Αν θα έπρεπε να δώσουμε το στίγμα της ελληνικής φύσης κατονομάζοντας κάποια καρποφόρα δέντρα που επέδρασαν, όχι μόνο στις κοινωνικο-οικονομικές πραγματικότητες, αλλά και στη σφαίρα της λατρευτικής πρακτικής, των εθίμων και δοξασιών, ακόμα και στην τέχνη, την πρώτη θέση αναμφίβολα, διεκδικεί η ελιά. Η ελιά στην αρχαιότητα, στο βυζάντιο και τη χριστιανική λατρεία, στη λαογραφία και στην πολιτισμική ανθρωπολογία, στην τέχνη και τη λογοτεχνία είναι άρρηκτα δεμένη με όψεις της ατομικής και της συλλογικής μας πορείας, αλλά και διεθνές σύμβολο νίκης, ειρήνης και αθανασίας.
Είναι αδύνατο να μιλήσει κάποιος για το λιόδενδρο χωρίς να αναφερθεί στην Ελλάδα και τον πολιτισμό της. Όμοια με θαύμα, ιδέα και σύμβολο μαζί, η ελιά μας δείχνει με τη διαχρονικότητά της, τον πολύπτυχο πολιτισμικό χαρακτήρα της.
Οι μύθοι, οι συμβολισμοί, οι χρήσεις της ελιάς (διατροφή, φωτισμός, θέρμανση, υγεία, αρώματα, έπαθλα, κλπ) η Τέχνη, η γλώσσα, από τη Γραμμική Α και Β μέχρι τις μέρες μας, η προχριστιανική παράδοση, ο χριστιανισμός, η σύγχρονη διατροφή, η υγεία, ο καλλωπισμός και άλλα πολλά αναδεικνύουν τη σημασία της ελιάς. Από το απλό πήλινο λυχνάρι ως τη δάδα και το στεφάνι ελιάς, σύμβολα των Ολυμπιακών Αγώνων, εκατοντάδες αντικείμενα αντλούν την έμπνευσή τους και συμβολίζουν την αδιάσπαστη συνέχεια των μύθων και των άθλων των Ελλήνων.
Η ελιά και το ελαιόλαδο είναι τα αρχαιότερα και διαχρονικότερα σύμβολα του Ελληνισμού. Ξεκινάμε λοιπόν με  μια μικρή αναφορά στην ιστορική διαδρομή ενός λαού και ενός τόπου, ο οποίος στηρίχτηκε πάντα στις αιώνιες και πανανθρώπινες αξίες, που δεν έχουν σχέση με υλικά αγαθά, αλλά με τη βαθύτερη ουσία του ανθρώπου.

Την ελιά σαν Μυθικό δέντρο την πρωτοσυναντάμε με την ολοκλήρωση των άθλων του Ηρακλή ο οποίος μεταφέρει με το άρμα του στην Ολυμπία νεαρούς βλαστούς ελιάς και τους φυτεύει σαν σύμβολο της νίκης του. Για την ήμερη ελιά η παράδοση θέλει να είναι δέντρο Ελληνικό και θεϊκής καταγωγής. Πατρίδα της είναι η Αθήνα, στην οποία την προσέφερε η θεά Αθηνά μαζί με το όνομά της.  

Η σύνδεση της ελιάς με τη θεά της Σοφίας, με το στεφάνωμα των Ολυμπιονικών και με την ιερότητα της καθημερινής ζωής – όπου η ελιά αγιάζει το ελληνικό τραπέζι – υπογραμμίζει τη διαχρονική ενότητα του ελληνικού χώρου. Είναι το δέντρο που χαϊδεύει το βλέμμα μας, όπου κι αν αυτό γυρίσει. Με τον ίσκιο του μας δροσίζει και με το καντήλι ζωηρεύει την ελπίδα μας και μας αναπαύει.
Η μεσογειακή ρίζα μας ζυμωμένη με την ελιά, το λάδι, τον ήλιο, την αλμύρα, τον ουρανό και την ελληνική φιλοσοφία δημιουργεί τα στοιχεία, που μας ενώνουν εσωτερικά και μας καθορίζουν ως υποστάσεις ανθρώπινες και συνάμα θείες.
