάκρουσμα του κεϋνσιανού κράτους πρόνοιας (welfare state, Sozialstaat) που έμελε να ισχύσει μεταπολεμικά, σε όλες λίγο ή πολύ, τις αναπτυγμένες βιομηχανικές χώρες της Δύσης.
Μεταπολεμικά, οι ΗΠΑ ανέλαβαν να αποκαταστήσουν την παγκόσμια αγορά, προτείνοντας το φορντικό πρότυπο οργάνωσης της παραγωγής ως γενική στρατηγική οικονομικής ανάπτυξης η εφαρμογή του οποίου στηρίζεται στις βασικές αρχές της επιστημονικής διεύθυνσης και οργάνωσης των επιχειρήσεων του F.W. Taylor (1856-1915)[2]. Η επικράτηση του φορντισμού στις ΗΠΑ στο μεσοπόλεμο και η διάδοσή του στην Ευρώπη όσο και στην Άπω Ανατολή (Ιαπωνία, Νότιος Κορέα, Ταϊβάν κλπ.) αποτελεί συστατικό στοιχείο στην  προσπάθεια της Αμερικής να επιβάλει τα οικονομικά, πολιτικά και γεωστρατηγικά συμφέροντά της σε παγκόσμια κλίμακα, στρατηγική άλλωστε που στέφθηκε με επιτυχία, μέχρι και την εμφάνιση των νέων αναδυόμενων οικονομιών της Κίνας, των Ινδιών και της Βραζιλίας, οι οποίες και την αμφισβητούν, επιμένοντας, σήμερα, ενόψει και του διαφαινόμενου λόγω της κρίσης συναλλαγματικού πολέμου, στον γεωπολιτικό επαναπροσδιορισμό των συσχετισμών εξουσίας στον πλανήτη μας.
Μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι ΗΠΑ δρομολόγησαν μια σειρά σημαντικών εξελίξεων, όπως η διεθνοποίηση της παραγωγής, του εμπορίου και του νομισματικού συστήματος, η αναδιάρθρωση του διεθνούς καταμερισμού εργασίας, η βαθμιαία αντικατάσταση των παραδοσιακών αποικιοκρατικών από νέες ιμπεριαλιστικές μορφές οικονομικής και πολιτικής εξάρτησης, η επιλεκτική εκβιομηχάνιση ορισμένων χωρών της καπιταλιστικής περιφέρειας και τέλος η αναδιοργάνωση της εκμετάλλευσης των πρώτων υλών και της εργατικής δύναμης των εξαρτημένων χωρών  από τα μητροπολιτικά κέντρα, με στόχο τη σταθεροποίηση του καθεστώτος αξιοποίησης και συσσώρευσης του κεφαλαίου αλλά και την ιδεολογική αντιμετώπιση του αντίπαλου δέους, τουτέστιν την πολιτική  επιρροή της τότε κραταιής Σοβιετικής Ένωσης κυρίως στο χώρο των αποκαλούμενων Αδεσμεύτων Χωρών που διαδραμάτιζαν τότε σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση των διεθνών πολιτικών και στρατιωτικών συσχετισμών[3].
Με την επικράτηση του φορντικού προτύπου οργάνωσης της παραγωγής και οικονομικής ανάπτυξης, εγκαινιάστηκε ιστορικά μια νέα περίοδος στις σχέσεις κεφαλαίου και εργασίας[4]. «Ο εργάτης δεν είναι πλέον απλά και μόνον φορέας της εργατικής δύναμης. Με το πέρασμα στη μαζική παραγωγή βιομηχανικών προϊόντων αποκτά επιπρόσθετο ενδιαφέρον για το κεφάλαιο και ως καταναλωτής  των αγαθών που παράγει (ηλεκτρικές κουζίνες, πλυντήρια, τηλέφωνα, ραδιόφωνα, τηλεοράσεις, αυτοκίνητα κλπ..). Ενσωματώνεται με άλλα λόγια στη λογική της καταναλωτικής κοινωνίας και έτσι αποτελεί αντικείμενο διπλής εκμετάλλευσης, ως φορέας εργατικής δύναμης και ως καταναλωτής. Το γεγονός αυτό αναβαθμίζει από οικονομική άποψη τη θέση του στη διαδικασία αναπαραγωγής του κεφαλαίου»[5].
Καθώς μεταπολεμικά ο φορντισμός επικράτησε σε όλες τις βιομηχανικές χώρες της Δύσης εξελίχθηκε μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του ΄70 περίπου σε κυρίαρχο πρότυπο καπιταλιστικής αξιοποίησης και συσσώρευσης του κεφαλαίου. Κύρια χαρακτηριστικά γνωρίσματα του φορντικού προτύπου οικονομικής ανάπτυξης είναι:
α)Η μαζική παραγωγή τυποποιημένων προϊόντων με τη μέθοδο της αλυσίδας συναρμολόγησης και με τη χρήση τεχνολογίας αυστηρά προσαρμοσμένης στην παραγωγή σχετικά ομοειδών προϊόντων.
β)Η μαζική απασχόληση κυρίως ημι-ειδικευμένης  και ανειδίκευτης εργασίας, γεγονός που επέτρεψε την ενσωμάτωση εκατομμυρίων ανειδίκευτων μεταναστών, κυρίως από τις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου,  στη διαδικασία παραγωγής των βιομηχανικών χωρών της Κεντρικής και Δυτικής Ευρώπης (Δυτική Γερμανία, Βέλγιο, Γαλλία κλπ.).
γ)Η γενίκευση της μισθωτής εργασίας και η εμπέδωση του θεσμού των συλλογικών συμβάσεων, με την εφαρμογή συναινετικών διαδικασιών στις διαπραγματεύσεις μεταξύ των κοινωνικών εταίρων με εγγυητή το κράτος (Αρχή της Τριμερούς Διαιτησίας), γνωστή και ως «πολιτική ενορχήστρωσης των κοινωνικών συμφερόντων», ρυθμίσεις που είχαν ως αποτέλεσμα την «θεσμοποίηση της ταξικής πάλης» και αναδείκνυαν τις συνδικαλιστικές γραφειοκρατίες σε βασικό θεσμικό παράγοντα διαμεσολάβησης στις σχέσεις εργασίας και κεφαλαίου, γεγονός που οδήγησε τελικά στον ιδεολογικό και πολιτικό  αποπροσανατολισμό του συνδικαλιστικού κινήματος στην Ευρώπη.
δ)Η συνεχής κατάτμηση της εργασίας και η εξειδίκευση μέρους των εργαζομένων σε επιμέρους δραστηριότητες στα πλαίσια της παραγωγικής διαδικασίας, με αποτέλεσμα να διευρύνεται το χάσμα μεταξύ χειρωνακτικής και πνευματικής εργασίας και να περιορίζονται αισθητά οι δυνατότητες των εργαζόμενων να ελέγχουν οι ίδιοι την εργασιακή διαδικασία.
ε)Η υλοποίηση του κοινωνικού κράτους, το οποίο και αναλαμβάνει το συντονισμό της καπιταλιστικής συσσώρευσης, καθότι, συμμετέχοντας στην αναπαραγωγή του συνόλου της απαραίτητης για το σύστημα παραγωγής εργατικής δύναμης, ενισχύει τις καταναλωτικές τάσεις των μαζών, εξισορροπώντας έτσι ομαλά τις διαφορές μεταξύ μαζικής παραγωγής (προσφοράς) και κατανάλωσης (ζήτησης).
στ)Η μετάβαση στο επίπεδο της πολιτικής από τα κόμματα μαζών της προπολεμικής περιόδου στα σύγχρονα πολυσυλλεκτικά κόμματα, τα οποία, με τον τρόπο που λειτουργούν, συμβάλλουν αποφασιστικά στην άμβλυνση των κοινωνικών αντιθέσεων και των συγκρούσεων, νοθεύουν ιδεολογικά την πολιτική ζωή, ενισχύοντας έτσι τη συνειδησιακή ενσωμάτωση των εργαζόμενων στη λογική της δημοκρατίας των μαζών και της καταναλωτικής κοινωνίας[6].
2.Ο ρόλος του κοινωνικού κράτους στη διαδικασία αξιοποίησης του κεφαλαίου
      Το φορντικό πρότυπο οργάνωσης της παραγωγής και οικονομικής ανάπτυξης συνδέθηκε μεταπολεμικά με τη λειτουργία του κεϋνσιανού κράτους πρόνοιας, το οποίο και συνέβαλε τα μέγιστα στην εξασφάλιση κοινωνικής και πολιτικής σταθερότητας, προωθώντας και υλοποιώντας κοινωνικές μεταρρυθμίσεις και εξασφαλίζοντας έτσι υψηλούς ρυθμούς  οικονομικής ανάπτυξης και σχετικής ευημερίας των μαζών[7].
     Το κοινωνικό κράτος λειτουργεί ως ρυθμιστής στις σχέσεις κεφαλαίου και εργασίας, παρεμβαίνοντας τόσο στην οικονομία όσο και στη κοινωνία. Κι ενώ οι παρεμβάσεις του στο χώρο της οικονομίας αποσκοπούν στη ρύθμιση των ατελειών του ανταγωνιστικού συστήματος, στο χώρο της κοινωνίας σχετίζονται με την πολιτική των κοινωνικών παροχών και έχουν σαν στόχο την καλύτερη διαχείριση των κοινωνικών ανισοτήτων και τη διασφάλιση της «κοινωνικής ειρήνης»[8]. Καθορίζει το ύψος καθώς και το όριο του κατώτερου μισθού, ρυθμίζει το χρόνο εργασίας,  χορηγεί επιδόματα ανεργίας και ασθένειας κλπ.. Παράλληλα, εκτός  από την ενίσχυση των άμεσων μισθών, στην αύξηση της αγοραστικής δύναμης των μισθωτών συμβάλλει και ο λεγόμενος έμμεσος μισθός υπό τη μορφή των κοινωνικών παροχών και συγκεκριμένα της κοινωνικής ασφάλισης, της δωρεάν παιδείας των επιδομάτων κατοικίας κλπ..[9]. Μέσω των παροχών αυτών, το κράτος συμμετέχει ενεργά στην αναπαραγωγή του συνόλου της κοινωνικά απαραίτητης εργατικής δύναμης, μειώνοντας έτσι αισθητά την πίεση στα κέρδη των επιχειρήσεων[10].
