Πέρασαν σχεδόν τρία χρόνια από την λειτουργία των «Καλλικρατικών» δήμων και παρά τις όποιες ελπίδες ότι κάτι θα άλλαζε προς το καλύτερο οι διαπιστώσεις μόνο θετικές πλέον δεν είναι :
1ον. Από την αρχή δεν έγινε καμία  ουσιαστική συζήτηση που με αξιόπιστα κριτήρια, γεωγραφικά, οικονομικά, αναπτυξιακά, χωρίς καταναγκασμούς και μακριά από μικροκομματικές σκοπιμότητες θα καταστούσε την Αυτοδιοίκηση χώρο εγγυητή της δημοκρατικής έκφρασης και της συμμετοχής των πολιτών, αλλά και συντονιστή της τοπικής ανάπτυξης και ευημερίας. Στο κρίσιμο ερώτημα, ποιός Δήμος θα συνενωθεί με ποιόν και με ποιά κριτήρια, που απαιτούσε επιστημονική προσέγγιση και αποφασιστική συμμετοχή των ενδιαφερομένων, με ουσιαστική ανταλλαγή απόψεων και αντικρούσεις ισχυρισμών και επιχειρημάτων, σε όλα τα στάδια λήψης της απόφασης, απάντησε το κράτος από «τα πάνω». Τι αποτελεί, όμως, τοπική υπόθεση προέχουσας σημασίας και με ποιό κριτήριο προσδιορίζεται, αποτελεί διαφορετικό ζήτημα για κάθε χωριό, για κάθε δήμο και το γνωρίζει εκείνος καλύτερα από τον καθένα.  Και επειδή αποδεδειγμένα πλέον το συνταγματικό όριο της διατήρησης της τοπικής υπόθεσης χάθηκε μέσα σε τρία μόλις χρόνια απαιτείται επανασχεδιασμός των ορίων των Δήμων της χώρας.


2ον. Ο «Καλλικράτης», αντί να δημιουργήσει ισχυρούς ΟΤΑ, έχει οδηγήσει σε μία τραγελαφική κατάσταση με αλληλοσυγκρουόμενες νομοθετικές ρυθμίσεις, αρμοδιότητες που δίνονται και αφαιρούνται, όργανα που δυσκολεύονται να λειτουργήσουν, δημότες που έχουν χάσει την δυνατότητα επαφής και συμμετοχής στην επίλυση των καθημερινών προβλημάτων τους. Η χρηματοδότησή τους μειώνεται διαρκώς ώστε να επιβάλλουν οι ίδιοι περισσότερους φόρους και τέλη. Το δε μόνιμο προσωπικό τους επίσης αρχίζει να μειώνεται μέσω συνταξιοδοτήσεων, μετατάξεων και απολύσεων.
3ον. Μέσα σε αυτά τα ασφυκτικά πλαίσια συρρικνώθηκε και η Αυτοδιοίκηση αφού ο «Καποδίστριας» και ο «Καλλικράτης» μετέτρεψαν έναν κατεξοχήν θεσμό άσκησης πρωτογενούς λαϊκής εξουσίας και κοινωνικού ελέγχου, όπως η Αυτοδιοίκηση, σε «διοικητή» τοπικών υποθέσεων και διαμεσολαβητή της κεντρικής πολιτικής εξουσίας. Δυσκολεύονται έτσι να ασκήσουν τις παραδοσιακές τους δραστηριότητες, και δεν μπορούν – θεσμικά και οικονομικά – να προστατεύσουν τους πολίτες από την κοινωνική θύελλα.
