Πάνω από τριάντα χρόνια πίσω, είναι που είχα βρεθεί Ιούλιο  μήνα, κατακαλόκαιρο, με καύσωνα, σε ένα μπίμπα γεμάτο λεωφορείο του ΚΤΕΛ, φυσικά χωρίς αιρκοντίσιον, να κάνω τη διαδρομή Αθήνα – Λάρισα. Συνέχισα με άλλο λεωφορείο, χειρότερη σακαράκα, σαν παστή σαρδέλα δίπλα σε καταϊδρωμένους, όπως κι  εγώ, συνεπιβάτες, για τον προορισμό μου, ένα χωριό, κοντά στα  Τέμπη. Δεν είχα καμία υποψία πως τρία χρόνια αργότερα θα μάζευα τα μπογαλάκια μου από το κλεινόν άστυ και θα γινόμουν μόνιμος κάτοικος του. Ένας εσωτερικός μετανάστης που στην πραγματικότητα δεν ήξερε τι ακριβώς θα έβρισκε μπροστά του, αλλά ήξερε πολύ καλά τι ήθελε να αφήσει πίσω του.
Κάθε  που έρχονται γιορτές και καλοκαιρία, ανοίγουν  οι πόρτες μας και οι καρδιές μας για να υποδεχτούν τους ανθρώπους μας από τις πόλεις. Τότε σκέφτομαι πόσο διαφορετική είναι η οπτική γωνία του επισκέπτη  από αυτή του μόνιμου κάτοικου, σχετικά με τα χωριά μας. Η φράση κλισέ «Τι ωραία που είσαστε εδώ» ηχεί στα αυτιά μου προτού καν ειπωθεί… Όχι πως δεν είμαστε ωραία, αλλά η απόσταση όπως και το προσωρινό της παραμονής σε κάποιον τόπο, σε κάνει πάντα να εξιδανικεύεις και να ωραιοποιείς τα πράγματα.

Τώρα, μετά από κάποιες δεκαετίες νομίζω ότι μπορώ να πω με σιγουριά τι είναι για μένα το χωριό. Είναι η μικρογραφία της  ελληνικής κοινωνίας με την πλατειά έννοια, μόνο που εδώ τα πρόσωπα έχουν όνομα και οι ρυθμοί είναι πιο χαλαροί. Τα χωριά μας δεν είναι ο μαγικός κόσμος της Χάϊντι, με τα καταπράσινα λιβάδια και τα πουλάκια που έρχονται και κάθονται στον ωμό σου. Έχουν την ιστορία τους, τα σπίτια είναι κτισμένα με κόπους κι όνειρα, περασμένα από προ-παππούδες και παππούδες στα παιδιά τους κι όπως πάει το πράγμα και στα εγγόνια τους. Πιο πέρα απλωμένα τα χωράφια μαζί με την υγρασία στο χώμα κρατούν ακόμα κάτι από τον ιδρώτα των ανθρώπων που τα δούλεψαν και τα δουλεύουν.
Πέρασαν Μαυρογιαλούροι και Μαυρογιαλούροι…, έταξαν, παραμύθιασαν, ήπιανε το τσιπουράκι τους στην πλατεία, μίλησαν για ανάπτυξη  και αποκέντρωση, από δίπλα κι οι συνδικαλιστάδες, πραγμάτωσαν το όραμα της αγροτικής ανάπτυξης, για να ήμαστε σήμερα  δίχως καλλιέργειες, δίχως δουλειές, δίχως μέλλον. Από το πολύχρωμο σινάφι τους έμειναν πίσω τους οι διάφοροι τοπικοί παράγοντες και παραγοντίσκοι που περιφέρουν το μέτριο ανάστημά τους στις πλατείες, άλλοτε προσπαθώντας να οικειοποιηθούν έργα και προσπάθειες άλλων στις οποίες ελάχιστα ή καθόλου δεν είναι συμμέτοχοι, και άλλοτε κυνηγώντας με μεγάλο καημό τα φλας της όποιας δημοσιότητας.
 Τα χωριά μας όμως είναι και παράθυρα ανοιχτά, από όπου κάθε μέρα  βλέπεις και νοιώθεις τις ανάσες της φύσης, τις αλλαγές των εποχών. Είναι  η αίσθηση της ελευθερίας  και της δυνατότητας ανά πάσα στιγμή να πατήσεις στο χώμα και να ανασάνεις καθαρό αέρα.  Είναι οι ουρές των ΟΓΑτζήδων έξω από το ταχυδρομείο ή την τράπεζα κάθε πρώτη του μήνα από τις εφτά το πρωί. Γριές με μαύρες κάλτσες στα στραβωμένα ποδάρια και γέροι ακουμπισμένοι στις γκλίτσες. Με παγωνιά και λιοπύρι, απλώνουν το χέρι  να πάρουν από την πολιτεία τα ψίχουλα  που πιστεύει ότι τους αναλογούν από τις καταθέσεις ιδρώτα μιας ζωής.