     Η βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης των εργαζόμενων που συνεπάγεται η αύξηση της αγοραστικής τους δύναμης, αποτελεί τη βάση πάνω στην οποία στηρίζεται η  πολιτική συμβιβασμού ανάμεσα στην εργοδοσία και στα συνδικάτα με εγγυητή το κράτος[11]. Η πολιτική των κοινωνικών παροχών είναι ένας εύσχημος τρόπος έμμεσης ενίσχυσης της ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Η διαχείριση της μισθωτής σχέσης εργασίας από το κράτος και η κοινωνικοποίηση ενός μέρους του κόστους αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης ενισχύει  και νομιμοποιεί ιδεολογικοπολιτικά στη συνείδηση των εργαζόμενων το ισχύον καθεστώς στις σχέσεις κεφαλαίου και εργασίας και κατ΄ επέκταση του συστήματος εξουσίας. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως το κοινωνικό κράτος, εξασφαλίζοντας την «κοινωνική ειρήνη» στις αναπτυγμένες βιομηχανικές χώρες της Δύσης, συνέβαλε στο παρελθόν αποφασιστικά στην «απρόσκοπτη αναπαραγωγή της κεφαλαιοκρατικής σχέσης»[12].
   
3.Από το φορντικό στο μεταφορντικό πρότυπο οικονομικής ανάπτυξης
      Το αργότερο στα τέλη της δεκαετίας του ΄60,  το φορντικό πρότυπο οικονομικής ανάπτυξης και οργάνωσης της παραγωγής άγγιξε τα όριά του, καθώς σημειώθηκε σημαντική πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους  στον τομέα της υλικής παραγωγής διεθνώς, της «πραγματικής οικονομίας» (Realökonomie), όπως την αποκαλεί ο Κάρολος Μαρξ, τα αίτια της οποίας θα πρέπει να αναζητηθούν, κατά τη λεγόμενη «Σχολή της Ρύθμισης» στις εσωτερικές αντιθέσεις καθώς και στα δομικά προβλήματα του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής[13].
     Με τη μετάβαση στο μεταφορντικό πρότυπο οικονομικής ανάπτυξης και οργάνωσης της εργασίας, γνωστό και ως πρότυπο της «ευέλικτης βιομηχανικής παραγωγής» (flexible specialization), δρομολογήθηκε η ευέλικτη προσαρμογή της παραγωγής στις διακυμάνσεις τα αγοράς[14]. Ο εντεινόμενος ανταγωνισμός μεταξύ των πολυεθνικών  οικονομικών συγκροτημάτων, λόγω της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους, όπως ήδη αναφέραμε, αντιμετωπίστηκε πρωτίστως με τη «διαφοροποίηση των προϊόντων» (Product Differenciation) καθώς και με  μείωση του χρόνου ζωής  των προϊόντων μαζικής κατανάλωσης (αυτοκίνητα, ηλεκτρικές συσκευές, ραδιόφωνα, τηλεοράσεις κλπ..). Στο επίπεδο της απασχόλησης σημειώθηκαν ριζικές αλλαγές όπως η κατάτμηση της  αγοράς εργασίας σε πρωτεύουσες (μόνιμη απασχόληση, υψηλοί μισθοί και έκτακτες αμοιβές, καλές συνθήκες εργασίας, ευκαιρίες επαγγελματικής ανέλιξης κλπ.) και δευτερεύουσες αγορές (εργασιακή ανασφάλεια, δυσμενείς συνθήκες εργασίας,  υψηλός βαθμός ανακύκλησης του εργατικού δυναμικού, περιορισμένες ευκαιρίες επαγγελματικής ανέλιξης κλπ.), η αναβάθμιση των εσωτερικών αγορών εργασίας, η εμφάνιση εναλλακτικών μορφών απασχόλησης (μερική απασχόληση,  απελευθέρωση των ωραρίων, ενίσχυση των ευέλικτων μορφών εργασίας, αλλαγές στο σύστημα απολύσεων, φασόν κλπ.) και τέλος η τοποθέτηση της ειδικευμένης εργασίας στο επίκεντρο της παραγωγικής διαδικασίας σε βάρος των ημι-ειδικευμένων και των ανειδίκευτων εργατών. Σε αντίθεση με το φορντικό πρότυπο οικονομικής ανάπτυξης και οργάνωσης της παραγωγής που στηρίζεται στη αρχή της μαζικής απασχόλησης, το μεταφορντικό πρότυπο της ευέλικτης βιομηχανικής παραγωγής ακολουθεί τη λογική της επιλεκτικής χρήσης της ανθρώπινης εργασίας[15]. Φαίνεται πως η οικονομική λογική της ευέλικτης βιομηχανικής παραγωγής ευνοεί την ανάπτυξη εναλλακτικών μορφών οργάνωσης της εργασίας, γιατί σε αντίθεση, όπως θα δούμε παρακάτω, με τις συμβατικές τεχνοκεντρικές μορφές οργάνωσης της παραγωγής που βασίζονται στη χρήση εξειδικευμένης τεχνολογίας που αποσκοπεί στην υποκατάσταση  της ανθρώπινης εργασίας από τα μηχανικά μέσα, το πρότυπο της ευέλικτης εξειδίκευσης, για να λειτουργήσει προϋποθέτει την ύπαρξη ειδικευμένης εργασίας καθώς και τεχνολογίες πολλαπλών χρήσεων[16]
    Επακόλουθο της νέας αυτής  στρατηγικής απασχόλησης είναι και η σταδιακή αποδιοργάνωση του κοινωνικού κράτους. Η βαθμιαία εγκατάλειψη του κεϋνσιανού προτύπου της πλήρους απασχόλησης καθιστά ασύμφορη για το κεφάλαιο τη συμμετοχή του κράτους στην αναπαραγωγή του συνόλου της εργατικής δύναμης. Εφαρμόζεται έτσι η τακτική διαφοροποίησης και εξατομίκευσης των κοινωνικών παροχών με βάση πάντα τις ανάγκες αξιοποίησης του κεφαλαίου. Με την εφαρμογή προγραμμάτων λιτότητας (συρρίκνωση του πραγματικού εισοδήματος των εργαζόμενων, κατάργηση των κοινωνικών παροχών, βαθμιαία ιδιωτικοποίηση  του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης κπλ..), η παρεμβατική πολιτική ου κράτους μετατοπίζεται από τη σφαίρα αναπαραγωγής του συνόλου της εργατικής δύναμης στην επιλεκτική υποστήριξη της ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Αντί της εξομάλυνσης των κοινωνικών ανισοτήτων, προωθείται η προσαρμογή των δραστηριοτήτων του κράτους στις οικονομικοτεχνικές ανάγκες της ιδιωτικής οικονομίας, με αποτέλεσμα οι φτωχοί να γίνονται φτωχότεροι και οι πλούσιοι πλουσιότεροι[17].
    Σε αντίθεση με το φορντικό πρότυπο οικονομικής ανάπτυξης που ευνόησε ιδιαίτερα τις «οικονομίες κλίμακας» (scale economics), η ευέλικτη βιομηχανική παραγωγή ενισχύει τις «οικονομίες κυμαινόμενων στόχων» (scope economics), στηρίζεται δε στο δυναμικό ευελιξίας των συστημάτων πληροφορικής και των νέων τεχνολογιών Computer Aided Design(CAD), Computer Aided Manufacturung(CAM), Computer Integrated Manufacturing(CIM) Flexible Manufacturing Systems(FMS) και γενικά στην ψηφιοποίηση των διαδικασιών χειρωνακτικής και πνευματικής εργασίας, στη χρήση ειδικευμένης κυρίως εργασίας καθώς και στην εφαρμογή παραγωγικών «συστημάτων της τελευταίας στιγμής» (just in time-systems), γνωστά στην Ιαπωνία ως «KAMBAN» συστήματα[18].
4. Τεχνολογία και οργάνωση της εργασίας
      Η ηλεκτρονική τεχνολογία, προάγγελος της πληροφορικής, εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1944 στις ΗΠΑ, όταν το Υπουργείο Άμυνας της χώρας για να ανταποκριθεί καλύτερα στις ανάγκες του πολέμου δημιούργησε τον πρώτο ηλεκτρονικό υπολογιστή τεραστίων διαστάσεων, το γνωστό ENIAC[19]. Έκτοτε η εξέλιξη της  πληροφορικής, ιδιαίτερα τις τελευταίες δύο δεκαετίες, υπήρξε θυελλώδης, διεισδύοντας όχι μόνον στον τομέα της παραγωγής και των υπηρεσιών αλλά στο σύνολο των εκφάνσεων της οικονομικής, κοινωνικής, πολιτικής και πολιτιστικής ζωής του σύγχρονου κόσμου.