Οι τοπικοί μας άρχοντες, λοιπόν, αν έχουν έστω και λίγη ουσιαστική ανεξαρτησία από την κεντρική εξουσία και θέλουν η δράση τους να επηρεάσει ανεξίτηλα το παρόν και το αύριο της τοπικής μας κοινωνίας, με δεδομένες και τις γνώσεις τους, τα προσόντα «διοικείν» και προπαντός την αλογάριαστη αγάπη για τον τόπο τους θα πρέπει να έχουν και βαθιά γνώση της Ιστορίας της επικράτειάς τους. Συμβαίνει αυτό με τους άρχοντες; Συμβαίνει με τους δημότες; Η ζωή, ο βίος και η πολιτεία τους δεν μας επιτρέπουν να απαντήσουμε θετικά. Υπήρξαν, ακόμη και πρόσφατα, μνημεία, αρχαίοι τάφοι, μάρμαρα οξειδωμένα απ’ τη νοτιά της Ιστορίας κ.λπ., που «εν μιά νυκτί» εξαερώθηκαν από τον ιστορικό χάρτη, στο βωμό υστεροβουλιών, ταπεινών σκοπιμοτήτων, άγνοιας, ανιστορικότητας τοπικών αρχόντων και κατοίκων.
Από την άλλη βλέπουμε σε τοπικό επίπεδο διακεκριμένοι δημότες –  συγγραφείς να γράφουν και να παρουσιάζουν αξιόλογες μελέτες και βιβλία τους ο καθένας για τον τόπο του (Συκούριο-Μακρυχώρι-Πυργετός-Αμπελάκια-Γόννοι) ναι μεν με αναφορές στη γύρω περιοχή αλλά με επίκεντρο έναν τόπο, ένα χωριό, για την ιστορία του οποίου οι δημότες του διπλανού χωριού ή αδιαφορούν ή έχουν άγνοια.
Γνωρίζοντας, λοιπόν, όλοι μας Τοπική Ιστορία, θα μπορούσαμε αναντίρρητα: να προσθέσουμε ακόμη έναν γρανιτένιο κρίκο στην αλυσίδα αγάπης, σεβασμού, μέριμνας στη γενέθλια γη. Να αλλάξουμε νοοτροπία, γεγονός που αποτελεί μια από τις κύριες προϋποθέσεις ευαισθητοποίησης κι αποτελεσματικής αντιμετώπισης των τοπικών προβλημάτων. Να συνειδητοποιήσουμε την αναγκαιότητα μιας άλλης αντίληψης για την ιδιαίτερη πατρίδα, που με τη σειρά της θα οδηγήσει σε μια άλλη ηθική για τον Τόπο, την Ιστορία, τον Πολιτισμό. Να ανεβάσουμε το δείκτη αφύπνισης, ανησυχίας, συνειδητοποίησης, δραστηριοποίησης, στο πλαίσιο της πληρέστερης ιστορικής ενημέρωσης, γεγονός που με τη σειρά του θα αναγκάσει τους κυβερνώντες να ενεργήσουν ανάλογα, στερώντας τους παράλληλα άλλοθι άγνοιας.
Στις αναπτυγμένες κοινωνίες το μάθημα της Τοπικής Ιστορίας διδάσκεται, τόσο στην Πρωτοβάθμια όσο και στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Επιβάλλεται, λοιπόν, επιτέλους και στα καθ’ ημάς να καθιερωθεί και να προγραμματιστεί η διδασκαλία της, για κάθε ιδιαίτερη πατρίδα, για κάθε νομό χωριστά.
Δεν μπορείς να ζεις και να πεθαίνεις σ’ ένα γενέθλιο τόπο και να αγνοείς την Ιστορία του και τη δική σου, τις ρίζες του και τις δικές σου, αφού η Ιστορία διδάσκει, διαπαιδαγωγεί, ενώνει, γιγαντώνει, εκδικείται, μα αποτελεί και εφαλτήριο του αύριο. Δεν μπορείς ν’ αγνοείς την Ιστορία σου, αφού είναι έργο δικό σου, την Ιστορία που επιβάλλεται να σηκώνεις στους ώμους σου κάθε φορά που βαδίζεις μπροστά…

Σημείωση :Αν και στα μέρη μας ιστορικοί, πανεπιστημιακοί και άλλοι έγραψαν και γράφουν κομμάτια της ιστορίας μας αυτό δεν ισχύει για άλλες περιοχές και τελικά δεν φτάνει. Ιδιαίτερα για τη νεότερη ιστορία μας όπου ήδη άρχισαν οι διαστρεβλώσεις της…