Είναι  τα καφενεία, με τους μόνιμους θαμώνες, χωρισμένους συνήθως άτυπα συμφώνα με τις πολιτικές τους αποχρώσεις, να παίζουν τάβλι και χαρτιά με ανοιγμένες στο τέρμα τις τηλεοράσεις, είναι ο τύπος που διαχέει την όποια πληροφορία θέλει να διαρρεύσει, αρχίζοντας την φράση με το… «Έμαθες, λένε ότι ο τάδε έκανε αυτό», χωρίς ποτέ να κατονομάζει ποιοι είναι αυτοί που το λένε. Είναι το παζάρι που περιμένει πως και πως η γριά για να αγοράσει βρακιά και κάλτσες, είναι το ίδιο βράδυ που ανοίγουν οι πίστες κάτω από τις τέντες, παίρνουν φωτιά τα κλαρίνα, ρέουν τα κρασιά και οι μπύρες, τα μάτια των θαμώνων μισοκλείνουν λίγο από το ποτό, λίγο από το γλάρωμα για τη «ντιζέζ» ή για το «κορμί» που χορεύει τσιφτετέλι, ως το πρώτο φως της μέρας…
Είναι ο εκκλησιασμός της Κυριακής και το μικρό σούσουρο στη διάρκεια της λειτουργιάς… «Τα έμαθες  Μαριγούλα… τα φόρεσε η Τασία του Κώτσου… συχώρα με Παναγιά μου !» και μετά, οι γυναικοπαρέες που τρώνε κορνέδες  και πίνουν καφέ στα καφενεία. Είναι οι ίδιες γυναίκες που τα καλοκαίρια αραδιάζοντας τις πλαστικές καρέκλες στις γειτονιές στήνουν το «μουαμπέτι» τους, ως αργά το βράδυ.
Είναι η καμπάνα της εκκλησίας που σε ειδοποιεί πως κάποιος «έφυγε»… είναι οι απλόχερες ή οι μέσα από τα δόντια καλημέρες… είναι το παράθυρο του γείτονα που η κουρτίνα τραβιέται κάθε τόσο που ακούγεται ένας θόρυβος και τα μάτια του ακουμπάνε στο τζάμι… είναι ένα κουτί ζαχαροπλαστείου γεμάτο αυγά ακουμπισμένο μπροστά στην πόρτα σου, που δεν ξέρεις ποιος το άφησε… είναι οι καπνοί από τις φωτιές  που λερώνουν τον ουρανό μας όσο κρατάνε τα κλαδέματα και καίγονται τα κλαρούδια… είναι  τα μπάζα και τα σκουπίδια δίπλα και μέσα στα ρέματα… είναι ο μπάρμπα Κώτσος που επιμένει να ουρεί μπροστά στην πόρτα της κυρά Βαγγελής γυρνώντας το βράδυ από το καφενείο κι ενώ τα έχει τσούξει αρκούντως… είναι η ευθεία ερώτηση που πας ή  τι μισθό παίρνεις, από ανθρώπους που έχεις απλά μια καλημέρα… είναι η σύσσωμη συμμέτοχη και αλληλεγγύη της μικρής κοινωνίας μπροστά στο αναπάντεχο κακό. Όλα τα παραπάνω κι άλλα τόσα είναι τα χωριά μας, που μας κάνουν να νοιώθουμε ότι μας ανήκουν και τους ανήκουμε.
Στο πολύ πρόσφατο παρελθόν οι άνθρωποι στα χωριά όπως και σ΄ολη τη χώρα έκαναν τα σχέδια τους για το μέλλον. Τώρα τα όνειρα έγιναν πολύ στενά, δεν χωρούν πολλά πράγματα. Η ανεργία καλπάζει και η ανέχεια καραδοκεί.  Φτάνουμε να  χαιρόμαστε που έχουμε κοινωνικά παντοπωλεία για να ξεχνάμε ποιες αιτίες τα δημιούργησαν. Στις μικρές μας κοινωνίες, επειδή ακριβώς οι σχέσεις είναι προσωπικές, τόσο η αλληλεγγύη όσο και η εξωστρέφεια και η στροφή στον πολιτισμό και τη δημιουργία είναι η μόνη ελπίδα, για να αλλάξει η ποιότητά μας ως ανθρώπων και να κάνουμε ένα βήμα  μπροστά προετοιμάζοντας την αλλαγή του κόσμου, τώρα πια που έφυγε ο εικοστός αιώνας με τις ανατροπές του αφήνοντας πίσω του ευρωπαϊκές παλιοκοινωνίες.

                                                          «Το Πειραχτήρι»