Ο Όμηρος και ο Πίνδαρος, ο Σοφοκλής και ο Αισχύλος έχουν αφιερώσει μοναδικούς και υπέροχους στίχους – ύμνους στην προσφορά της ελιάς. Στη σύγχρονη ποίηση και την πεζογραφία, η ελιά κατέχει δεσπόζουσα θέση. Παλαμάς, Σικελιανός, Ρίτσος, Σεφέρης, Ελύτης δεν παραλείπουν να αναφερθούν στο δέντρο «με τις ρυτίδες των γονιών μας».
Για τους ελαιώνες γύρω από την αρχαία Λάρισα μιλούν πολλές αρχαίες πηγές, όπως για παράδειγμα ο γεωγράφος Στράβων. Να θυμίσω εδώ,  ότι γύρω από την περιοχή των αρχαίων Γόννων, διαχείμασαν τα στρατεύματα του Μαρδόνιου, πριν τη μάχη και την ήττα τους στις Πλαταιές – το χειμώνα του 480-479 π.Χ.  – και τράφηκαν από τους εκεί αρχαίους ελαιώνες.
Στην αρχαία και την σύγχρονη τέχνη το δέντρο-ιδέα, το δέντρο-φως δεν σταμάτησε να εμπνέει τους δημιουργούς. Από τον αγγειογράφο και τον ξυλογλύπτη μέχρι το ζωγράφο και το χρυσοχόο, όλο το φάσμα των καλλιτεχνών έχει εμπνευστεί και έχει αποδώσει έργα του. Στη χαρά και στη λύπη, στη στέρηση και την ευημερία, στον πόνο και τον θρίαμβο, σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής – από τη γέννηση μέχρι το θάνατο – μας συντροφεύει με τον καρπό του, τον ευεργετικό του ίσκιο, το γλυκό του ψίθυρο …
Για πολλές χιλιετίες το ξύλο της ελιάς θέρμανε τον άνθρωπο τις κρύες νύχτες του χειμώνα, άκουσε αναρίθμητες ιστορίες και παραμύθια, πύρωσε στη θράκα του την ψυχή και το σώμα του. Προσέφερε με την ίδια καλόκαρδη διάθεση τη φωτιά του στον πλούσιο και τον φτωχό, στο γεμάτο και το άδειο σπίτι.
Σύμβολο η ελιά, του ελληνικού πολιτισμού, μέρος της μεσογειακής διατροφής και βασικός πόρος της ελληνικής αλλά και της ντόπιας οικονομίας. Το ίδιο και το ελαιόλαδο.  Δεν έχουν όμως μέχρι σήμερα, αυτά τα προϊόντα, κανένα μουσείο στην κεντρική και βόρεια Ελλάδα. Εξαίρεση αποτελούν οι αξιοπρόσεκτες και ενδιαφέρουσες συλλογές ιδιωτών αλλά και Λαογραφικών Μουσείων όπως αυτή στο Δ.Δ. Γόννων του  Δήμου Τεμπών. Αυτές είναι και το μόνο σημείο αναφοράς αλλά και σχέσης με το παρελθόν, προβάλλοντας τη σημασία της ελιάς και του ελαιόλαδου στην οικονομία, τη διατροφή και τη λατρεία. Ιδιαίτερα στο Λαογραφικό μουσείο των Γόννων, μπορεί ο επισκέπτης   να δει όλα τα στάδια εκμηχάνισης των ελαιοτριβείων από τους αρχαίους χρόνους μέχρι σήμερα.
Από την αρχαιότητα, λοιπόν, μέχρι σήμερα το δέντρο της ελιάς έχει αποτυπωθεί στην καθημερινότητά μας. Το βρίσκουμε αποτυπωμένο στα αρχαία και σύγχρονα νομίσματα, στα επώνυμα (Λαδάς, Λαδόπουλος, Λιαδάκης), στα τοπωνύμια (Ελιά, Κουφολιά, Λιόφυτα, Λαδάδικα, Ελαιοχώρι, Ελούντα), στα ήθη και έθιμα, στη θρησκεία.