     Η προβληματική της αυτοματοποίησης της παραγωγής και των υπηρεσιών και οι  πιθανές επιπτώσεις της στην οργάνωση της εργασίας αποτέλεσαν ήδη από τη δεκαετία του ΄50 αντικείμενο επιστημονικών συζητήσεων. Σύμφωνα με τη θεωρητική προσέγγιση του Α. Touraine (1955)  αλλά και του R. Blauner (1964) οι συνέπειες της αυτοματοποίησης για τη βιομηχανική εργασία διαφέρουν ανάλογα με τη φάση εξέλιξης της τεχνικής διάστασης της συγκεκριμένης παραγωγής. Κατά την άποψή τους, η μετάβαση από τη μηχανοποιημένη παραγωγή και την αλυσίδα συναρμολόγησης στην αυτοματοποίηση απελευθερώνει πρωτόγνωρα δυναμικά, τα οποία και επιδρούν καταλυτικά στις απαιτήσεις της εργασίας και ειδικότερα στις δεξιότητες, στις κοπώσεις αλλά και στο βαθμό  αυτονομίας στην εκτέλεση των επιμέρους εργασιών από μέρους των εργαζόμενων. Διαπιστώνουν ότι, λόγω της αυτοματοποίησης της εργασίας, αυξάνονται οι δεξιότητες καθώς και οι δυνατότητες παρέμβασης των εργαζόμενων στη διαδικασία παραγωγής, γεγονός που περιορίζει τις αρνητικές πλευρές της αλυσίδας συναρμολόγησης, μειώνονται οι κοπώσεις και  ενισχύονται οι δυνατότητες προσωπικής διαμόρφωσης των συνθηκών βιομηχανικής εργασίας από την πλευρά των εργαζόμενων[20]. Την ίδια άποψη εκφράζει και ο S. Mallet, ο οποίος και διαπιστώνει πως η εξέλιξη της συγκεκριμένης τεχνολογίας και η μετάβαση στην αυτοματοποίηση της παραγωγής αποτελεί «πράγματι τη διαλεκτική άρνηση του κατακερματισμού της εργασίας»[21]. Προέβλεψε, μάλιστα, αύξηση της αυτονομίας των εργαζόμενων στην επιτέλεση του έργου τους, βελτίωση των δεξιοτήτων και των δυνατοτήτων να αποφασίζουν οι ίδιοι και με την έννοια αυτή μεγαλύτερη εποπτεία επί της παραγωγικής διαδικασίας, εξέλιξη που θα μπορούσε να οδηγήσει στην εμφάνιση μιας «νέας  εργατικής τάξης», η συνείδηση της οποίας θα διαφέρει ουσιαστικά από την παραδοσιακή ταξική συνείδηση των ειδικευμένων εργατών του παρελθόντος που αποτέλεσαν κάποτε τον πυρήνα του εργατικού κινήματος[22]. Ο Mallet καταλήγει, τέλος, στην πολλά υποσχόμενη διαπίστωση, ότι η αυτοματοποίηση, λόγω της θέσης της «νέας εργατικής τάξης» στην παραγωγική διαδικασία, ενισχύει, σε τελευταία ανάλυση, το δυναμικό αμφισβήτησής του καταναγκαστικού χαρακτήρα του καπιταλιστικού τρόπου οργάνωσης της εργασίας.
    Σε ό,τι αφορά τη σχέση  μεταξύ τεχνικής εξέλιξης, αλλαγών στο επίπεδο της εξειδίκευσης αλλά και της συνείδησης των εργαζόμενων, την ίδια περίπου άποψη  με το S. Malletεκφράζει και ο Μ. Cacciari. Η τεχνική εξέλιξη, υπό την έννοια της αλλαγής της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου, όπως την ορίζει ο Κ. Μαρξ, καταργεί τον επαγγελματικό χαρακτήρα της εργασίας, χωρίς ωστόσο «να συνεπάγεται την όποια υποβάθμιση της εργατικής δύναμης, συμβαίνει μάλιστα το αντίθετο»[23]. Η γενική αναβάθμιση της εξειδίκευσης της εργατικής τάξης οδηγεί στην εμφάνιση μιας νέας «ταξικής διάνοιας», η οποία και θα μπορούσε να λειτουργήσει ως μοχλός για την επεξεργασία μιας πολιτικής στρατηγικής με στόχο  την ανάληψη του ελέγχου της παραγωγής από τους εργάτες. Άλλοι συγγραφείς, πάλι, καταλήγουν σε αντίθετα συμπεράσματα σε ό,τι αφορά το πέρασμα στην αυτοματοποίηση της παραγωγής,  το οποίο και συνδέουν, τουλάχιστον μεταβατικά, με την αποδόμηση των ειδικοτήτων και την αύξηση των κοπώσεων[24].
    Κοινό γνώρισμα των παραπάνω θεωρητικών προσεγγίσεων είναι, ίσως με εξαίρεση τον Cacciari, ο οποίος και λαμβάνει υπόψη του τις κοινωνικές συνθήκες αλλοτρίωσης των ανθρώπινης εργασίας, ο τεχνολογικο-ντετερμινιστικός τους χαρακτήρας. Παρόμοιες θεωρητικές προσεγγίσεις σε σχέση με την τεχνολογική εξέλιξη, αν και πιο διαφοροποιημένες,  διατυπώθηκαν και αργότερα. Προϊούσης της τεχνολογικής εξέλιξης στον αναπτυγμένο βιομηχανικό κόσμο υπήρξαν πέντε διαφορετικές θεωρητικές προσεγγίσεις της σχέσης μεταξύ τεχνολογίας και οργάνωσης της εργασίας και συγκεκριμένα α) η τεχνολογική προσέγγιση (technological oriented approach/technologisch orientierter Forschungsansatz), β) η επιχειρισιακή θεωρητική προσέγγιση (enterprise-oriended approach/betriebsorientierter Forschungsansatz), γ) η κοινωνικο-τεχνική προσέγγιση (sociotechnical approach/Sozio-technischer Ansatz) του Tavistock-Institut του Λονδίνου και τέλος δ) το «θεώρημα της πραγματικής υποταγής» του Ινστιτούτου Κοινωνικής Έρευνας της Φρανκφούρτης του Μάϊν,  (real subsumption approach/ Subsumptionstheorem)[25].
   Σύμφωνα με την τεχνολογική προσέγγιση, οι αλλαγές στις θέσεις εργασίας είναι αποτέλεσμα της τεχνικής εξέλιξης, τονίζεται ωστόσο, ότι η τεχνολογία παραγωγής αφήνει, έστω και περιορισμένα, περιθώρια περαιτέρω επέμβασης για τη διαμόρφωση των θέσεων εργασίας, τα οποία και εκμεταλλεύονται οι επιχειρήσεις προκειμένου να μειώσουν το κόστος παραγωγής. Αν και διευρύνονται  τα όρια προσωπικής παρέμβασης στη διαμόρφωση της εργασίας, είναι λίγες οι θέσεις εκείνες που συνδέονται με αναβαθμισμένα και εμπλουτισμένα στοιχεία εξειδίκευσης, ενώ αναπαράγονται και παραμένουν σε υψηλά επίπεδα οι επαναληπτικές μονότονες εργασίες. Γενικά η εφαρμογή νέων τεχνολογιών στην παραγωγή, στις οποίες προσαρμόζεται  αντιστοίχως και η οργάνωση της εργασίας, ακολουθεί αποκλειστικά και μόνον τη λογική αξιοποίησης του κεφαλαίου. Η βελτίωση των συνθηκών εργασίας προϋποθέτει, ως εκ τούτου, την επεξεργασία και εφαρμογή συγκεκριμένων στρατηγικών διαμόρφωσης της σχέσης μεταξύ της τεχνολογίας παραγωγής και της οργάνωσης της εργασίας[26].
     Η επιχειρησιακή θεωρητική προσέγγιση εστιάζει το ενδιαφέρον της στην τεχνολογική εξέλιξη ως κοινωνική διαδικασία που αποσκοπεί πρωτίστως στην αύξηση της παραγωγικότητας της ανθρώπινης εργασίας. Με βάση τις κατηγορίες   «τεχνολογικός εκσυγχρονισμός» και «οργανωτικός εκσυγχρονισμός», η θεωρητική αυτή προσέγγιση επιχειρεί να καταδείξει ότι στόχος του εκσυγχρονισμού των τεχνικών και οργανωτικών δομών της παραγωγής είναι η χρήση περισσότερων και καλύτερων μηχανών, τεχνικών εξαρτημάτων και εγκαταστάσεων αποβλέποντας στην αυτοματοποίηση των διαδικασιών, προκειμένου να καταργηθεί ανθρώπινη «συγκεκριμένη  εργασία» (konkrete Arbeit) κατά τον Κ. Μαρξ, και, αναλύοντας με συστηματικό τρόπο τις επιμέρους εργασίες, να προωθηθεί η «τυποποίηση, η διαφάνεια και η εφαρμόσιμοτητά τους», παρέμβαση στη διαδικασία παραγωγής η οποία και επιβεβαιώνει πως η οργάνωση της
εργασίας στις σύγχρονες επιχειρήσεις φέρνει τη σφραγίδα τόσο της τεχνολογίας όσο και των ειδικών κοινωνικών συνθηκών που επικρατούν στη συγκεκριμένη επιχείρηση, τουτέστιν, η οργάνωση της εργασίας δεν καθορίζεται απόλυτα από την τεχνολογία αλλά είναι επιδεκτική εναλλακτικών μορφών διαμόρφωσης[27]. Την ίδια λογική εκφράζει και η άποψη πως οι στρατηγικές αυτοματοποίησης των επιχειρήσεων, τόσο οι προς τα έξω όσο και οι προς τα ένδον προσανατολισμένες, αποσκοπούν αποκλειστικά και μόνον  στην βελτίωση των συνθηκών παραγωγής και υλοποίησης της υπεραξίας καθώς και στην εξασφάλιση της εξουσίας στην επιχείρηση, δεδομένων των τεχνολογικών και οργανωτικών αλλαγών που συντελούνται υπό την επίδραση κοινωνικών, οικονομικών και πολιτικών παραγόντων και επηρεάζουν τις σχέσεις κεφαλαίου και εργασίας[28].
