Φαντάσου το. Δύο δωμάτια, ένα κουζινάκι, το πετρογκάζ, ένα τραπέζι και παραπέρα ο απόπατος. Όλα χτισμένα διά της χειρός του πατέρα σε μια λουρίδα γης που έλαβε προίκα η μάνα. Εμποροϋπάλληλος με εισόδημα που δεν έφτανε ούτε για τ’ απαραίτητα, δούλευε νυχθημερόν, βούταγε τα κουρασμένα, πρησμένα απ’ την ορθοστασία του πόδια στον κουβά με το νερό, κάθε που επέστρεφε το βράδυ.
Μια Κυριακή που του έμενε γι’ ανάπαυση φρόντιζε τα κηπευτικά του. Μεράκι του ένα βαρελάκι κρασί – ρετσίνα, φυλαγμένο στο ημιυπόγειο πλυσταριό, το ‘φτιαχνε ο ίδιος με επιμέλεια μεγάλη και το κουτσόπινε, γουλιά κι επιφώνημα ευχαρίστησης «αααχ».
Της μάνας η πάστρα ήταν καθοριστική για τη μετατροπή της χαμοκέλας σε σπίτι. Και την έλλειψη των αγαθών αναπλήρωνε το νόστιμο φαγάκι, το μαγειρεμένο με έννοια κι αγάπη για το σύζυγο και το γιο. Κοντούλα και σβέλτη κένταγε, έπλεκε, μπάλωνε, άσπριζε, έπλενε. Στη δεύτερη εγκυμοσύνη τα βρήκε μπαστούνια. Καθώς δεν υπήρχε φράγκο για εξετάσεις και περίθαλψη, οι ελπίδες για αίσιο τέλος της γκαστριάς είχαν εναποτεθεί στον Θεό. Τα φάρμακα, οι γιατροί κι ακόμη περισσότερο η νοσηλεία σε κλινική, αποτελούσαν για μας άπιαστη πολυτέλεια.

Ένας συνάδελφος του πατέρα του μίλησε για τον «κύριο υφηγητή». «Επιστήμονας και καλός άνθρωπος φίλε μου, να πάρεις τη γυναίκα και να την πας, δεν θα σου πάρει τίποτα». Για τον πατέρα που η αξιοπρέπεια είχε σημασία βαρύνουσα, η ιδέα και μόνον να γυρέψει ελεημοσύνη -έστω κι αν επρόκειτο για ζήτημα ζωής και θανάτου- καθόταν βαριά στο στομάχι. Ο συνάδελφος που ήξερε το χούι του, αποφάσισε κι ενήργησε μοναχός του. Βρήκε το γιατρό και του εξήγησε την κατάσταση. «Πες του να πάρει τη γυναίκα και να ‘ρθει αμέσως, ειδάλλως θα τον θεωρήσω υπεύθυνο αν της συμβεί κάτι», μήνυσε εκείνος. Παρακολούθησε τη μάνα και την ξεγέννησε όταν έφτασε η ώρα. Μετά τον τοκετό, ο γυναικολόγος -που δεν ήταν άλλος από τον μετέπειτα δολοφονηθέντα βουλευτή της ΕΔΑ, Γρηγόρη Λαμπράκη- κάλεσε τον πατέρα και του ζήτησε την αμοιβή του. «Έμαθα πως κάνεις καλό κρασί, δεν αξίζω ένα ποτήρι;» είπε χαμογελώντας.
Σ.σ. : 3 εκατομμύρια οι ανασφάλιστοι στην Ελλάδα της κρίσης, 1,5 εκατ. οι άνεργοι, πληθαίνουν αυτοί που στερούνται βασικής ιατροφαρμακευτικής παροχής. Πλεονάζουν προφανώς, οπότε δεν δικαιούνται μέρισμα απ’ το πλεόνασμα.

[ Από τη ΜΑΡΙΑ ΣΑΜΠΑΤΑΚΑΚΗ στην ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ  ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ ]