»  … Προς επίρρωσιν ας θυμηθούμε μια εύγλωττη ιστορία απ’ το προγονικό (σας την έχω ξαναγράψει, αλλά η επανάληψη δεν βλάπτει). Έχει να κάνει με τον Λυκούργο, όχι τον Σπαρτιάτη τον νομοθέτη, αλλά τον Αθηναίο τον μεταρρυθμιστή. Στην εποχή του η Αθήνα, ηττημένη στον Πελοποννησιακό Πόλεμο, εξαντλημένη απ’ τους πολέμους που ακολούθησαν και διάγουσα υπό το κράτος της μακεδονικής απειλής επί Φιλίππου (πατέρα του Μεγαλέξανδρου), ανέλαβε με πατριωτικό ζήλο (μαζί με τον Υπερείδη και τον Δημοσθένη) την ανόρθωση των οικονομικών της Δημοκρατίας, ώστε να μπορέσει η τελευταία να υπερασπισθεί την πατρίδα. Ταμίας λοιπόν επί τέσσερα έτη (341-338 π.Χ.) ο Λυκούργος και ύστερα επί ακόμα οκτώ, προχώρησε στη φορολόγηση των πλουσίων (που από μακρού είχαν «ξεχάσει» τις χορηγίες), στην εξυγίανση των δημόσιων οικονομικών και στις κρατικές επενδύσεις (ναυπήγηση στόλου, δημιουργία του Καλλιμάρμαρου, ανακατασκευή του θεάτρου του Διονύσου, επισκευή των Μακρών Τειχών, ανακαίνιση του Λυκείου, κατασκευή νεωσοίκων, νέων λιμανιών και άλλα). Κυκλοφόρησε έτσι το μεροκάματο, άνοιξαν οι δουλειές, δούλεψε η αγορά, μπήκαν κανόνες και η Αθήνα στάθηκε στα πόδια της.
Για να καταξιώσει ηθικώς τις μεταρρυθμίσεις του στα μάτια των πάντα ανήσυχων κι ευμετάβλητων Αθηναίων, ο Λυκούργος ανέσυρε νόμο αρχαιότατον ιωνικό που απαγόρευε, επί ποινή εξορίας, στους πλούσιους να κυκλοφορούν στην Αγορά φανταχτερά και επιδεικτικά ντυμένοι με αποτέλεσμα, συν τοις άλλοις, να θυμίζουν και στους φτωχούς τη φτώχεια τους. Ο νόμος αυτός στην αρχαιότατη εποχή που ίσχυσε (αρχαϊκή) θα μπορούσε να θεωρηθεί υποκριτικός, διότι περιόριζε τη διαφορά πλουσίων – φτωχών στο φαίνεσθαι. Στα χρόνια όμως του Λυκούργου, όπου ο πλούτος εκλήθη (συχνά και βιαίως) να πληρώσει το κατ’ αναλογίαν μερτικό του στην κοινότητα, ο νόμος αυτός απέκτησε ένα άλλο ηθικό βάρος που θύμιζε κάπως τη συμπεριφορά των «ομοίων» που είχαν καθιερώσει μεταξύ τους οι Λακεδαιμόνιοι ζώντας ομοιοτρόπως, ανεξαρτήτως του πλούτου του ενός και της φτώχειας του άλλου.

Απόδειξη της ηθικής αξίας του εν λόγω νόμου ήταν η βοήθειά του στην ανόρθωση της πόλης. Όμως πέρα απ’ την αυταξία του, ενίσχυση στο ηθικό του βάρος αυτός ο νόμος έλαβε και από την προσωπική ακεραιότητα του εισηγητή του. Διότι όταν η γυναίκα του Λυκούργου, φιλάρεσκη μάλλον, τον παρέβη και βγήκε στην Αγορά ντυμένη λατέρνα, ο άντρας της την εξόρισε και ο Δήμος τής δήμευσε την περιουσία.
Ο Λυκούργος πέθανε τιμημένος το 325 ή το 324 π.Χ., ενώ αργότερα, το 307 π.Χ., ο Δήμος των Αθηναίων, παρ’ ότι γονατισμένος πλέον απ’ τη μακεδονική ισχύ, του ανήγειρε ανδριάντα και τον στεφάνωσε, συντάσσοντας ταυτοχρόνως ψήφισμα-έπαινο για το έργο του, στους αιώνες.
Θα μου πείτε, Λυκούργους κατά το ήθος χρειάζεται η Αριστερά σήμερα; Περισσότερο παρά ποτέ! Μπορεί ένας πλούσιος να είναι αριστερός, μάλιστα τιμή του αν αριστερός παρ’ ότι πλούσιος. Ούτε άλλωστε οι φτωχοί είναι κατ’ ανάγκην αριστεροί. Αντιθέτως, παρ’ ότι βλακώδες ενώ είναι κανείς φτωχός, να είναι δεξιός, όμως συμβαίνει! Διότι σπανίως συγκλίνει η ταξική συνείδηση προς την ταξική θέση. Ούτε η «έντιμη πενία» πρέπει να είναι απαραιτήτως το φαίνεσθαι ενός στελέχους της Αριστεράς – ας είναι και μπον βιβέρ εφόσον ουδέναν εκμεταλλεύεται. Όμως η άτιμη πενία στην οποίαν αιχμάλωτο διάγει διαρκώς το πλήθος του λαού, δεν μπορεί να αφήνει αδιάφορη την ηθική ενός αριστερού, πόσω μάλλον ενός στελέχους της Αριστεράς.
Στην εποχή του απενοχοποιημένου αμοραλισμού και του φαύλου κυνισμού, ένα σπυρί ηθικής έχει δύναμη μεγατόνων, διότι συσχετίζει εκ νέου την πολιτική με τον πολίτη…
Ή, για να το πούμε αλλιώς, μπάζει τον λαό στους αγώνες από θέσεις που υπερβαίνουν την τύρβη της μεταπολίτευσης. Αυτήν την αχλή της φθοράς, όπου όλα συμβιβάζονταν, όλα χωνεύονταν, όλα μπορούσαν να κλείνουν μαργιόλικα το μάτι στο πρόσωπο της Μέδουσας…
Τα παραπάνω είναι μέρος του σημερινού άρθρου του καλού φίλου και εξαιρετικού δημοσιογράφου και όχι μόνο, Στάθη στον «Ενικό». Ολόκληρο το άρθρο του ΕΔΩ :