     Με βάση την κοινωνικο-τεχνική προσέγγιση του Ινστιτούτου Tavistock του Λονδίνου, η τεχνολογία, αν και θέτει όρια, δεν καθορίζει σε απόλυτο βαθμό την οργάνωση της εργασίας αλλά αφήνει περιθώρια εναλλακτικής διαμόρφωσής της. Η επίτευξη υψηλής αποδοτικότητας του συστήματος παραγωγής προϋποθέτει  συγκεκριμένες παρεμβάσεις τόσο στην οργάνωση της εργασίας όσο και στην επιλογή των τεχνολογιών παραγωγής. Την άποψη αυτή απέρριψε αργότερα η γνωστή  Αγγλίδα ερευνήτρια του Ινστιτούτου J. Woodward, η οποία, μελετώντας τη σχέση τεχνολογίας, οργάνωσης της εργασίας και επιχείρησης, κατέληξε στο συμπέρασμα πως η σχέση αυτή κάθε άλλο παρά ξεκάθαρα καθορισμένη είναι, καθότι διαθέτει συνθετότητα („variety“) και  απροδιοριστία („uncertainty“),  ιδιότητες, ωστόσο, που διαφέρουν ανάλογα με τον τρόπο παραγωγής (παραγωγή σε μικρές και μεσαίες σειρές, γραμμή συναρμολόγησης, παραγωγικές διαδικασίες συνεχούς ροής, όπως π.χ. στη χαλυβουργία, στη χημική βιομηχανία κλπ..) και ως εκ τούτου επηρεάζουν με διαφορετικό τρόπο  την ανθρώπινη εργασία.  Τέλος, κατά την άποψή της, δεν είναι τόσο η τεχνολογία παραγωγής όσο το εργοστασιακό σύστημα ελέγχου που λειτουργεί ως διαμεσολαβητής ανάμεσα στην τεχνολογία παραγωγής, στην οργάνωση της εργασίας και στην  επιχείρηση ως συνόλου που διαμορφώνει τελικά το πλαίσιο λειτουργίας του συστήματος παραγωγής[29].
    Σύμφωνα με το «θεώρημα της πραγματικής υποταγής της εργασίας στο κεφάλαιο» (reelle Subsumption der Arbeit unter das Kapital), η ανάλυση των τεχνολογικών και οργανωτικών αλλαγών δεν θα πρέπει να επικεντρώνεται στη μελέτη της σχέσης τεχνολογίας και οργάνωσης της εργασίας αλλά στην αποκάλυψη των οικονομικών δομικών αρχών που διέπουν τη λογική αξιοποίησης του κεφαλαίου, οι οποίες και επηρεάζουν με ένα συγκεκριμένο τρόπο τόσο τη χρήση των τεχνικών μέσων όσο και την οργάνωση της εργασίας[30].  
    Η θεωρητική αυτή προσέγγιση της σχέσης μεταξύ τεχνολογίας και  οργάνωσης της εργασίας  στηρίζεται στις απόψεις tου Alfred  Sohn-Rethel και συγκεκριμένα στη διάκριση δύο βασικών αναλυτικών κατηγοριών, της «Οικονομίας της αγοράς» και της «Οικονομίας της παραγωγής ή της οικονομίας του χρόνου» (Markt-bzw. ProduktionsundZeitökonomie)[31]. Η «οικονομία του χρόνου» αποτελεί, κατά τον Μαρξ, τη βάση πάνω στην οποία είναι δυνατόν να στηριχθεί μια εναλλακτική μορφή κοινωνικής σύνθεσης, η οποία θα μπορούσε να οδηγήσει διαδοχικά στην πλήρη αμφισβήτηση της «οικονομίας της αγοράς» και συνακόλουθα της λογικής που διέπει την καπιταλιστική αξιοποίηση του κεφαλαίου[32]. Με άλλα λόγια, «οικονομία της αγοράς» και «οικονομία του χρόνου» είναι δυο εναλλακτικές μορφές κοινωνικοποίησης, οι οποίες και διαφέρουν μεταξύ τους, καθότι, με βάση την «οικονομία του χρόνου», η κοινωνικοποίηση της εργασίας στη διαδικασία παραγωγής συντελείται μέσω της άμεσης συγκρισιμότητας ζωντανής και αντικειμενικοποιημένης νεκρής εργασίας, ενώ στην «οικονομία της αγοράς», η κοινωνικοποίηση ακολουθεί τη λογική της ανταλλαγής εμπορευμάτων, δηλαδή του νόμου της αξίας. Σύμφωνα με τον Sohn-Rethel, ελεγχόμενη από τους ίδιους τους άμεσους παραγωγούς, η «οικονομία του χρόνου» απελευθερώνεται από τα δεσμά της αξιοποίησης του κεφαλαίου και ως εκ τούτου μπορεί να λειτουργήσει ως μοχλός ανατροπής του καπιταλιστικού συστήματος»[33].
     Η Θεωρία του SohnRethel αναθεωρήθηκε εκ βάθρων στο πλαίσιο ειδικής μελέτης με αντικείμενο την εφαρμογή ηλεκτρονικών υπολογιστών στην Χαλυβουργία και στο τραπεζικό σύστημα της Γερμανίας, καθώς οι συγγραφείς της συγκεκριμένης μελέτης διατύπωσαν την άποψη πως η «οικονομία του χρόνου» δεν αποτελεί νομοτελειακή εναλλακτική μορφή κοινωνικοποίησης αλλά «οικονομία της πραγματικής υποταγής της εργασιακής διαδικασίας στη διαδικασία αξιοποίησης του κεφαλαίου», καθώς η εργασία υποτάσσεται όχι μόνον τυπικά αλλά και ουσιαστικά, in actu, στο κεφάλαιο και μάλιστα μέσω της άμεσης ποσοστικοποίησής της εντός της ίδιας της διαδικασίας εργασίας[34].
    Στη διαδικασία αυτή σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν οι νέες τεχνολογίες και στην προκειμένη περίπτωση οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές καθώς και τα διάφορα συστήματα ηλεκτρονικής επεξεργασίας στοιχείων, στο βαθμό που, λόγω του δυναμικού ενσωμάτωσης αλλά και ευελιξίας στο χώρο και στο χρόνο που διαθέτουν, ιδιαίτερα ως τεχνολογίες οργάνωσης, αναλαμβάνουν την οργάνωση της παραγωγικής διαδικασίας με βάση το κριτήριο της «οικονομίας του χρόνου», εξισορροπώντας  τη λογική της παραγωγής (μείωση κόστους, ποιότητα, διαφοροποίηση των προϊόντων, αύξηση της παραγωγής με στόχο την υλοποίηση της υπεραξίας υπό τη μορφή του κέρδους κλπ.) με τη λογική της «οικονομίας της αγοράς», η οποία λειτουργεί με βάση τους κανόνες της ζήτησης, της υλοποίησης της αντικειμενικοποιημένης στο εμπόρευμα υπεραξίας και της εξασφάλισης κέρδους. Καθώς η ηλεκτρονική τεχνολογία απλοποιεί, αντικειμενικοποιεί και αυτοματοποιεί σύνθετη πνευματική εργασία με βάση κριτήρια της «οικονομίας του χρόνου», δεν παύουν να αναπαράγονται απλές εργασίες, ένα είδος κατάλοιπων εργασίας, υπό τη μορφή επαναληπτικών εργασιών ρουτίνας νέου τύπου, υπό τη μορφή αφηρημένων συμβόλων και νοητικών διαδικασιών, με κύριο χαρακτηριστικό, λόγω του υψηλού βαθμού αφαίρεσης, τη γενίκευσή τους και συνακόλουθα τη συγκρισιμότητά τους, όχι μόνον ως αντικειμενικοποιημένη  στα επιμέρους εμπορεύματα μέση κοινωνική εργασία  αλλά εντός της ίδιας της παραγωγικής διαδικασίας, αφού οι διάφορες εργασίες αποβάλλουν τις ιδιαιτερότητές τους και λειτουργούν ως αφαιρέσεις (Αbstraktifizierung der Arbeit)[35].
    Σε ό,τι αφορά το ερώτημα, αν και σε ποιο βαθμό η ηλεκτρονική τεχνολογία επιτρέπει την εφαρμογή εναλλακτικών μορφών οργάνωσης και διαμόρφωσης των θέσεων εργασίας, επικρατούν διάφορες απόψεις. Γενικά, οι δυνατότητες παρέμβασης είναι σχετικά περιορισμένες αν όχι αδύνατες, καθότι τα κριτήρια επιλογής και εφαρμογής των νέων τεχνολογιών καθώς και των επιπτώσεών τους στην ανθρώπινη εργασία ενυπάρχουν 
ήδη εκ των προτέρων αντικειμενικοποιημένα κατά τη φάση του σχεδιασμού και της κατασκευής με βάση το κριτήριο της αποδοτικότητας. Με την έννοια αυτή,  η τεχνολογία δεν είναι απλά διαμεσολαβητής της εξουσίας αλλά «είναι η ίδια εξουσία, αφού ορισμένοι σκοποί καθώς και συμφέροντα δεν της επιβάλλονται εκ των υστέρων και απ΄ έξω αλλά ενσωματώνονται μέσα της ήδη στη φάση της  σύλληψης και της κατασκευής»[36].
