Εκεί οπούφκιαχνα τις θέσες εις τους Μύλους (Κοντά στο Ναύπλιο) ήρθε ο Ντερνυς να με ιδή. Μου λέγει. «Τι κάνεις αυτού; Αυτές οι θέσεις είναι αδύνατες. Τι πόλεμον θα κάνετε με τον Μπραΐμη αυτού;» – Του λέγω, «είναι αδύνατες οι θέσεις κι’ εμείς, όμως είναι δυνατός ο Θεός όπου μας προστατεύει. Και θα δείξωμεν την τύχη μας σ’ αυτές τις θέσεις τις αδύνατες. Κι αν είμαστε ολίγοι εις το πλήθος του Μπραΐμη, παρηγοριόμαστε μ’ ένα τρόπον, ότι η τύχη μας έχει τους Έλληνες πάντοτε ολίγους. Ότι αρχή και τέλος, παλαιόθεν και ως τώρα, όλα τα θεριά πολεμούν να μας φάνε και δεν μπορούνε. Τρώνε από μας και μένει και μαγιά. Και οι ολίγοι αποφασίζουν να πεθάνουν. Κι όταν κάνουν αυτήνη την απόφασιν, λίγες φορές χάνουν και πολλές κερδαίνουν.»

«Αδέλφια τούτη την Άνοιξη»
Αδέρφια τούτ’ την άνοιξη πουλιά δεν κελαϊδούνε,
μον’ κελαϊδούνε τ’ άρματα, λαλούνε τα ντουφέκια.

Το λεν οι συναγωνιστές ψηλά στα κορφοβούνια.

Δεν ειν’ οι σαραντάπηχοι, του μύθου οι αντρειωμένοι,
που λάμπανε απ’ τα χρυσά και τα πολλά τσαπράζια.
Μον’ ειν’ οι φτωχογέννητοι κι οι φτωχοαναθρεμμένοι,
εργάτες και γραμματικοί, βοσκοί και ζευγολάτες…
Μα ‘χουνε χέρια σίδερο, μα ‘χουν καρδίες ατσάλι,
μα ‘χουν τον ίδρο της δουλειάς, στεφάνι στα μαλλιά τους.
Γιατί χαλούνε τον εχτρό, σκοτώνουν τους τυράννους.
Γεια σου χαρά σου λεβεντιά, το νέο ’21,
παιδιά του Ελληνικού Λαού, χιμάτε αδελφωμένα.
Πάρετε δίπλα τα βουνά και παγανιά τους κάμπους,
να φέρετε τη Λευτεριά, να καθαρίσει ο τόπος.
Να ‘ρθει και πάλι η Άνοιξη, να ‘ρθουν τα χελιδόνια,
να ‘ρθουνε τα λαμπρόγιορτα με τη γλυκιάν Ειρήνη !

«Αδέλφια τούτη την Άνοιξη» του Βασίλη Ρώτα.