Πολλές και οι παροιμίες γύρω από την ελιά : «από το θέρος ως τσ’ ελιές δεν απολείπουν οι δουλειές», «Τρεις το λάδι, τρεις το ξύδι κι έξι το λαδόξυδο» «Καλλιά ‘χω γω στο σπίτι μας ελιές και παξιμάδι, παρά στα ξένα ζάχαρη και να μ’ ορίζουν άλλοι», έλεγαν οι Κρητικοί.
Καθημερινές είναι ακόμα και σήμερα οι εκφράσεις όπως : «ρίχνει λάδι στη φωτιά» ο εριστικός, «τείνει κλάδο ελαίας» ο διαλλακτικός, «λάδωσε τ’ αντεράκι του» ο πεινασμένος που χόρτασε, «τραβάει της ελιάς τα φαρμάκια» ο βασανισμένος, «βγαίνει πάντα λάδι» ο καπάτσος, «λαδωμένος ποντικός» είναι ο στριμωγμένος, «λαδιάρης» ο γυναικάς, «την έκανε τη λαδιά» ο κατεργάρης,  ενώ «λαδώνεται» αυτός που δωροδοκείται και η ήρεμη θάλασσα είναι πάντα «λάδι».
Την ελιά επίσης συναντούμε σε όλες σχεδόν της μορφές τέχνης από τη λογοτεχνία και την ποίηση μέχρι τη ζωγραφική, την ξυλογλυπτική, τη γλυπτική, την άργυρο-χρυσοχοΐα, την αγγειογραφία κ.λ.π.
Ελιά και ελαιόλαδο όμως δεν σημαίνουν παρελθόν,  σημαίνουν παρόν και μέλλον. Στις περιοχές μας παράγονται κάθε χρόνο, τρία μέχρι πέντε εκατομμύρια κιλά – ανάλογα με τη χρονιά – βρώσιμες ελιές και ένα μέχρι δύο εκατομμύρια κιλά λάδι παράγονται από άλλα έξη μέχρι δεκατρία εκατομμύρια κιλά ελιές.
Κάποτε, το εμπόριο προήγαγε τον πολιτισμό, σήμερα ο πολιτισμός προάγει το εμπόριο. Η προβολή των προϊόντων της ελιάς μέσω της σύνδεσής τους με το παρελθόν, τη σημασία και την ιστορία τους, αλλά και με την παράδοση του τόπου μας, μπορεί να αποδειχτεί ωφέλιμη.
Έχουμε δεδομένη μια συνεχώς αυξανόμενη τάση παγκοσμίως στην προτίμηση της μεσογειακής διατροφής. Θα πρέπει να συμμετέχουμε στην τόνωση αυτής της τάσης προωθώντας και προβάλλοντας την ελιά και το ελαιόλαδο όχι μόνο με εμπορικές αλλά και πολιτιστικές εκδηλώσεις. Το ιστορικό παρελθόν της ελιάς και του λαδιού μπορούν να γίνουν η καλύτερη διαφήμισή τους.
Οι «δρόμοι της ελιάς και του λαδιού» θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν και ως δρόμοι «υγιεινής διατροφής, επικοινωνίας, εμπορίου και πολιτισμού» με σκοπό τη διατροφή του σύγχρονου κατοίκου των μεγαλουπόλεων, την τόνωση της εμπορίας και την τουριστική προβολή της περιοχής.
Δημήτρης Ζ. Γουγουλιάς
Τα παραπάνω είναι αποσπάσματα από :
α) Κείμενα από το βραβευμένο μου ντοκυμαντέρ «Τα μονοπάτια της ελιάς και του λαδιού»  (3ο βραβείο Interartia 2012).
β) Ομιλία μου με θέμα «Οι δρόμοι της ελιάς» σε εκδήλωση του Πολιτιστικού Ομίλου Γυναικών Λεπτοκαρυάς σε συνεργασία με τον Δήμο Δίου-Ολύμπου.

γ) Το βιβλίο-αφιέρωμα «ΕΛΑΙΑ η Καλλιστέφανος» της Τράπεζας Αττικής.

Το άρθρο δημοσιεύτηε στο φύλλο της εφημερίδας «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ» της Λάρισας στις 15 Νοέμβρη 2013.