    Η χρήση των νέων τεχνολογιών, σε όλες τους τις εκδοχές, επιδρούν αναμφίβολα καταλυτικά στην οργάνωση της εργασίας, κυρίως μέσω των αλλαγών στο επίπεδο δομής και σύνθεσης των επιμέρους εργασιών, απόρροια της ψηφιοποίησής τους («άυλη  εργασία»), αλλάζοντας ριζικά την ίδια τη σύνθεση της εργατικής τάξης και των εργαζόμενων γενικότερα.
     Η ανθρώπινη εργασία, παρά τις αλλαγές που υφίσταται λόγω της αφαιροποίησής της, παραμένει σε όλες της τις εκδοχές η βάση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Αξίζει να σημειωθεί, ότι , ενώ η χρήση των νέων τεχνολογιών ενισχύει την παραγωγικότητα της εργασίας σε πρωτόγνωρα επίπεδα, οδηγώντας σε μαζικές απολύσεις και στρατιές ανέργων, οι επιχειρήσεις δεν προσλαμβάνουν νέους εργάτες, καταργούν  υπονομεύουν το καθεστώς  συλλογικών συμβάσεων, συμπιέζουν τις αποδοχές και αυξάνουν διαρκώς τις ώρες εργασίας όσων ακόμη εργάζονται, επιβεβαιώνοντας έτσι ότι δεν είναι δυνατόν να υπάρξει καπιταλιστικό σύστημα παραγωγής, χωρίς την εκμετάλλευση της ανθρώπινης εργασίας που αναζητούν ην αλήθεια στις επικοινωνιακές δομές των κοινωνιών[37]. Κι ενώ  η έννοια της εργασίας στις διάφορες εκδοχές της παραμένει η σταθερά του καπιταλιστικού συστήματος εκμετάλλευσης, αλλάζει ραγδαία η σύνθεση του ιστορικού υποκειμένου της κοινωνικής αλλαγής, καθώς, σε αντίθεση με ό,τι ίσχυσε τον 19. μέχρι και τα μέσα περίπου του 20. αιώνα, σήμερα οι έννοιες εργατική τάξη και προλεταριάτο αφορούν αντικειμενικά, όχι όμως και ιδεολογικοπολιτικά, ένα πολύ ευρύτερο φάσμα ανθρώπων, αφού το 95% και πλέον των ανθρώπων στον πλανήτη μας ζουν από την εξαρτημένη εργασία, γεγονός που ενισχύει την άποψη πως η αμφισβήτηση του συστήματος είναι δυνατή, καθότι, ως φαίνεται, η δύναμή του σήμερα δεν οφείλεται τόσο στην κατοχή των μέσων παραγωγής αλλά  στους μηχανισμούς πλύσης εγκεφάλου, αλλοτρίωσης και χειραγώγησης με μεταφορικό ιμάντα την κατανάλωση, τον τρόπο διασκέδασης και τον άκρατο ατομικισμό που καλλιεργούν τα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας. Εν κατακλείδι, η τεχνολογία αποτελεί κοινωνική σχέση, γι΄αυτό και επιδέχεται διαφορετικές εφαρμογές, εφόσον βέβαια έχει σχεδιαστεί και κατασκευαστεί με γνώμονα την απελευθέρωση και την αναβάθμιση της ανθρώπινης εργασίας.
    5.Οικονομική κρίση και εργασιακές σχέσεις
    Η οικονομική κρίση, τις συνέπειες της οποίας βιώνει σήμερα ολόκληρη η ανθρωπότητα, δεν αποτελεί βέβαια «κεραυνό εν αιθρία», όπως διατείνονται οι  θιασώτες του οικονομικού και πολιτικού νεοφιλελευθερισμού, αλλά αποτέλεσμα της μετατόπισης του επενδυτικού ενδιαφέροντος του κεφαλαίου από την «πραγματική οικονομία»  στο χρηματοπιστωτικό τομέα, προκειμένου να αντιμετωπιστεί η πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους που παρατηρήθηκε, όπως ήδη αναφέρθηκε, από τα τέλη της δεκαετίας του ΄60 και εντεύθεν στις βιομηχανικές χώρες της Δύσης, με έντονη την τάση αποδυνάμωσης του βιομηχανικού συστήματος, το  γνωστό διεθνώς φαινόμενο της αποεπένδυσης ή αποβιομηχάνισης. 
      Αποφασιστικής σημασίας για τη νέα πορεία της παγκόσμιας οικονομίας υπήρξε η κατάργηση, στις  5 Αυγούστου 1971, της γνωστής μεταπολεμικής Συμφωνίας του Μπρέτον Γούντς (1944), η οποία, ως γνωστόν, ρύθμιζε τις συναλλαγματικές σχέσεις μεταξύ των νομισμάτων με βάση το δολάριο. Η απόφαση  των ΗΠΑ  δρομολόγησε την πλήρη απελευθέρωση του κεφαλαίου από τους συναλλαγματικούς ελέγχους, ενέργεια που είχε σαν αποτέλεσμα, να αυξηθεί εντυπωσιακά και ανεξέλεγκτα η ροή υπερεθνικών κεφαλαίων χωρίς κανέναν περιορισμό από τις κεντρικές τράπεζες, ανοίγοντας έτσι διάπλατα το δρόμο για ριζοσπαστικές χρηματοπιστωτικές στρατηγικές, κερδοσκοπικού κυρίως χαρακτήρα. Η μεταστροφή αυτή στην οικονομική πολιτική των αναπτυγμένων βιομηχανικών χωρών της Δύσης, το λεγόμενο U-turn, οδήγησε τελικά στην «υπερ-χρηματιστική οικονομία» με κυρίαρχο το κερδοσκοπικό κεφάλαιο, εξέλιξη ταυτόσημη  με την περιώνυμη «παγκοσμιοποίηση», λέξη-κλειδί του νεοφιλελεύθερου οικονομικού και πολιτικού λόγου από τις αρχές της δεκαετίας του ΄80 και δώθε[38]. Μόνο στη δεκαετία του ΄80 οι άμεσες επενδύσεις του πολυεθνικού κεφαλαίου σε ξένες χώρες σχεδόν τριπλασιάστηκαν, για να ξεπεράσουν στα τέλη του 1990 τα 1,5 τρις δολάρια. Το 1996, η καθημερινή αξία των συναλλαγών σε ξένο νόμισμα ξεπέρασε τα 1,2 τρις δολάρια, ενώ από το ποσό αυτό μόνο το 8% αντιστοιχούσε σε πραγματικές εμπορικές συναλλαγές, ενώ το υπόλοιπο 92% ήταν πλασματικό κεφάλαιο, δηλαδή κοπανιστός αέρας, πράγμα που καταδεικνύει τον τεράστιο ρόλο που διαδραματίζουν σήμερα διεθνώς οι κερδοσκοπικές δραστηριότητες, δυναμιτίζοντας κυριολεκτικά την παγκόσμια οικονομία [39].
     Η μετατόπιση του επενδυτικού ενδιαφέροντος από την πραγματική οικονομία στο χρηματοπιστωτικό τομέα, ενίσχυσε αφάνταστα το ρόλο των τραπεζών  στους κόλπους της παγκόσμιας οικονομίας, οι οποίες, προκειμένου να ανταποκριθούν στις συνθήκες άγριου ανταγωνισμού και να εξασφαλίσουν, ει δυνατόν, υψηλά κέρδη, προέβηκαν στη δημιουργία και προώθηση παντός είδους νέων τραπεζικών προϊόντων, όπως παράγωγα, ενυπόθηκα στεγαστικά δάνεια (subprimes), δάνεια σε “hedgefunds” που χρηματοδοτούσαν μέσω αναμόχλευσης, με ελάχιστα ίδια κεφάλαια  και με  δάνεια από τις κεντρικές τράπεζες, με τα οποία κερδοσκοπούσαν ασύστολα μέσω της τιτλοποίησης  των χρεών του κλάδου των ακινήτων σε βάρος των νοικοκυριών που αδυνατούσαν  να εκπληρώσουν τις δανειακές τους υποχρεώσεις, όπως συνέβηκε στη ΗΠΑ, όπου και ξέσπασε πρώτα η κρίση του χρηματοπιστωτικού συστήματος, οδηγώντας στη χρεοκοπία τραπεζικούς κολοσσούς της χώρας όπως η επενδυτική Τράπεζα Lehman Brothers κλπ.[40].
     Κι ενώ οι «αγορές», οι Οίκοι Αξιολόγησης και οι κερδοσκόποι οργιάζουν, οι επιχειρήσεις, εκμεταλλευόμενες την κατάσταση, προωθούν συστηματικά την επαναφεουδαρχοποίηση των οικονομικών, κοινωνικών και πολιτικών σχέσεων, βυθίζοντας τις δυνάμεις της εργασίας σε ένα νέο Μεσαίωνα. «Οι μελλοντικές συνέπειες από τη στροφή των πόρων από την παραγωγή στην κερδοσκοπία είναι αρκετά σοβαρές. Ακόμη, τέτοιου είδους μεταστροφές στις επενδύσεις όχι μόνον επηρεάζουν τις αγορές κεφαλαίου, αλλά είναι εν μέρει υπεύθυνες για τη μεγάλη αναστροφή στην αγορά εργασίας… Οι θέσεις εργασίας στις χρηματιστηριακές μητροπόλεις της Αμερικής είναι σήμερα πολωμένες. Ο χρηματιστικός τομέας, καθώς και οι άλλες δραστηριότητες υπηρεσιών που την περιστοιχίζουν, είναι δομημένες πολύ διαφορετικά από ό,τι ο τομέας της μεταποίησης. Στελεχώνονται από καλά αμειβόμενους υπαλλήλους διοικητικούς και τεχνικούς από τη μια πλευρά και φτωχά αμειβόμενους ημι-ειδικευμένους και ανειδίκευτους εργαζόμενους από την άλλη. Ο γενικός κανόνας, με λίγες εξαιρέσεις, είναι : Άνδρες στην κορυφή, γυναίκες στη βάση, λευκοί στο κέντρο, έγχρωμοι μετανάστες στο περιθώριο. Έτσι, λοιπόν, η εκρηκτική ανάπτυξη της χρηματιστικής οικονομίας δεν υποδηλώνει μόνο την πτώση της αμερικανικής ανταγωνιστικότητας στην παγκόσμια κατάταξη, αλλά είναι και μια ώθηση προς αυξανόμενη ανισότητα με πολωτικές τάσεις όσον αφορά στο εργατικό δυναμικό της Αμερικής»[41]
    Χαρακτηριστικό των εξελίξεων που σημειώνονται στο χώρο των εργασιακών σχέσεων είναι το γεγονός ότι, κάτω από την πίεση της ανεργίας και της ανασφάλειας που επικρατεί μεταξύ των εργαζόμενων, η πρωτοβουλία στη διαμόρφωση των εργασιακών σχέσεων πέρασε βαθμιαία από τα συνδικάτα στις οργανώσεις των εργοδοτών, οι οποίες και χρησιμοποιούν τις ηγεσίες των πολιτικών κομμάτων και τις κυβερνήσεις ως αδίστακτους εκτελεστές των αποφάσεών τους. Είναι εμφανής πλέον η προσπάθεια του κεφαλαίου να υπονομεύσει και τελικά να καταργήσει το καθεστώς των συλλογικών διαπραγματεύσεων καθώς και τις κατακτήσεις του εργατικού κινήματος, προωθώντας συστηματικά την εξατομίκευση των συνθηκών εργασίας μέσα από την «ελεύθερη σύναψη ατομικών συμβάσεων» μεταξύ εργαζόμενων και επιχειρήσεων, με στόχο την αποδυνάμωση και στη συνέχεια την πλήρη αμφισβήτηση του συνδικαλιστικού και εργατικού κινήματος[42].
   Στην αλλοτρίωση του συνδικαλιστικού κινήματος, που οδηγεί αναπόφευκτα στην αποδυνάμωσή του, θα πρέπει να προστεθούν και οι στρατηγικές «υποκειμενικοποίησης της μεταφορντικής πολιτικής οικονομίας». Καθώς η διανοητική εργασία  υπό τη μορφή της πληροφορίας διαδραματίζει ολοένα και πιο σημαντικό ρόλο στην παραγωγή της αξίας, τουτέστιν στην αναπαραγωγή και αξιοποίηση κεφαλαίου, οι επιχειρήσεις προχωρούν στην εφαρμογή επιστημονικών μεθόδων «διαχείρισης της γνώσης» με στόχο την καταστρατήγηση της «ανθρώπινης υποκειμενικότητας», μετατρέποντας τους εργαζόμενους σε άβουλα όντα και υπονομεύοντας έτσι κάθε δυνατότητα εργατικής αλληλεγγύης. Οι επιχειρήσεις δεν αγοράζουν πλέον απλά και μόνον εργατική δύναμη, αλλά αξιολογούν και αποζημιώνουν το ανθρώπινο δυναμικό, δηλαδή την ικανότητα αλλά και τη διάθεση των εργαζόμενων να θέσουν τον εαυτό τους, μηδέ εξαιρουμένης της προσωπικής τους ζωής, στην υπηρεσία των στόχων της επιχείρησης, καταβάλλοντας κάθε προσπάθεια να οργανώσουν στο έπακρο, να εξορθολογήσουν και να βελτιώσουν την απόδοσή τους, να ταυτιστούν, με άλλα λόγια, πλήρως με τη λογική της επιχείρησης, θυσιάζοντας δηλαδή την υποκειμενικότητά τους στο βωμό του επιχειρηματικού κέρδους.  Πρόκειται για μια νέα μορφή ταξικού αγώνα εκ των άνω, που στοχεύει στην ολοσχερή πνευματική και ψυχική καθυπόταξη του εργαζόμενου, και τον καθιστά έρμαιο των  του επιλογών της επιχείρησης, καθώς στη συνείδησή του κυριαρχεί αντί του «εμείς» της εργατικής αλληλεγγύης, η ταύτιση του με την επιχείρηση σε βάρος, βέβαια, της «επαναστατικής υποκειμενικότητας» που αποτελεί conditio sine qua non κάθε επαναστατικής αλλαγής[43].
     6. Εναλλακτικές μορφές κοινωνικής οργάνωσης
     Αν και τα αίτια της διεθνούς οικονομικής κρίσης εντοπίζονται πρωτίστως στο χρηματοπιστωτικό τομέα, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πρόκειται για δομική κρίση του καπιταλιστικού συστήματος στο σύνολό του, όσο και αν οι οπαδοί του νεοφιλελευθερισμού επιμένουν πως το πρόβλημα οφείλεται απλά κα μόνον στον ανεξέλεγκτο τρόπο λειτουργίας του χρηματοπιστωτικού συστήματος και συγκεκριμένα στα περιώνυμα τοξικά προϊόντα των τραπεζών.
     Χαρακτηριστικό της εποχής μας είναι η έλλειψη οργανωμένου επαναστατικού κινήματος. Η γνωστή «θεωρία του σοσιαλισμού σε μια χώρα» αποδείχθηκε ιστορικά λανθασμένη. Με την κατάρρευση του πάλαι ποτέ «υπαρκτού σοσιαλισμού» κατέρρευσε και το όραμα της κοινωνικής επανάστασης. Την έλλειψη αντίπαλου δέους στον καπιταλισμό πληρώνει σήμερα και θα πληρώνει ακόμη για πολλά χρόνια η ανθρωπότητα, μέχρι να εμφανιστούν εκείνες οι κοινωνικές δυνάμεις που θα ανατρέψουν στο όνομα της ελευθερίας, της ουσιαστικής και όχι της νομικής ισότητας και της δικαιοσύνης τα δεδομένα της εκμετάλλευσης, της χειραγώγησης και της αλλοτρίωσης του ανθρώπου που χαρακτηρίζουν τις κοινωνίες μας.
    Για την κατάσταση που επικρατεί στο χώρο των εργασιακών σχέσεων και για την έλλειψη εναλλακτικών μορφών κοινωνικής οργάνωσης ευθύνονται, εκτός από τα ανιστόρητα δήθεν «κομμουνιστικά» κόμματα, που αδυνατούν να απεγκλωβιστούν από τον «τσελεμεντέ» της σταλινικής ορθοδοξίας, και οι συνδικαλιστικές γραφειοκρατίες, οι οποίες ενδιαφέρονται πρωτίστως για τα προσωπικά τους συμφέροντα, συναλλασσόμενες ασύστολα με τις  οργανώσεις των εργοδοτών αλλά και με τις ηγεσίες των πολιτικών κομμάτων, ευνουχίζοντας συστηματικά το εργατικό κίνημα. Υπάρχουν, όμως, και οι ειδικοί από το χώρο της διανόησης που προσφέρουν, με το αζημίωτο βέβαια και εκ τους ασφαλούς, τις υπηρεσίες τους στις συνδικαλιστικές ηγεσίες, σε ό,τι αφορά τη ρύθμιση των σχέσεων κεφαλαίου και εργασίας, με στόχο πάντα τη νομιμοποίηση του συστήματος  στη συνείδηση των πολιτών. Η επικράτηση διεθνώς στους κόλπους των συνδικαλιστικών οργανώσεων του επαγγελματικού προσωπικού και η αυτονόμησή του από τα αντιπροσωπευτικά όργανα, οδηγούν αναπόφευκτα στην αποδυνάμωση της νομιμοποίησης της λογοδοσίας στο εσωτερικό του συνδικαλιστικού κινήματος. Η «αναβάθμιση» των συνδικαλιστικών ηγεσιών σε «θεσμικούς εταίρους» τις ενσωματώνει στη λογική του συστήματος εξουσίας και τελικά τις ευνουχίζει πολιτικά και αγωνιστικά.  Τίθεται, λοιπόν, θέμα φερεγγυότητας αλλά και αποτελεσματικότητας της διαμεσολαβητικής λειτουργίας των συνδικάτων στη διαμόρφωση της σχέσης κεφαλαίου και εργασίας. Οι αλλαγές στη σύνθεση του εργατικού δυναμικού, με κυρίαρχη πλέον τη διανοητική(κατά άλλους την άυλη) εργασία, ο πολυπολιτισμικός χαρακτήρας των κοινωνιών μας και η εμφάνιση νέων κινημάτων (μεταναστευτικό κίνημα, οικολογικό κίνημα, κίνημα χειραφέτησης των γυναικών κλπ..) επιβάλλουν την οργανωτική και πολιτική ανασυγκρότηση του συνδικαλιστικού κινήματος και την επανεξέταση των θέσεων του σχετικά με το ρόλο του στη σύγχρονη κοινωνά καθώς και την αναζήτηση εναλλακτικών μορφών οικονομικής και κοινωνικής οργάνωσης στη βάση, με γνώμονα τα συμφέροντα του συνόλου της εργαζόμενης κοινωνίας. Ενόψει της αναβίωσης των εθνικισμών και των ρατσισμών, επείγει πάνω απ΄όλα η καλλιέργεια διεθνιστικού πνεύματος στους κόλπους του κινήματος χειραφέτησης των ανθρώπων της εργασίας[44]Η δυτικοκεντρική αντίληψη περί ελευθερίας ευημερίας και ανθρώπινης αξιοπρέπειας, αφήνει εκτός τα δισεκατομμύρια των «ταπεινών και καταφρονεμένων» του υπανάπτυκτου κόσμου, που είναι καταδικασμένα να ζουν κάτω από άθλιες συνθήκες.
    Η ηλεκτρονική τεχνολογία, απαλλαγμένη από τους καπιταλιστικούς προσδιορισμούς της, θα μπορούσε να συμβάλει τα μέγιστα στην αύξηση του παγκόσμιου κοινωνικού πλούτου, στη δίκαιη κατανομή του χρόνου εργασίας, στην ουσιαστική μείωση των ωρών εργασίας καθώς και στην εξασφάλιση ελεύθερου χρόνου απαραίτητου για την πνευματική ανάταση των ανθρώπων της εργασίας. Οι αντικειμενικές συνθήκες εγκυμονούν μια νέα εποχή οικουμενικής ανθρωπιστικής άνοιξης ενάντια στα σχέδια των διεθνών ελίτ που οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια στην εξαθλίωση του πλανήτη μας. Πολύ σωστά επισημαίνεται πως «η ανθρωπότητα έκανε άλματα μπροστά και τα προβλήματα δεν μπορούν να κατανοηθούν και να αντιμετωπιστούν, αν η θεωρία για τον σοσιαλισμό δεν ξεκολλήσει από το παρακμασμένο χθες και δεν συγχρονίσει τον βηματισμό της με το σήμερα του 21ου αιώνα», γι’ αυτό και επείγει η εμφάνιση και η δραστηριοποίηση διεθνώς μιας νέας «ουμανιστικής αριστεράς», ικανής να συνενώσει τις σκόρπιες δυνάμεις της αντίστασης, στο πνεύμα της άμεσης δημοκρατίας και με στόχο την αταξική κοινωνία των απελευθερωμένων ανθρώπων από τα δεσμά του απάνθρωπου καπιταλιστικού συστήματος[45]. Η «υπόσχεση ενός συναρπαστικού νέου κόσμου υψηλής τεχνολογίας και αυτοματοποιημένης παραγωγής, άνθησης του παγκόσμιου εμπορίου και πρωτόγνωρης υλικής αφθονίας»[46]που ευαγγελίστηκαν οι βάρδοι του νεοφιλελευθερισμού, δεν υλοποιήθηκε, καθώς η ανεργία καλπάζει διεθνώς, ενώ οι φτωχοί γίνονται φτωχότεροι και οι πλούσιοι πλουσιότεροι. Υπό καπιταλιστικές συνθήκες το μέλλον της ανθρώπινης εργασίας κάθε άλλο παρά ευοίωνο είναι, όσο οι ίδιοι οι άνθρωποι του μοχθούν δεν πάρουν τις τύχες στα   τους. Ήδη διαμορφώνοντα διεθνώς στη βάση οι προϋποθέσεις ανάπτυξης ενός παγκόσμιου κινήματος χειραφέτησης.«Ο κοινωνικός μετασχηματισμός δεν θα περιοριστεί στο ευρωπαϊκό (πόσο μάλλον στο ελληνικό) μπλοκ εξουσίας, αλλά θα έχει, επίσης μια διηπειρωτική και παγκόσμια διάσταση»[47].  Όπως σωστά έχει επισημανθεί, είναι λάθος «η εμμονή στον κρατισμό και στα αυταρχικά-παραγωγικά μοντέλα της παραδοσιακής αριστεράς και της επαναστατικής της θεωρίας», τα οποία ανήκουν πλέον στο παρελθόν. Δεδομένης της  δυναμικής διαδικασίας της πτώχευσης που έχει δημιουργήσει η κρίση, η σημασία εναλλακτικών μορφών οικονομίας «με φορείς όπως αγροτικές κομμούνες, συνεταιρισμοί χειροτεχνίας, οικιστικοί συνεταιρισμοί, στεγαστικοί συνεταιρισμοί, καλλιτεχνικές κοινότητες, συλλογικότητες για την υγεία και κοινότητες φροντίδας, έχει αυξηθεί σημαντικά. Παρέχουν ερεθίσματα για μια νεολαία που της έχουν αρνηθεί τις μελλοντικές προοπτικές της, καθώς και για τις εισοδηματικά κατώτερες τάξεις των εξαθλιωμένων αστικών κέντρων[48]. Άλλωστε, είναι πρώτη φορά στην ιστορία των ταξικών αγώνων που τα μεσαία κοινωνικά στρώματα, λόγω της υποβάθμισης και εξαθλίωσης που υφίστανται, να συμμετάσχουν ενεργά στην κοινή προσπάθεια των λαών για την ανατροπή του καπιταλιστικού συστήματος εξουσίας.

[1] Karl Marx, Grundrisse der Kritik der Politischen Ökonomie, Europäische Verlagsanstalt Frankfurt am Main/ Europa Verlag Wien, x.x., σελ. 89.
[2] Οι βασικές αρχές του  Τεϋλορισμού :1) «Τα μέλη της διεύθυνσης επεξεργάζονται ένα επιστημονικό σύστημα εκτέλεσης κάθε στοιχείου εργασίας που αναπληρώνει τις παλιές εμπειρικές μεθόδους», 2) «Επιλέγουν με επιστημονικό τρόπο τους πιο κατάλληλους εργάτες και τους εξασκούν, ενώ στο παρελθόν κάθε εργάτης  την εργασία του και φρόντιζε μόνος του για την επιμόρφωσή του», 3)Η διεύθυνση «συνεργάζεται  φιλικά με τους εργάτες, έχοντας τη βεβαιότητα πως η εργασία εκτελείται σύμφωνα με τις αρχ ές της επιστήμης που ανάπτυξαν» και 4) « Η εργασία και η ευθύνη για τη σωστή εκτέλεσή της καταμερίζονται με ίσο τρόπο ανάμεσα στα μέλη της διεύθυνσης και στους εργάτες… ενώ στο παρελθόν οι εργάτες ήταν επιφορτισμένοι τόσο με την εργασία όσο και με το μεγαλύτερο μέρος της ευθύνης», Βλ. F.W. Taylor, Die Grundsätze wissenschaftlicher Betriebsführung  (The Principles of Scientific Management), R. Oldenbourg Verlag , München und Berlin 1919, σελ. 38 κ.ε..
[3] Βλ. Μ. Aglietta, A Theory of Capitalist Regulation-The US Experience, NLB, London1979 καθώς και
Zissis Papadimitriou,” From Fordist Full Employment to Post-Fordist Selective Use of Labor Power : The Deagradation of the Welfare State and Trade Unions”, στο : The Keizai Gaku, Annual Report of the Economic Society, Tohoku University, Nos.189-190, March 1993, Vol. 54, Nos.3-4, Sendai /Japan, σελ. 97.  
[4] J. Hirsch und R. Roth, Das neue Gesicht des Kapitalismus-Vom Fordismus zum Postfordismus, VSA, Hamburg 1986, σελ. 46.
[5] Βλ. Zissis Papadimitriou, ό.π., σελ. 98.
[6] Στο ίδιο, σελ. 98 κ.ε..
[7] Βλ. Ν. Johnson, The Welfare state in TransitionThe Theory and Practice of Welfare Pluralism, Wheatheaf Books LTD, Sussex1987, σελ. 18 κ.ε..Βλ. επίσης C.Offe, Contadiktions oftheWelfareState, Huchinson, London 1984, σελ. 152-153 καθώς και Ζίγκμουντ Μπάουμαν, Η εργασία, ο καταναλωτισμός και οι νεόπτωχοι, εκδ. Μεταίχμιο,  Αθήνα 2002, σελ. 131-174. Σε ό,τι αφορά γενικότερα τη ιστορία του κοινωνικού κράτους, βλ. Francois Ewald, Ιστορία του Κράτους Πρόνοιας, εκδ. Gutenberg, Αθήνα 2000.
[8] Βλ. Zissis Papadimitriou, ό.π., σελ. 100.
[9] Βλ. ΄Ελενα Σεφερτζή, «Από την κρίση της συσσώρευσης στην κρίση του κράτους πρόνοιας»,  στο :
Θέσεις, 15(1986), σελ. 51 κ.ε..
[10] Bλ. Zissis Papadimitriou, ό.π., σελ. 100.
[11] Στο ίδιο.
[12] Βλ. W. Müller und Ch. Neusüss, «Σχετικά με τη θεωρία του κοινωνικού κράτους», Θέσεις 1(1982), Αθήνα, σελ. 19 καθώς και Zissis Papadimitriou, ό.π..
[13]Βλ. M. Aglietta, ό.π., Ρ.Βοyer, Η θεωρία της ρύθμισης, εκδ. Εξάντας, Αθήνα 1988, A.LipietzAkkumulation, Krisen und  Auswege aus der Krise : Einige methodidche Überlegungen zum Begriff der ΄  Regulation΄“, στο : Probleme des Klassenkampfes, 58(1985),  109-137 και Michel de VroeyA Regulation ApprochInterpretationof the contemborary crisis“, στο : Capital and Class, 23 (1984), σελ. 53 κ.ε..
[14]Σχετικά με την «ευέλικτη εξειδίκευση», βλ. M. Prior and Ch. Sabel,  The second Industrial Devide-Posibilities for Prosperity, NewYork 1984, A. Scott, “Flexible accumulation and regional development : The rise of new industrial spaces in North America and Western Europe”, στο : International Journal of Urban and Regional Research, 12 (1988),  σελ. 171-186 και M. Storper, “The transition to flexible specialization in industry”, στο : Cambridge Journal of Economics, 9(1988), σελ. 273-395.
[15] Βλ. Ζήσης Δ. Παπαδημητρίου, Στον αστερισμό της αβεβαιότητας, εκδ. Θερμαϊκός, Θεσσαλονίκη 2012, σελ. 114.
[16] Ζ. Παπαδημητρίου, Προοπτικές ανάπτυξης ανθρωποκεντρικών συστημάτων παραγωγής στην Ελλάδα. Η περίπτωση της κλωστοϋφαντουργίας και ένδυσης, στο : Σύγχρονα Θέματα, τεύχος 48 (Ιούνιος 1992), σελ. 104.
[17] Στο ίδιο, σελ. 114 κ.ε..
[18] Βλ. Zissis Papadimitriou, ό.π., σελ. 102.
[19]Σχετικά με την εξέλιξη των ηλεκτρικών υπολογιστών στις πρώτες τέσσερις δεκαετίες της μεταπολεμικής περιόδου, βλ. Zissis Papadimitriou, „Allgemeine Entwicklungstendenzen des EDV-Einsatzes“ και „Bedingungen und Entwicklung des EDV-Einsatzes im Bankgewerbe“, στο : Gerhard Brandt/Berrnard Kündig/Zissis Papadimitriou/Jutta Thomae, Computer und Arbeitsprozess. Eine arbeitssoziologische Untersuchung der Auswirkungen des Computereinsatzes in ausgewählten Betriebsabteilungen der Stahlindustrie und des Bankgewerbes, Campus Verlag Frankfurt am Main/New York 1978, σελ. 118-124 και 191-269.
[20] Βλ. Α. Touraine, L’ evolution du travail ouvrier aux Usines Renault, Paris 1955 και R. Blauner, Alienation and Freedom, Chikago/London 1964.
[21] S.Mallet, Die neue Arbeiterklasse, Frankfurt am Main, σελ. 72 κ.ε..
[23] Μ. Cacciari, Qualifikation und Klassenbewußtsein, Frankfurt am Main 1973, σελ. 16.
[24] J. R. Bright, Automation and Management, , Boston/Mass.1959.
[25] Βλ. σχετικά Zissis Papadimitriou, „Technik, Arbeitsorganisation und gesellschaftliche Interessenlagen : Industriesoziologische Theorie-und Forschungsansätze 1950-1990“, στο : The Keizai Gaku, Annual Report of the Economic Society, Tohoku University, No. 107, January 1995, Vol. 56, No.3, σελ. 25-36 καθώς και
G.Brandt et al, ό.π., σελ. 6-22.
[26] Bλ. Η.Kern/ M.Schumann, Industriearbeit und Arbeiterbewußtsein, Frankfurt am Main 1970, Bd. I. , σελ. 43, 139 και 149.
[27] Βλ. B. Lutz, „Produktionsprozeß und Berufsqualifikation“, στο : Spätkapitalismus und Industriegesellschaft ? Verhandlungen des 16. Soziologentages, Stuttgart 1969, σελ. 236 και 246.
[28] Ν. Altmann/G. Bechtele, Betriebliche Herrschaftsstruktur und industrielle Gesellschaft. Ein Ansatz zur Analyse, München 1971, σελ. 8.
[29] Βλ. Ε. L. Trist/K.W. Bamforth, “Some Social and Psychological Consequences of the Longwall Method of Cola-getting”,  στο : D.S. Pugh (ed.) Organization Theory. Selected Readings, Harmondsworth 1971, E.L. Trist et al, Organizational Choise, London 1963, F. E. Emery, ”The Next Thirty Years : Concepts, Methods and Anticipations”, στο : Human Relations, Vol. 20 (1967), F. E. Emery/ E. L. Trist, Socio-technical Systems, στο : F. E. Emery (ed.) Systems Thinking, Harmondsworth 1969, J. Woodward, Management and Technology, London 1958, Industrial Organzation : Theory and Practice, London 1965  καθώς και Industrial Organzation : Behavior and Control, London 1970.
[30] Βλ. σχετικά G. Brandt et al, ό.π., σελ. 6-69, Κ. Benz-Overhage/E. Brumlop/Th. Von Freyberg/ Z.Papadimitriou, Neue Technologien und alternative Arbeitsgestaltung. Auswirkungen des Computereinsatzes in der industriellen Produktion, Campus Verlag, Frankfurt am Main/New York 1982, σελ. 16-60, Κ. Benz-Overhage/E. Brumlop/Th. von Freyberg/Z.Papadimitriou, Computergestützte Produktion. Fallstudien in ausgewählten Industriebetrieben, Campus Verlag, Frankfurt am Main/New York,
G. Brandt/K. Benz-Overhage/Z. Papadimitriou,  „Computertechnologien im industriellen Arbeitsprozess“, στο : Materialien zur Industriesoziologie, Kölner Zeitschrift für Soziologie und Sozialpsychologie, Sonderheft 24/1982, σελ.84-104, Κ.Benz-Overhage/E. Brumlop/Th.von Freyberg/Z. Papadimitriou, „Computeeinsatz und Reorganisation von Produktionsprozessen“, στο : LEVIATHAN,  Westdeutscher Verlag, Opladen, Sonderheft 4/1981, σελ. 100-117 και G. Brandt/Z.Papadimitriou, „Was trägt die industriesoziologische Forschung zur Entwicklung eines sozialwissenschaftlichen Technikbegriffs bei ?“, στο : G. Brandt, Arbeit, Technik und geellschaftliche Entwicklung. Τransformationsprozesse des modernen Kapitalismus. Aufsätze 19711987, Suhrkamp Verlag, Frankfurt am Main  1990, 189209.
[31] Bλ. A.Sohn-Rethel, Geistige und körperliche Arbeit. Zur Theorie der gesellschaftlichen synthesis, Frankfurt am Main 1970 και του ίδιου, Die ökonomische Doppelnatur des Spätkapitalismus, Darmstadt  και Neuwied 1972.
[32] Βλ. Κ. Marx, Grundrisse der Kritik der Politschen Ökonomie……, σελ.89.
[33] Βλ. K. Benz-Overhage et al, ό.π., σελ. 23 κ.ε.
[34] Βλ. G. Brandt et al, Computer und Arbeitsprozess…. σελ. 27 και 31.
[35] Βλ. K Benz-Overhage et al, ό.π., σελ. 53.
[36] Βλ. H. Marcuse, Industrialisierung und Kapitalismus im Werk Max Webers, στο : του ίδιου, Kultur und Gesellschaft  II, Frankfurt am Main, 1965, σελ. 127..
[37] Βλ. κυρίως τις απόψεις του  J. Habermas, Theorie des Kommunikativen Handelns, Bd I. und II., Suhrkamp Verlag, Frankfurt am Main 1981.
[38] Βλ. Ν. Τσόμσκυ, Οι έχοντες και κατέχοντες, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 1999, σελ. 180 και Ζ. Παπαδημητρίου, Μεταμοντέρνα Αδιέξοδα, εκδ.  Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 2002, σελ. 40
[39] Στο ίδιο, σελ. 41.
[40] Βλ. Ζ. Παπαδημητρίου, Στον αστερισμό της αβεβαιότητας, εκδ. Θερμαϊκός, Θεσσαλονίκη 2012, σελ. 109.,
[41] B. Harisson/B. Bluestone, «Η αναδόμηση και ο κόσμος της υπερχρηματιστικής  οικονομίας», στο : Θ. Πελαγίδης (επιμ.) Νέα παγκόσμια οικονομία, χρηματιστικό κεφάλαιο και βιομηχανική αναδιάρθρωση, εκδ. Εξάντας, Αθήνα 1994, σελ. 53 κ.ε..
[42] Ζ. Παπαδημητρίου, Μεταμοντέρνα Αδιέξοδα…..σελ. 44 καθώς και του ίδιου, Στον αστερισμό της αβεβαιότητας… σελ. 115.
[43] Βλ. D. Hartmann, „Revolutionäre Subjektvität, die Grenze des Kapitalismus“, στο : Marcel van der Linden/Karl Heinz Roth, Über Marx hinaus, Assoziation A, Berlin Hamburg 2009, σελ. 219 κ.ε..  
[44] Βλ. Ζ. Παπαδημητρίου, Στον αστερισμό της αβεβαιότητας…., σελ. 190 κ.ε..
[45] Βλ. διεξοδικότερα, Κ. Λάμπος, Άμεση Δημοκρατία και Αταξική Κοινωνία. Η Μεγάλη  Πορεία της Ανθρωπότητας προς την Κοινωνική Ισότητα και τον Ουμανισμό, εκδ. Νησίδες, Θεσσαλονίκη 2012, σελ.416 κ.ε..
[46] J. Rifkin, Το τέλος της εργασίας και το μέλλον της. Η δύση του παγκόσμιου εργατικού δυναμικού και το χάραμα της μετά-την- αγορά εποχής, εκδ. «Νέα Σύνρα»-Α.Α. Λιβάνη, Αθήνα 1996, σελ. 57.
[47] Βλ. Κ.Η. Ρoth,  Η Ελλάδα και η κρίση. Τι έγινε και τι μπορεί να γίνει, εκδ, Νησίδες, Θεσσαλονίκη 2012,  σελ. 120.
[48] Στο ίδιο, σελ. 120 κ.ε..